Άνοιξα τον υπολογιστή πριν 2 μέρες για να κάτσω να γράψω όλα όσα έζησα στο Μαραθώνιο της Αθήνας. Δεν μπόρεσα να γράψω ούτε λέξη, καθώς έβλεπα την τραγική κατάσταση στη Μάνδρα, ενώ ώρα με την ώρα αυξάνονταν οι ανθρώπινες απώλειες. Η λύπη μου είναι βαθιά και το μόνο που μπορώ να κάνω με αυτό το κείμενο είναι να το αφιερώσω στις ψυχές των ανθρώπων που χάθηκαν.
Η καθημερινότητα είναι αδιανόητα σκληρή. Προσπαθώ να βρω τι θα γράψω για έναν αγώνα, μια γιορτή που τελείωσε, ενώ η κακοκαιρία δεν λέει να μας αφήσει.
Όταν ήμουν φοιτητής, οργάνωνα υπέροχα πάρτι για τα γενέθλια μου. Ήταν ορόσημο για μένα, ήταν μέρες χαράς. Όταν το πάρτι τελείωνε και έμενα μόνος, ο απολογισμός μου ξεκίναγε με αυτούς που είχα καλέσει και δεν ήρθαν. Εξοργιζόμουν! Αντί να μετράω τις απίθανες στιγμές που ζούσαμε με τους καλεσμένους, το χορό, τη γιορτή, τα φλερτ, εγώ καθόμουν να δω ποιοι δεν ήρθαν.
Το σκέφτηκα όλο αυτό πριν το Μαραθώνιο και είπα στον εαυτό μου: “Αγορίνα, πάρε μέρος στη γιορτή και αν πέσεις έξω στο στόχο, πραγματικά δεν έγινε τίποτα. Να είσαι εκεί και να το ευχαριστηθείς”. Ομολογώ ότι το κατάφερα. “Ο χρόνος είναι μια κοινωνική κατασκευή”, που λέει και το κορίτσι μου. Πέρασα καλά! Πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά. Ήμουν στη γιορτή και δεν μέτρησα ποιος ήταν και ποιος όχι. Οι παρέες ήταν εκεί, οι φίλοι και οι φίλες, οι αγαπημένοι, οι εθελοντές και οι εθελόντριες.
Η μέρα ήταν υπέροχη. Αμέτρητοι Ιταλοί, Κινέζοι, Ισπανοί. Φανέλες και σημαίες από όλο τον κόσμο. Άκουσα αμέτρητες ιστορίες ανθρωπιάς, παραλογισμού, ανθρώπινου μεγαλείου. Η Αθήνα συσσώρευσε δύναμη και αγάπη από αυτή τη γιορτή. Ίσως με τους αγώνες ταλαιπωρούμε τη συμπαθή φυλή των οδηγών, αλλά νομίζω ότι και οι ίδιοι κάνουν υπομονή. Άλλωστε, γίνονται μόνο 300 αγώνες το χρόνο σε όλη την Αθήνα (αστειεύομαι ε!)…
Μη παρεξηγήσετε την ανάγκη μας να μοιραστούμε αυτή τη χαρά και μη μας κρίνετε για τη “βλακεία” μας να ταλαιπωρούμε το σώμα μας σε ένα Μαραθώνιο.
Αν λάβεις μέρος και σταθείς στην εκκίνηση, πραγματικά δεν ξέρεις τι να πρωτοκοιτάξεις! Το γήπεδο του Μαραθώνα ήταν ασφυκτικά γεμάτο, ενώ και στη διαδρομή έχω την αίσθηση ότι μας χειροκρότησε περισσότερος κόσμος. Αυτά τα απλωμένα παιδικά χεράκια που κάνουν “hi 5” με τους δρομείς είναι τόσο αληθινά, τόσο γλυκά. Τα καλά λόγια, η καλημέρα από κατοίκους των Μεσογείων και πιο μετά, τα πλακάτ του στιλ “χαμογέλα, έχεις πληρώσει γι’ αυτό” ή “φάγατε την καμήλα, έμεινε η ουρά”. Οι κουδουνιστές στο 41ο χιλιόμετρο, αλλά και πιο νωρίς, οι DJs και οι μπάντες κρουστών, μας σπρώχνουν προς το Στάδιο.
Το Facebook γέμισε από φωτογραφίες δρομέων και βιωματικά ποσταρίσματα. Δεν είναι από έπαρση, είναι από την ομορφιά που έζησαν 50 χιλιάδες δρομείς σε όλους τους αγώνες και δυστυχώς οι όμορφες, μαζικές, στιγμές είναι λίγες πλέον. Μη παρεξηγήσετε την ανάγκη μας να μοιραστούμε αυτή τη χαρά και μη μας κρίνετε για τη “βλακεία” μας να ταλαιπωρούμε το σώμα μας σε ένα Μαραθώνιο.
Όλο αυτό μπορεί και να πηγάζει γιατί ακριβώς σε άλλους τομείς δεν μας επιβραβεύουν ποτέ, όπως στο εργασιακό περιβάλλον, όταν η μιζέρια ή η κακία μετριάζει κάθε επιτυχία, ή σε μια σχέση επιφανειακή. Στο Μαραθώνιο η επιτυχία είναι δική σου και κανείς δεν μπορεί να παρέμβει. Ξέρεις εσύ τι έκανες. Ξέρεις εσύ ότι πήγες βαθιά μέσα στον εαυτό σου.
Η πιο όμορφη ιστορία που έμαθα είναι της Κατερίνας που έτρεξε με ένα φίλο της, τυφλό, βετεράνο, δρομέα, το Νίκο. Στην εκκίνηση της προέκυψε άλλη μια δρομέας, με μειωμένη όραση και χωρίς οδηγό-δρομέα, η Ιταλίδα Guendi. Τα λόγια της Κατερίνας όμως τα λένε καλύτερα: “Πόσος τσαμπουκάς χρειάζεται για να σταθεί ανάμεσα σε 18.000 δρομείς βλέποντας θολά και να σου λέει τρέχω γιατί αγαπώ την Ελλάδα; Δεν θα γονατίσει ποτέ ένας κόσμος που μέσα του ζουν τέτοιοι άνθρωποι”.
Στο 34ο χιλιόμετρο, τη Guendi ανέλαβε να οδηγήσει ο σύζυγος της Κατερίνας, ο Πέτρος, που τους περίμενε εκεί. Τελικά τα κατάφεραν όλοι να τερματίσουν σε λιγότερο από 5 ώρες. Χρειάζεται να γράψω κάτι άλλο;
Θα γράψω και τη δική μου ιστορία για να τιμήσω τον τελευταίο των τελευταίων. Έχω, λοιπόν, τερματίσει, με έχει λούσει κρύος ιδρώτας, δεν θέλω να δω άνθρωπο (αυτό μου συμβαίνει συχνά, αλλά okay), έχω φάει και γυρίζω στο Νομισματοκοπείο να πάρω τη μηχανή. Κατεβαίνω τη Μεσογείων 16:30 το απόγευμα και τα συνεργεία μαζεύουν τα σκουπίδια και τα διάφορα υλικά του αγώνα. Ένας μικροκαμωμένος αθλητής με φανελάκι παλαιάς κοπής και εμφανώς ταλαιπωρημένος, περπατάει μαζί με μια αθλήτρια, η οποία φαίνεται δυνατή.
Τον ρωτάω αν θέλει να του δώσω κάτι για τα υπόλοιπα 7 χιλιόμετρα, η αθλήτρια απομακρύνεται και μένουμε μόνοι. Ήρεμος, κουρασμένος αλλά αξιοπρεπής, δέχτηκε το salt stick και το Powerade που είχα, με ρώτησε τι ώρα είναι και τον ρώτησα το όνομα του. Ο κύριος Γιώργος, 60 χρονών από το Ναύπλιο, δεν πήρε πιθανότατα ποτέ μετάλλιο, ούτε καταγράφηκε ο χρόνος του, καθώς μπροστά του οι τάπητες χρονομέτρησης είχαν μαζευτεί, τα τραπέζια με το νερό δεν υπήρχαν. Είμαι απόλυτα βέβαιος, όμως, ότι τερμάτισε στο Παναθηναϊκό Στάδιο μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να ξέρει ότι το μετάλλιο μου, του ανήκει.