Όταν πρωτοέφτιαξα λογαριασμούς στο Facebook και sτο Instagram πριν από περίπου δέκα χρόνια, ήταν σαν να είχε ανοιχτεί ένας καινούργιος, συναρπαστικός κόσμος επικοινωνίας. Σιγά σιγά, ο πρώτος ενθουσιασμός της αναζωπύρωσης κάποιων φιλικών επαφών καταλάγιασε κι έδωσε τη θέση του σε μια νέα περίεργη τάση: τη συνειδητή έκθεση και προβολή της προσωπικής ζωής. Άλλοι πιο διακριτικά, άλλοι πιο επιθετικά, όλοι μας –λιγότερο ή περισσότερο– αρχίσαμε να μοιραζόμαστε συνήθειες, εξόδους, ταξίδια, εικόνες από τα σπίτια και τις οικογένειές μας. Πράγματα που μέχρι πρότινος θα έμεναν ιδιωτικά.
Εκείνα τα πρώτα χρόνια της «αθωότητας» θεωρούσαμε όλο αυτό ενδιαφέρον, σχεδόν συνδετικό. Μετά έγινε συνήθεια. Και ύστερα ανάγκη, που μάλιστα χαρακτηρίστηκε ως FOMO (Fear Of Missing Out), ένας φόβος ανταγωνιστικός και βασανιστικός.
Κυριακή πρωί, πριν από λίγα χρόνια. Ξυπνάω πριν απ’ όλους. Τα μάτια πρησμένα και τα μαλλιά μου ιδρωμένα. Γύρω μου τα γνωστά: η «Λερναία Ύδρα» στοίβα με τα ασιδέρωτα, ο γάτος που αφήνει χνούδια παντού, το αδιάβαστο βιβλίο στο τραπεζάκι, το πλυντήριο πιάτων γεμάτο. «Ψυχραιμία», σκέφτομαι και μπαίνω στο Instagram για να χαζέψω λίγο. Και τότε… σοκ και δέος: μια φίλη από το λύκειο είχε μόλις ανεβάσει εικόνες από το νέο της designάτο σαλόνι, μία φιλική οικογένεια πόζαρε χαμογελαστή (OK, τα παιδιά όχι και τόσο) σε υπέροχη παραλία, μια influencer, μακιγιαρισμένη επιμελώς-άψογα-ατημέλητη, με λαμπερό μαλλί και φωτεινό χαμόγελο, έκανε πρωινή γιόγκα παίρνοντας βαθιές ανάσες ευεξίας. «Μα τι στο καλό;» σκέφτηκα. «Ζουν όλοι τόσο καθαρά, ήρεμα, τέλεια;» Ήταν η πρώτη φορά που είχα νιώσει άβολα.
Αν φτάσαμε στο σημείο να πιστεύουμε πως η ζωή μας χρειάζεται φίλτρα, λάμψη και διαρκή επιβεβαίωση για να «γράψει καλά», μήπως δεν φταίει η ζωή μας, αλλά η γωνία απ’ όπου τη βλέπουμε;
Στην αρχή προσπάθησα να το δω ως κίνητρο: για πιο τακτοποιημένο σπίτι, πιο περιποιημένη εμφάνιση, πιο ενδιαφέρουσες εξόδους. Δούλεψε ως ένα βαθμό, αλλά η «ζωή» στα social media με ξεπερνούσε διαρκώς, ματαιώνοντας τις προσπάθειές μου. Τελικά, ύστερα από λίγα χρόνια, προσγειώθηκα –απότομα μεν, λυτρωτικά δε– στην ωμή, σκονισμένη, άστρωτη πραγματικότητα κι αποφάσισα πως στο παιχνίδι «Αν δεν ανέβει στα social media, δεν έχει συμβεί» μπορώ να πω: «Ευχαριστώ, δεν παίζω!».

Ζούμε για να Καταγραφούμε;
Γιατί όμως αυτή η εμμονή με την εικόνα; Ένας βασικός λόγος είναι επειδή πλέον η εικόνα πουλάει. Κυριολεκτικά. Πίσω απ’ αυτή την τοξική τελειότητα υπάρχει μια πολύ συγκεκριμένη οικονομία. Το influencing δεν είναι πια απλώς χόμπι ή τάση: είναι «μπίζνα». Οι influencers σήμερα διαμορφώνουν απόψεις, συνεργάζονται με brands, κινούν αγορές και κερδίζουν χρήματα απ’ αυτό.
Σε πλατφόρμες όπως το Instagram και το TikTok καλλιεργείται το ιδανικό της αβίαστης τελειότητας, ένα concept όπου παρουσιάζονται όμορφοι, επιτυχημένοι, ήρεμοι άνθρωποι που φαίνεται να τα έχουν όλα και μάλιστα χωρίς φανερή προσπάθεια. Αυτό δεν είναι απλώς μη ρεαλιστικό. Είναι επιβλαβές. Καλλιεργεί ενοχή και αίσθηση ανεπάρκειας: «Γιατί εγώ δεν είμαι έτσι;». Κι όταν η πραγματικότητά μας δεν χωρά στην «ψηφιακή ταυτότητα» που προβάλλεται, αρχίζουμε να τη θεωρούμε ελλιπή.
Τελικά πόσο αγαπάμε/εκτιμούμε/παραδεχόμαστε/αποδεχόμαστε τις πλευρές της ζωής, ωπ, –και του εαυτού μας– που προτιμούμε να μην προβάλλουμε;
Και κάπως έτσι, παλεύουμε να χωρέσουμε στο κάδρο. Δεν μιλάμε απλώς για όμορφες φωτογραφίες, αλλά για ένα curated αφήγημα ζωής. Κάτι μεταξύ μάρκετινγκ και μυθοπλασίας. Φτάσαμε στο σημείο να «επιμελούμαστε» τον ίδιο μας τον εαυτό, σαν να είμαστε project προς διαρκή αξιολόγηση.

Μανάδες του Facebook
Οι γυναίκες, ήδη «εκπαιδευμένες» να απολογούμαστε διαρκώς, για το σώμα μας, την ηλικία μας, τη μητρότητα, την καριέρα ή την απουσία της, μπαίνουμε τώρα σε μια νέα πίστα αναμέτρησης, που απλώνεται σε κάθε πλευρά της ζωής μας. Η διάσημη ρήση του Καίσαρα… αντιστράφηκε. Σήμερα «η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να “είναι”. Πρέπει και να φαίνεται». Για την ακρίβεια, κυρίως «να φαίνεται»: λαμπερή, επιτυχημένη, cool, χαλαρή, με στιλ και άποψη. Και πάντα έτοιμη για story.
Στο παιχνίδι «Αν δεν ανέβει στα social media, δεν έχει συμβεί» μπορώ να πω: «Ευχαριστώ, δεν παίζω!».
Για τις μαμάδες, δε, η πίεση πολλαπλασιάζεται. Το μεγαλύτερο ποσοστό των «δημοφιλών» μητέρων στα social media δείχνουν στιγμιότυπα με χαμόγελα, «χαριτωμενιές» των πεντακάθαρων παιδιών τους, «πανεύκολες», υγιεινότατες συνταγές για σνακ, πάντα περιποιημένες και άνετες. Πού είναι όμως τα ξενύχτια, οι στιγμές μοναξιάς, οι ενοχές, η εξάντληση, τα νεύρα, τα παιδικά tantrums; Η απουσία αυτών των εικόνων καθιστά τις κανονικές μητέρες του κόσμου τούτου αόρατες και ακόμη περισσότερο μόνες και απογοητευμένες.

Από το FOMO στο GOMO
Η διαφορά ανάμεσα σε εικόνα και πραγματικότητα δεν είναι κάτι καινούργιο. Είναι η ένταση και η διαρκής επανάληψη αυτών των προτύπων που έχει γίνει ανεξέλεγκτη. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε φίλτρα, hashtags, trends, χάνεται η αλήθεια. Ότι το σπίτι δεν είναι πάντα καθαρό, ότι τα παιδιά κλαίνε, ότι τα σώματα αλλάζουν, ότι δεν είμαστε πάντα καλά.
Ακόμη και η νέα τάση που έχει μπει στο παιχνίδι, αυτή του «“χύμα”, χαλαρού, ατημέλητου, αυθεντικού –μη άψογου– εαυτού» μοιάζει performance. Πάλι φίλτρο, απλώς με ανάποδη ψυχολογία. H ιδέα παραμένει: «εκτίθεμαι άρα υπάρχω».
Αυτό που φαίνεται ενδιαφέρον είναι πως τελευταία παρατηρείται ένα «posting ennui», μια κούραση, βαρεμάρα –ίσως και μικρός θυμός–, απέναντι στην ανάγκη για διαρκή διαδικτυακή παρουσία και μάλιστα με τρόπο ενδιαφέροντα, όμορφο και «instagrammable». Μήπως συνειδητοποιούμε πως η η ζωή δεν θέλει σκηνοθεσία, αλλά παρουσία; Μήπως πλησιάζει ο καιρός για GOMO (Goal Of Missing Out);

Reality Bites (και Kαλά Kάνει)
Αυτές οι γραμμές δεν γράφτηκαν για να δαιμονοποιήσω τα social media. Ούτε δηλώνω υπεράνω. Έχω επιστρέψει σε εστιατόριο γιατί δεν φωτογράφισα/ανέβασα το υπερτέλειο πιάτο την πρώτη φορά. Και ποστάρω συστηματικά φωτογραφίες από συναυλίες. Αλλά συνειδητοποιώ πως, όλο και περισσότερο, θέλω να μπορώ να υπάρχω και χωρίς αυτά. Να μη με προσδιορίζει η online persona μου. Στην πραγματική ζωή υπάρχουν μέρες που είμαι υπέροχη. Και μέρες που νιώθω σκ@τ@. Και τα δύο είναι ΟΚ.
Και στην τελική, αν φτάσαμε στο σημείο να πιστεύουμε πως η ζωή μας χρειάζεται φίλτρα, λάμψη και διαρκή επιβεβαίωση για να «γράψει καλά», τότε μήπως δεν φταίει η ζωή μας, αλλά η γωνία απ’ όπου την βλέπουμε;
Το να επιλέγουμε να δείχνουμε προς τα έξω μια καλογυαλισμένη απομίμηση ζωής σαφώς και είναι επιλογή. Αλλά αναρωτιέμαι: Αυτό μας αξίζει; Και το κυριότερο: Τελικά πόσο αγαπάμε/εκτιμούμε/παραδεχόμαστε/αποδεχόμαστε τις πλευρές της ζωής –και του εαυτού μας– που προτιμούμε να μην προβάλλουμε;
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Ίδιο Πουκάμισο, Διαφορετικό Δράμα