Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό όταν ακούτε τις λέξεις “υφαίνω”, “ύφανση”, “υφαντό”; Πιθανολογώ πως η πρώτη σας σκέψη πηγαίνει στους παραδοσιακούς αργαλειούς και στις κουβέρτες, τα κιλίμια και τα χαλιά που έφτιαχναν οι γυναίκες των περασμένων δεκαετιών στα χωριά. Όντως, το ρήμα “υφαίνω” ορίζεται στο λεξικό ως εξής: “πλέκω νήματα (στον αργαλειό ή σε υφαντικές μηχανές) για την κατασκευή υφάσματος”. Ωστόσο, η τεχνική αυτή δεν εμφανίζεται μόνο με την παραδοσιακή μορφή της.
Στοιχηματίζω πως λίγοι γνωρίζουν την εφαρμογή της υφαντικής τέχνης στην εικαστική σκηνή και ακόμα λιγότεροι πιστεύω πως γνωρίζουν τη σχέση της υφαντικής με τη σύγχρονη τέχνη. Αυτό ακριβώς το κενό έρχεται να καλύψει το Μουσείο Μπενάκη, με την έκθεση: “Υφάνσεις: Ζωγραφική και Ταπισερί στην Ελλάδα από το 1960 έως Σήμερα”.
Ομολογώ πως κι εγώ δεν περίμενα να εντυπωσιαστώ όταν προγραμμάτισα την επίσκεψή μου στο μουσείο. Θα έλεγα πως με παρακίνησε κυρίως το ερευνητικό μου ενδιαφέρον για τις τεχνικές της υφαντικής. Διαψεύστηκα, όμως, όταν είδα πως ζωγραφική και ταπισερί ανήκουν εξίσου στο χώρο της υψηλής τέχνης. Είναι εκπληκτική η ομοιότητα που παρατηρείται μεταξύ του πρωτότυπου ζωγραφικού έργου και του αντίστοιχου υφαντού.
Στην περιγραφή των επιμελητών αναφέρεται πως η έκθεση “φιλοδοξεί να διερευνήσει τη σχέση των ταπισερί με τα έργα τέχνης […] είτε πρόκειται για ταπισερί στη δεκαετία του 1960, είτε για χειροποίητο χαλί στις δεκαετίες του 1970 και του 1980”. Τι είναι όμως η ταπισερί; Ο Γιάννης Φαϊτάκης, ο οποίος αποτελεί πρωτεργάτη της σύγχρονης υφαντικής τέχνης στην Ελλάδα, λέγοντας ταπισερί εννοεί τη “μεταφορά ενός ζωγραφικού έργου σε υφαντό”, ουσιαστικά, “πρόκειται για ζωγραφική με χρωματιστές κλωστές”.
Η έκθεση ξεκινάει με ένα εκπληκτικό έργο του Γάλλου Jean Lurҫat (1892-1966), ο οποίος “συνέβαλε καθοριστικά στην αναβίωση της ταπισερί [και] ανανέωσε την υπόσταση της κλασσικής γαλλικής ταπισερί”, ήδη από τα 1920s. Στη συνέχεια, παρατηρούμε δίπλα-δίπλα τα πρωτότυπα ζωγραφικά έργα του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, να συνομιλούν με τις αντίστοιχες ταπισερί, οι οποίες χωρίς αμφιβολία εντυπωσιάζουν για το μέγεθος, τη λεπτότητα της ύφανσης, την ακρίβεια του σχεδίου και την εξαιρετική χρωματική απόδοση.
Κατόπιν, βλέπουμε έργα του Σπύρου Βασιλείου, του Νίκου Νικολάου, του Γιάννη Μόραλη και του Γιάννη Τσαρούχη, καλλιτέχνες οι οποίοι κλήθηκαν από τον Φαϊτάκη στις αρχές της δεκαετίας του ’60, να συμβάλουν στην ιδέα του νεοσύστατου εργαστηρίου υφαντικής για τη μεταφορά ενός ζωγραφικού έργου τέχνης σε ταπισερί. Το εργαστήριο ανήκε στο Τμήμα Οικοτεχνίας της Βασιλικής Πρόνοιας και στελεχώθηκε από εξειδικευμένο προσωπικό δυναμικό, που αποτελείτο από ικανότατες τεχνίτριες της υφαντικής. Ο Γιάννης Φαϊτάκης, έχοντας σπουδάσει στις πλέον φημισμένες σχολές ταπισερί της Γαλλίας (Aubusson, Gobelins), δημιούργησε ένα εργαστήριο που ακολουθούσε με συνέπεια την εξής διαδικασία:
Αρχικά, τα ζωγραφικά έργα μεταφέρονταν από τον Φαϊτάκη σε αχνάρι (προσχέδιο της ταπισερί αποτυπωμένο σε μεγάλο χαρτόνι, κατόπιν μεγέθυνσης του πρωτότυπου σχεδίου με κάναβο). Στη συνέχεια, ο ίδιος αριθμούσε τα χρώματα στις επιφάνειες, προκειμένου να προχωρήσει η ύφανσή τους. Η ύφανση γινόταν σε οριζόντιο αργαλείο, προέλευσης Aubusson, όπου δούλευαν οι τεχνίτριες ανά δύο ή τρεις, ολοκληρώνοντας μία ταπισερί σε διάστημα ενός χρόνου περίπου. Οι κλωστές που χρησιμοποιούνταν ήταν μάλλινες και εισάγονταν από τη Γαλλία, ενώ τα στημόνια ήταν βαμβακερά. Σύμφωνα με τον Φαϊτάκη, η παραπάνω διαδικασία αποτελούσε “μία τεχνική δύσκολη, κατά την οποία η ζωγραφική μεταφέρεται, χωρίς υπερβολή, με υφαντικά παιχνίδια, για να σμίξει το ένα χρώμα με το άλλο”.
Η πρώτη έκθεση ταπισερί στην Ελλάδα έλαβε χώρα στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, στο Χίλτον, το Δεκέμβριο του 1965, με έργα των Φαϊτάκη, Βασιλείου, Νικολάου, Μόραλη, Τσαρούχη, τα οποία εκτίθενται και σήμερα στην παρούσα έκθεση.
Στα 1970s, η γκαλερί “Νέες Μορφές”, σε συνεργασία με το εργαστήριο “Τάπης” παρουσίασε χειροποίητα χαλιά σε σχέδια σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως ο Γιώργος Βακαλό, ο Ηλίας Δεκουλάκος, η Βάσω Κατράκη, ο Πάρις Πρέκας κ.ά. Τα έργα αυτά, τα οποία διατέθηκαν στην αγορά σε περιορισμένο αριθμό για να διατηρήσουν τη συλλεκτική αξία τους, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον τρόπο κατασκευής τους, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε και στην παρούσα έκθεση.
Πέραν των συνόρων, αρκετοί Έλληνες εικαστικοί που ζούσαν στο εξωτερικό πρόσφεραν στην τέχνη σπουδαία έργα υφαντικής. Δύο από αυτούς ήταν η Άλεξ Μυλωνά και ο Μάριος Πράσινος. Ο δεύτερος μάλιστα ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες που “ασχολήθηκαν συστηματικά με την τέχνη της ταπισερί”, καθώς “δημιούργησε ζωγραφικά έργα αποκλειστικά για να υφανθούν σε ταπισερί”, διατηρώντας συνεργασία με το σπουδαίο εργαστήριο της Aubusson στη Γαλλία.
Η έκθεση κλείνει με τα πλέον σύγχρονα έργα, τα οποία αφορούν κυρίως τη Fiber Art και χρονολογούνται από τα 1980s έως και σήμερα. Δημιουργημένα από ποικίλα υλικά, όπως μέταλλο, μεταλλικές κλωστές, τσουβάλι, ίνες από γιούτα, μαλλί, βαμβάκι, χαρτί, λινό, σπάγκο και καλάμι, προτείνουν μία διαφορετική, πρωτότυπη, ενδιαφέρουσα θεώρηση της υφαντικής τέχνης. Στην κατηγορία αυτή ξεχώρισα τα έργα των Βούλα Μασούρα, Τούλα Πλούμη, Δάφνη Μπαρμπαγεωργοπούλου, Μαρία Γρηγορίου, Ισμήνη Σαμανίδου, Νίκο Αλεξίου.
Διάρκεια έκθεσης: έως 16/2/2020 #MustSee