Οι γερμανικές εκλογές είναι -κατά γενική ομολογία- βαρετή υπόθεση. Σκεφτείτε τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές σε Αμερική και Γαλλία – το σασπένς χτύπαγε κόκκινο όσο πλησιάζαμε στις κάλπες. Στην περίπτωση της Γερμανίας, οι κεντροδεξιοί της Angela Merkel, η οποία κατά πάσα βεβαιότητα θα διατηρήσει την καγκελαρία, διατηρούν ένα άνετο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις και θα σχηματίσουν κυβέρνηση, συνεργαζόμενοι με έναν ή περισσότερους εταίρους.
Δεν είναι μόνο η έλλειψη αγωνίας για το αποτέλεσμα, αλλά και η ίδια η μεταπολεμική κουλτούρα των Γερμανών -η επιφυλακτικότητά τους απέναντι στη δημαγωγία και τα άκρα που τους κληροδότησε η πρόσφατη ιστορία τους- που συντελούν σε εκλογικές αναμετρήσεις πιο άχρωμες από αυτές άλλων χωρών. Άχρωμες μεν, κρίσιμες για το μέλλον της Ευρώπης δε, για μια σειρά από λόγους.
Από τη μία, η επανεκλογή της Merkel στην προεδρία, σε συνδυασμό με την εκλογή του Emmanuel Macron στη Γαλλία, σημαίνει ότι κεντρώοι ηγέτες θα έχουν την ευκαιρία να διαμορφώσουν την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την επόμενη τετραετία. Με το πώς θα μπορούσε να μοιάζει αυτή η Ευρώπη καταπιάνεται ο οικονομολόγος Barry Eichengreen σ’ ένα ενδιαφέρον άρθρο του στο Project Syndicate.
Από την άλλη, αν κρίνουμε από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, φαίνεται ότι με την είσοδο του ακροδεξιού/ευρωσκεπτικιστικού AfD στη Μπούντεσταγκ, θα έχουμε μια σημαντική αλλαγή των συσχετισμών, με την ενδυνάμωση της δεξιάς, η οποία αθροιστικά (CDU/CSU, Φιλελεύθεροι και AfD) αγγίζει το 56%, και με την αριστερά (SPD, Die Linke και Πράσινοι) να περιορίζεται στο 40%. Στις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές, δεξιά και αριστερά κόμματα που μπήκαν στη βουλή είχαν αθροιστικά τα ίδια περίπου ποσοστά (45-45).
Η στροφή αυτή, αν επιβεβαιωθεί την Κυριακή, θα έχει σίγουρα επιπτώσεις στο εσωτερικό της Γερμανίας, τις οποίες αναλύει εδώ ο Economist. Είναι όμως εξαιρετικά πιθανό να έχει επιπτώσεις και για εμάς. Η ενίσχυση της έννοιας της δημοσιονομικής πειθαρχίας αποδυναμώνει τη θέση μας στην επικείμενη διαπραγμάτευση για το ελληνικό χρέος.