Όταν γράφω, όπως έχω κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, ότι είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για την Ελλάδα να μην έχει ισχυρή αντιπολίτευση, το κάνω ανεξάρτητα από την ποιότητα της εκάστοτε κυβέρνησης. Η παρουσία μιας ισχυρής αντιπολίτευσης δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αναγκαιότητα για τη δημοκρατία.
Μια ισχυρή αντιπολίτευση λειτουργεί ως θεσμικό αντίβαρο στην κυβερνητική εξουσία, εξασφαλίζοντας ότι κανένα κόμμα ή καμία ομάδα δεν ασκεί ανεξέλεγκτη δύναμη. Η λογοδοσία αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατίας, και η αντιπολίτευση είναι ο θεματοφύλακας αυτής της αρχής. Μέσα από την κριτική, τον έλεγχο και την αμφισβήτηση, αναδεικνύονται οι αδυναμίες της διακυβέρνησης και οι παραλείψεις, κάτι που τελικά βελτιώνει το αποτύπωμα των πολιτικών στην καθημερινότητα των πολιτών.
Πέρα από την άμεση κριτική της κυβερνητικής πολιτικής, μια ισχυρή αντιπολίτευση διασφαλίζει τον πολιτικό πλουραλισμό και την πολυφωνία. Σε κάθε δημοκρατία, είναι ζωτικής σημασίας οι φωνές των μειονοτήτων και των πιο αδύναμων ομάδων να βρίσκουν έκφραση και προστασία. Μια ορατή και δυναμική αντιπολίτευση προσφέρει αυτή την εγγύηση, λειτουργώντας ως πυλώνας που ενισχύει την εμπιστοσύνη του κοινού στους δημοκρατικούς θεσμούς. Αυτή η εμπιστοσύνη είναι που εν τέλει νομιμοποιεί και την ίδια την κυβέρνηση, προσφέροντας σταθερότητα και συνέχεια στο πολιτικό σύστημα.
Εξίσου σημαντική όμως είναι και η αντιπολίτευση ως «κυβέρνηση εν αναμονή». Η προετοιμασία μιας αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης απαιτεί χρόνο και σοβαρή δουλειά. Μέσα από την άσκηση κριτικής και τον διάλογο, τα κόμματα της αντιπολίτευσης αποκτούν εμπειρία και διαμορφώνουν πολιτικές που είναι έτοιμες να υλοποιηθούν όταν έρθει η ώρα. Η ύπαρξη αυτής της ετοιμότητας είναι καθοριστική για ομαλές και σταθερές μεταβάσεις εξουσίας, κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό των ώριμων φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα παρατηρούμε την πλήρη αποδυνάμωση της αντιπολίτευσης – τόσο της αξιωματικής όσο και της ευρύτερης. Το πιο ανησυχητικό είναι η παρατεταμένη εσωστρέφεια και η διάλυση που κυριαρχεί στον κεντροαριστερό χώρο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, η κύρια αντιπολιτευτική δύναμη μέχρι πρότινος, αποτελεί την πιο απογοητευτική περίπτωση. Έπειτα από μήνες εσωκομματικής διένεξης και αλληλοκατηγοριών, μοιάζει οι εναπομείναντες υποστηρικτές του κόμματος να τάσσονται εκ νέου υπέρ ενός εξαιρετικά προβληματικού υποψηφίου, του «έκπτωτου προέδρου» Στέφανου Κασσελάκη. Ένας υποψήφιος που «αρέσει» στα μέλη ενός κόμματος που χάνει συνεχώς την επιρροή του. Οι υπόλοιπες εναλλακτικές που προτείνονται εντός του κόμματος μοιάζουν εξίσου προβληματικές, εντείνοντας το αδιέξοδο.
Στο ΠΑΣΟΚ, η κατάσταση είναι ελαφρώς καλύτερη, αλλά όχι αρκετά ώστε να αποτελεί πραγματική απειλή για την κυβέρνηση. Παρά την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος προς την κυβέρνηση, ακόμα και μετά από έξι χρόνια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Θα μου πείτε, δεν είναι σαφές ακόμα το στίγμα του ΠΑΣΟΚ για την επόμενη μέρα. Αυτό θα αποσαφηνιστεί το επόμενο διάστημα, μέσα από την ανάδειξη του επόμενου προέδρου του κόμματος.
Μόνο που, αν κρίνουμε από τις δημοσκοπήσεις, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πρόεδρος να παραμείνει εκείνος που υπήρξε ήδη πρόεδρος με καταγεγραμμένα και όχι αξιοζήλευτα αποτελέσματα σε απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις. Ή να γίνει πρόεδρος κάποιος που μοιράζεται κάτι από την ιλιγγιώδη πολιτική ανέλιξη του κ. Κασσελάκη.
Συμπέρασμα: η αντιπολίτευση δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα τι ζητάει ο κόσμος στη συγκεκριμένη περίοδο της ελληνικής πολιτικής ζωής. Η χώρα έχει περάσει τη φάση του λαϊκισμού και χρειάζεται σοβαρούς, ικανούς και αξιόπιστους ανθρώπους που θα προσφέρουν μια εναλλακτική λύση. Η επιστροφή στην εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία είναι ο μόνος δρόμος για την οικοδόμηση μιας αποτελεσματικής αντιπολίτευσης – με τα αντίστοιχα πολιτικά οφέλη και στην κάλπη.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Οι Δύο Ψυχές της Χώρας και η Άννα Διαμαντοπούλου
Όταν η Kamala Harris «Παγίδευσε» τον Donald Trump
To Κληροδότημα ή Αλλιώς τα «Ορφανά» του Ανδρέα