Το στίγμα της οικονομικής πολιτικής για τη “σεζόν” που μόλις ξεκίνησε έδωσε ο πρωθυπουργός από τη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για άλλη μια χρονιά πανδημική, στη μέση περίπου της θητείας αυτής της κυβέρνησης, που έρχεται μετά από ένα δύσκολο καλοκαίρι, που ήρθε μετά από άλλον έναν δύσκολο χειμώνα, που ήρθε μετά από ένα ακόμα πιο δύσκολο καλοκαίρι και ούτω καθεξής…
Μέτρα για Πληττόμενες Ομάδες
Τα μέτρα, με την έμφαση που έδωσαν σε φοροαπαλλαγές και στη στήριξη πληττόμενων ομάδων, εύλογα προκαλείται το ερώτημα: μπορούμε να τα αντέξουμε δημοσιονομικά; Στην πραγματικότητα, ο δημοσιονομικός χώρος για τις συγκεκριμένες πολιτικές προέκυψε από μια σειρά από πηγές.
Πρώτον, λόγω της ανάπτυξης, που είναι ταχύτερη από αυτήν που είχε προβλεφθεί στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Συγκεκριμένα, ενώ είχε προβλεφθεί ανάπτυξη ύψους 3,6% του ΑΕΠ, η χρονιά φαίνεται ότι θα κλείσει στο 5,9%, κάτι που συνεπάγεται επιπρόσθετα φορολογικά έσοδα, τα οποία εύλογα θα επιστραφούν στην οικονομία, με τον επιπρόσθετο δημοσιονομικό χώρο να υπολογίζεται σε 1,2 δισ. ευρώ.
Ο Δημοσιονομικός Χώρος
Δεύτερον, ο δημοσιονομικός χώρος αυξήθηκε ως αποτέλεσμα των αυξήσεων στις τιμές των ρύπων, οι οποίες μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2021 διπλασιάστηκαν, φέρνοντας επιπρόσθετα έσοδα στο κράτος. Αντίστοιχα, οι ανατιμήσεις πολλών αγαθών αυξάνουν τη βάση επί της οποίας εφαρμόζεται ο ΦΠΑ – άλλη μια απροσδόκητη “ενίσχυση” στο ταμείο, που μετακυλίεται πάλι πίσω στην κοινωνία, μέσα από τη δέσμη μέτρων που ανακοινώθηκε.
Τέλος, το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους τα μέτρα είναι προσωρινής φύσης και αφορούν το 2021 και το 2022 σημαίνει ότι δεν επηρεάζουν τους στόχους του 2023, τη χρονιά κατά την οποία επιστρέφει η δημοσιονομική πειθαρχία, μετά την αναστολή των σχετικών ευρωπαϊκών κανόνων που εφαρμόστηκαν λόγω της πανδημίας. Το πώς θα μας βρει η αναπόφευκτη επιστροφή στην πειθαρχεία -πόσο θα έχει αυξηθεί η παραγωγικότητα, οι επενδύσεις και η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας- είναι τελικά το στοίχημα της πολιτικής που ακολουθείται.