“Σήμερα η Ελλάδα γυρίζει σελίδα. Έχουμε μια συμφωνία που ανταποκρίνεται στις θυσίες του ελληνικού λαού.” Στο ίδιο πανηγυρικό μήκος κύματος της δήλωσης του πρωθυπουργού για το χθεσινό Eurogroup κινήθηκε και η εκτίμηση του κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου ότι πρόκειται για μια “πάρα πολύ θετική” απόφαση. Η πραγματικότητα όμως είναι λίγο διαφορετική.
Ναι, εκταμιεύσαμε την πολυπόθητη δόση. Στο θέμα όμως του χρέους πήραμε ασαφείς υποσχέσεις, οι οποίες δεν επιτρέπουν ούτε στο ΔΝΤ να συμμετάσχει προς το παρόν χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα, ούτε, πιθανότατα, στην ΕΚΤ να μας εντάξει στην ποσοτική χαλάρωση. Τα υπόλοιπα “γλυκαντικά” αφορούν επίσης ασαφείς αναφορές σε εξεύρεση και απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων για την τόνωση των επενδύσεων, ενώ η περίφημη ρήτρα ανάπτυξης έχει τα καλά της, έχει όμως και τα κακά της.
Τι λέει η ρήτρα; Ότι όσο μεγαλύτερη ανάπτυξη έχουμε, τόσο περισσότερο χρέος θα αποπληρώνουμε. Με άλλα λόγια, ότι αν επιτέλους καταφέρεις να πετύχεις έναν καλό ρυθμό ανάπτυξης, το όφελος σου -οικονομικό και πολιτικό- θα πάει στους δανειστές. Προστέθηκε λοιπόν ένα ακόμη αντικίνητρο ανάπτυξης στα ήδη υφιστάμενα.
Γιατί για κακή μας τύχη, τα κίνητρα που δημιουργούνται στην ελληνική οικονομία από τα εκάστοτε μέτρα των αλλεπάλληλων προγραμμάτων δεν μοιάζει να ενδιέφεραν ποτέ τους πιστωτές μας. Στην προκειμένη περίπτωση, αν τους ενδιέφερε το ζήτημα, θα φρόντιζαν η ρήτρα ανάπτυξης να αφορά και να μας προστατεύει μόνο από ασύμμετρα εξωτερικά σοκ. Όχι να μας τιμωρεί αν καταφέρουμε να βγούμε από την παγίδα στην οποία έχει βυθιστεί η ελληνική οικονομία.
Τέλος, αντιλαμβάνεται κανείς ότι με την πρόσφατη ελληνική καμπάνια περί μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, η έξοδος στις αγορές προϋποθέτει επίσης το εξής παράδοξο: ετοιμαζόμαστε να ζητήσουμε να μας δανείσουν εκ νέου, αφού φωνάξαμε σε όλους τους δυνατούς τόνους ότι δεν βγαίνουμε.