Σε έναν κόσμο που αλλάζει με καταιγιστικούς ρυθμούς, όπου η τεχνολογία, οι τάσεις και οι συνήθειες μεταμορφώνονται σχεδόν καθημερινά, υπάρχουν πράγματα που αξίζει –και οφείλουμε– να κρατήσουμε σταθερά. Ανάμεσά τους, η νεότερη πολιτιστική μας κληρονομιά. Είναι τα σπίτια, οι γειτονιές, τα τραγούδια, οι ιστορίες των παππούδων μας· είναι ο τρόπος που ζούσαν, αγαπούσαν, δημιουργούσαν οι άνθρωποι μιας Ελλάδας που δεν είναι πια πολύ μακριά, αλλά πολλές φορές κινδυνεύει να ξεχαστεί.
Αυτή η κληρονομιά δεν αφορά μόνο την Ελλάδα – είναι πολύτιμη για κάθε τόπο, γιατί κουβαλά τη μνήμη, την ταυτότητα, τη συλλογική ψυχή. Η προστασία της είναι πράξη σεβασμού προς την ιστορία μας, αλλά και μια επένδυση για τις επόμενες γενιές, ώστε να γνωρίζουν από πού προέρχονται ώστε να χτίζουν το μέλλον με επίγνωση και ουσία.
Με αυτό το σκεπτικό ξεκινάει και η σημερινή μας συνέντευξη με την κυρία Βίλλυ Φωτοπούλου, διευθύντρια Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Συζητήσαμε για ό,τι πιο ζωντανό και ουσιαστικό έχουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές.
Ποια είναι η σημασία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς για την ελληνική ταυτότητα και πολιτισμική συνέχεια;
Νομίζω ότι η σημασία της νεότερης πολιτιστικής κληρονομιάς είναι τεράστια. Γιατί δεν αφορά απλώς το παρελθόν ή κάτι «μουσειακό» — είναι ο πολιτισμός της καθημερινότητας. Είναι αυτό που κάνουμε κάθε μέρα, όχι μόνο σε κάποιες ξεχωριστές στιγμές του χρόνου. Πρόκειται για πρακτικές, συνήθειες, τεχνογνωσίες που έχουν έρθει από πολύ μακριά, αλλά συνεχίζουν να πλάθονται κάθε φορά που τις επιτελούμε. Και αυτό από μόνο του δείχνει πόσο ζωντανή είναι αυτή η κληρονομιά.
Εκεί είναι και το πιο ενδιαφέρον για μένα — ότι η συνέχεια τεκμηριώνεται μέσα από την αλλαγή. Όταν μιλάμε για ζωντανές πολιτισμικές παραδόσεις και άυλη πολιτιστική κληρονομιά, μιλάμε για φαινόμενα που εξαρτώνται άμεσα από τις συνθήκες της εποχής. Και επειδή αυτές οι συνθήκες αλλάζουν διαρκώς, αλλάζουν και οι ίδιες οι παραδόσεις. Αυτό, όμως, δεν είναι κάτι αρνητικό· είναι η απόδειξη ότι αυτές οι εκφράσεις παραμένουν ζωντανές και ουσιαστικές.
Η άυλη πολιτιστική κληρονομιά έχει βέβαια μια βαθιά καταγωγή, έρχεται από πολύ παλιά. Αλλά για να έχει νόημα σήμερα, πρέπει να ανταποκρίνεται στη σημερινή μας πραγματικότητα. Υφίσταται μικρές, αλλά συνεχείς μεταμορφώσεις. Κι αυτό είναι το σπουδαίο: μας επιτρέπει να αισθανθούμε τη σύνδεση με το παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα ζούμε κάτι που εξακολουθεί να μας αφορά, να μας αγγίζει, να μας ενώνει στο σήμερα.
Ποια στοιχεία της ελληνικής άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς θεωρείτε πιο εμβληματικά και γιατί;
Δεν είναι σωστό να κάνουμε διακρίσεις. Δηλαδή, δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε κάποια στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς ως σημαντικότερα από άλλα. Μπορεί να πρόκειται για έναν χορό, μια τεχνογνωσία, μια προφορική παράδοση — όλα είναι εξίσου ουσιαστικά. Δεν είναι σωστό να τα κομματιάζουμε ή να επιλέγουμε ορισμένα ως πιο αντιπροσωπευτικά.
Όλα όσα ονομάζουμε «άυλη πολιτιστική κληρονομιά» λειτουργούν ως ενιαίο σύνολο. Συχνά, μάλιστα, υλοποιούνται από τους ίδιους ανθρώπους, στον ίδιο χώρο, και αποτελούν τον πυρήνα της ταυτότητάς τους. Δεν είναι δική μας δουλειά, ως εξωτερικοί παρατηρητές ή ερευνητές, να καθορίσουμε τι είναι σημαντικό και τι όχι. Αυτό πρέπει να το κάνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι που τα βιώνουν καθημερινά.
Για τον λόγο αυτό, είμαστε πολύ διστακτικοί και δεν θέλουμε να προσεγγίσουμε την πολιτιστική έκφραση με τρόπο που διασπά την ενότητά της. Αν κάποιος μέσα από την κοινότητα θέλει να μιλήσει γι’ αυτό, είναι απολύτως θεμιτό. Όμως, από τη σκοπιά του υπουργείου ή ενός ερευνητή δεν είναι σωστό να γίνονται τέτοιες διακρίσεις. Αντιθέτως, είναι κάτι που θεωρούμε προβληματικό.
Πώς συμβάλλει το υπουργείο στη διατήρηση και αναβίωση παραδοσιακών τεχνών, εθίμων και προφορικών παραδόσεων;
Συμβάλλουμε με διάφορους τρόπους στη διαφύλαξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Ωστόσο, το βασικό και πιο έντονο πεδίο δράσης μας είναι εκείνο της καταγραφής και τεκμηρίωσης του πολιτισμικού πλούτου που διαθέτουμε. Τα τελευταία χρόνια —από το 2013, δηλαδή έχουμε ξεπεράσει τη δεκαετία— έχουμε θέσει σε εφαρμογή ένα από τα βασικά εργαλεία που μας προσφέρει η Σύμβαση της UNESCO για τη διαφύλαξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς: το Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Η τέχνη της ξερολιθιάς εγγράφηκε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της Unesco το 2024
Τι είναι αυτό το ευρετήριο; Είναι ένα αποθετήριο στο οποίο οι κοινότητες —δηλαδή οι φορείς των πολιτιστικών στοιχείων— μπορούν, με δική τους πρωτοβουλία και εφόσον το επιθυμούν, να αναρτήσουν στοιχεία της κληρονομιάς τους. Πρόκειται για μια διαδικασία συμμετοχική, που ξεκινά από τους ίδιους τους ανθρώπους και έχει σκοπό την αναγνώριση, την προβολή και τη διαφύλαξη της ζωντανής πολιτιστικής τους ταυτότητας. Γι’ αυτό και ζητούμε από τις κοινότητες όχι μόνο να καταγράψουν ένα στοιχείο, αλλά και να μας πουν ποιες θεωρούν πως είναι οι απαραίτητες ενέργειες διαφύλαξης. Δηλαδή, πώς φαντάζονται τη μετάδοση αυτού του στοιχείου στις επόμενες γενιές.
Ωστόσο, αυτό που καταγράφουμε μέσα από το Εθνικό Ευρετήριο είναι, κατ’ αρχάς, η τρέχουσα κατάσταση κάθε στοιχείου: αν απειλείται, αν υπάρχει κίνδυνος να εκλείψει. Και εδώ θέλω να πω κάτι σημαντικό: η αλλαγή δεν είναι κάτι που φοβόμαστε. Το αντίθετο — τη θεωρούμε αναγκαία. Αν δεν αλλάξει κάτι, όταν όλα γύρω του αλλάζουν, τότε απλώς θα πάψει να υπάρχει.
Η αλλαγή είναι αυτή που εξασφαλίζει τη συνέχεια, τη μετάδοση. Κάποιες φορές, η αλλαγή έρχεται απότομα και βίαια, χωρίς τον απαραίτητο χρόνο για προσαρμογή — και αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό στις παραδοσιακές τεχνογνωσίες. Αλλάζουν τα υλικά, οι συνήθειες, οι ανάγκες. Παλιότερα, ένας τσαγκάρης μπορούσε να εξυπηρετήσει ολόκληρη κοινότητα· σήμερα το επάγγελμα αυτό έχει σχεδόν χαθεί, περιοριζόμενο σε επιδιορθώσεις.
Ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η άυλη πολιτιστική κληρονομιά σήμερα στην Ελλάδα;
Η Ελλάδα είχε ισχυρή παράδοση στη βιοτεχνική και βιομηχανική παραγωγή υποδημάτων, βασισμένη σε εξαιρετικούς τεχνίτες. Όμως, με τον καιρό αυτή η παράδοση εγκαταλείφθηκε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν ήμουν μικρή, ότι συγγενείς μας από την Αμερική ζητούσαν ελληνικά παπούτσια, τα θεωρούσαν ποιοτικά και ξεχωριστά. Αντίθετα, χώρες όπως η Ισπανία και η Γερμανία επένδυσαν στους τεχνίτες τους. Η Ισπανία ανανέωσε την παράδοση με σύγχρονο design και νέα υλικά, ενώ η Γερμανία στήριξε την ανάπτυξή της σε ένα δυνατό σύστημα τεχνικής εκπαίδευσης.
Εδώ τώρα βρίσκεται η μεγάλη απειλή: όταν μπαίνουμε απότομα σε μια μεγάλη αγορά, με φθηνότερα εισαγόμενα προϊόντα, χωρίς να προστατεύσουμε κατάλληλα τη δική μας παραγωγή, χάνουμε όχι μόνο επαγγέλματα, αλλά και την πολιτισμική ταυτότητα. Ο πολιτισμός δεν «κάθεται στα σύννεφα» — είναι κάτι που συμβαίνει καθημερινά. Και αυτό το κομμάτι της ταυτότητάς μας, της δημιουργίας, το έχουμε αφήσει πίσω.
Ο πρώτος και ίσως μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να μην αντιλαμβανόμαστε την αξία αυτής της κληρονομιάς. Για κάποιο λόγο, συχνά θεωρούμε πως ό,τι είναι παλιό δεν έχει πια σημασία, ενώ τα καινούργια μας εντυπωσιάζουν. Παθαίνουμε έναν «ενθουσιασμό του νέου», που μας κάνει να απορρίπτουμε το παρελθόν. Αυτό όμως φέρνει αμνησία, δημιουργεί χάσματα στη συνέχεια και στη μνήμη μας.
Κι αυτά τα χάσματα δεν θα υπήρχαν αν είχαμε μια πιο σταθερή αίσθηση της ταυτότητάς μας — αν ξέραμε από πού ερχόμαστε και πώς μπορούμε να μεταφέρουμε αυτό το παρελθόν στο σήμερα. Γιατί η ταυτότητα δεν είναι κάτι που μας επιβάλλεται απέξω· είναι επιλογή, είναι κάτι που εμείς οι ίδιοι φέρουμε, αν βεβαίως το θέλουμε.
Υπάρχουν επιτυχημένα παραδείγματα τοπικών κοινοτήτων που έχουν συμβάλει ενεργά στη διατήρησή της; Θα μπορούσατε να μας αναφέρετε κάποια;
Είναι πραγματικά πάρα πολλά τα στοιχεία που έχουν καταγραφεί, και δεν είμαι σε θέση αυτή τη στιγμή να αναφέρω συγκεκριμένα παραδείγματα. Όμως, έχει σημασία να τονίσουμε κάτι: οτιδήποτε εντάσσεται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς δεν είναι κάτι που έχουμε επιλέξει εμείς. Αν και τα Δελτία Εγγραφής περνούν έναν βασικό έλεγχο, η επιλογή και η πρόταση δεν είναι δική μας.
Έχουν καταγραφεί ήδη περίπου 160 στοιχεία στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, και όλα έχουν προέλθει από πρωτοβουλίες ανθρώπων ή κοινοτήτων που θέλησαν να δηλώσουν: «Αυτό είναι μέρος της ταυτότητάς μας και θέλουμε να το προστατεύσουμε». Η επιλογή δεν γίνεται από εμάς· εμείς απλώς απευθύνουμε δημόσια πρόσκληση και εξετάζουμε τις προτάσεις που μας υποβάλλονται.
Η συμμετοχή είναι εθελοντική και πολλές φορές συνοδεύεται από αιτήματα υποστήριξης για τη διαφύλαξη των στοιχείων. Ωστόσο, υπάρχει συχνά σύγχυση γύρω από τον όρο «άυλη πολιτιστική κληρονομιά», καθώς είναι ένας σχετικά πρόσφατος τεχνητός όρος που καθιερώθηκε με τη Σύμβαση της UNESCO. Στην Ελλάδα, τον προσεγγίζαμε κυρίως μέσα από την έννοια του λαϊκού πολιτισμού.

Η Μεσογειακή Διατροφή εντάχθηκε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO το 2013 κατόπιν υποβολής κοινού φακέλου υποψηφιότητας με την Κύπρο, την Κροατία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιταλία, το Μαρόκο και την Πορτογαλία
Πώς ενσωματώνεται η άυλη πολιτιστική κληρονομιά στην εκπαίδευση, ώστε να περάσει στις επόμενες γενιές;
Η εκπαίδευση για την άυλη πολιτιστική κληρονομιά γίνεται τόσο μέσα από το σχολείο ως τυπική εκπαίδευση όσο και μέσα από την καθημερινή ζωή, αναφερόμενη ως άτυπη βιωματική εκπαίδευση, όπως σε οικογενειακά τραπέζια ή πανηγύρια.
Οι δύο μορφές συχνά συνδέονται. Στο σχολείο, ιδιαίτερα στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον. Αυτό φάνηκε από τη θετική ανταπόκριση στα εκπαιδευτικά προγράμματα που δημιουργήσαμε, με κορυφαίο ένα εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, που εκδόθηκε πρόσφατα.
Αφορμή ήταν ένα επιτυχημένο πρόγραμμα στο Ράλλειο Λύκειο Θηλέων Πειραιά, το οποίο είχε ξεκινήσει από μία εφαρμογή που δημιούργησε μία καθηγήτρια, με δική της πρωτοβουλία, όπου το ρεμπέτικο εντάχθηκε διαθεματικά στα μαθήματα. Το παράδειγμα αυτό, μαζί με δράσεις από άλλα σχολεία, αξιοποιήθηκε για τη δημιουργία του εγχειριδίου, το οποίο δίνει σαφή βήματα για την ενσωμάτωση της άυλης κληρονομιάς στην εκπαιδευτική διαδικασία. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία με μεγάλη δυναμική και μέλλον.
Έχετε κάποιο μότο;
Το ελπιδοφόρο είναι πως, ύστερα από 15 χρόνια δουλειάς, βλέπουμε πλέον τον αντίκτυπο όσων κάναμε. Υπάρχει απήχηση, ενδιαφέρον, διάλογος, κάτι που πριν από μία δεκαετία έμοιαζε αδιανόητο ή κάτι εξωτικό.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
«Emerald Paintings» | Βουτώντας στο Σμαραγδί της Στέλλας Καπεζάνου