Τον πρώτο καιρό, το βλέμμα έπεφτε πάνω στο γιαπί γεμάτο περιέργεια. Σιγά σιγά, η ματιά σάρωνε το τετράγωνο βιαστικά, αφηρημένα, αμήχανα. Αργότερα, η αμηχανία έγινε ανησυχία. Ένας ανοιχτός λογαριασμός στο κέντρο της πόλης ήταν η Εθνική Πινακοθήκη όλα αυτά τα χρόνια που παρέμεινε κλειστή. Άραγε, μας έλειψε;
Το 1871, για τα 50 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, φιλοτεχνήθηκαν στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών ο ανδριάντας του Ρήγα Φεραίου, του Κοραή, του Καποδίστρια, του Γρηγορίου Ε’.
Το πρόταγμα για τη δημιουργία των γλυπτών ήταν μάλλον η εθνική ενότητα και όχι η διακοσμητική λειτουργία τους στην πόλη. Ήταν η άμβλυνση των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και όχι η “αγαλλίαση” στη θέα των αγαλμάτων. Παρ’ όλα αυτά, η τέχνη ήταν εκείνη που έδωσε σχήμα και μορφή στους συμβολισμούς εκείνων των εορτασμών. Και ύστερα από τόσα χρόνια, αν αναζητήσουμε το αποτύπωμά τους στην πόλη, η τέχνη είναι εκείνη που διασώζει την ιστορική μνήμη της επετείου.
Στην εκατονταετηρίδα, με τη Μικρασιατική εκστρατεία σε εξέλιξη, οι εορτασμοί αναβλήθηκαν, για να γίνουν, τελικά, το 1930, στα 100 χρόνια από την ανεξαρτησία. Η Κεντρική Επιτροπή Εκατονταετηρίδας προέκρινε την ανέγερση “Ηρώου” της Επανάστασης στο Πεδίον του Άρεως, το οποίο τελικά δεν έγινε ποτέ. Όμως, λίγα χρόνια αργότερα, φιλοτεχνήθηκαν και στήθηκαν στο πάρκο οι προτομές της Λεωφόρου των Ηρώων. Η τέχνη ήταν εκείνη που σφράγισε και πάλι τη μνήμη της επετείου στο σώμα της πόλης.
Ας παρακάμψουμε τους εορτασμούς των 150 χρόνων από τη Χούντα, το 1971, που κύριο σκοπό είχαν τον “φρονηματισμό της μαθητιώσης και σπουδαζούσης νεολαίας διά της βιώσεως του θρυλικού Έπους, με τις εικόνες των αγωνιστών στα σχολεία εις ειδικάς υαλοφράκτους κορνίζας”, αλλά και με παράτες που δεν είχαν σχέση ούτε με την ιστορία ούτε με την καλλιτεχνική έκφραση.
Στους φετινούς εορτασμούς για τα 200 χρόνια, μεταξύ άλλων, άνοιξε πανηγυρικά η είσοδος της Εθνικής Πινακοθήκης. Οι πρώτες εικόνες από τους θησαυρούς της κατέκλυσαν τις ψηφιακές οθόνες: επιλεγμένα έργα της περιοδικής έκθεσης “Το 1821 στη ζωγραφική. Η Ελλάς απαιτεί την ιστορικήν Πινακοθήκην της”.
H Ελλάς Aπαιτεί την Iστορικήν Πινακοθήκην της…
Όπως διαβάζουμε σε άρθρο της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, το 1844 ο πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης, απευθυνόμενος στους αδελφούς Μαργαρίτη, τον Γεώργιο και Φίλιππο, που πρόσφατα είχαν επιστρέψει από τις σπουδές τους στο εξωτερικό και στους οποίους είχε παραγγείλει ένα αντίγραφο της “μεγαλογραφίας” του Καραϊσκάκη για το γραφείο του, διαμήνυσε: Εργασθείτε διότι η Ελλάς απαιτεί την ιστορικήν πινακοθήκην της…
Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να δημιουργηθεί, το 1878, ο πρώτος πυρήνας της Πινακοθήκης, ως παιδαγωγικό παράρτημα του Σχολείου των Τεχνών. Ανατρέχοντας στις ιστορικές ημερομηνίες της χρονιάς, στεκόμαστε σε δύο καταγραφές, που μαζί αποτελούν μια μοιραία σύμπτωση: τη χρονιά εκείνη θα γεννιόταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης και θα εγκατέλειπε τα εγκόσμια ο Θεόδωρος Βρυζάκης. Και οι δυο, με διαφορετική ματιά, τεχνοτροπία και αντίληψη, πλούτισαν αυτή την “ιστορική πινακοθήκη”.
Στη νέα ιστοσελίδα της Εθνικής Πινακοθήκης αναφέρεται πως ο θεσμικός ρόλος της, εκτός των άλλων, είναι και η αυτογνωσία των Ελλήνων με τη βοήθεια της ιστορίας της τέχνης, η οποία εκφράζει σε συμβολικό επίπεδο τον εθνικό βίο. Το αίτημα της ιστορικής μνήμης και της διέγερσης της εθνικής συνείδησης επίκαιρο πάντα.
Η Δική Μου “Ιστορική Μνήμη”
Αφήνοντας κατά μέρος τις ισχυρές ιδεολογικές, πολιτικές και αισθητικές προεκτάσεις, διαφορετικές σε κάθε περίοδο, για τους ιστορικούς και τους κριτικούς τέχνης, θα σταθώ στις δύο αυτές λέξεις για να αντιπαραβάλω τη δική μου “ιστορική μνήμη”, που διαμόρφωσε όχι την αυτογνωσία της ελληνικής ταυτότητάς μου, αλλά την αγάπη μου για τους μουσειακούς χώρους ανά τον κόσμο. Που γεννήθηκε στους διαδρόμους της παλιάς Πινακοθήκης, εκείνης που ασφυκτιούσε στον περιορισμό που έθεταν τα τετραγωνικά της, που την προσπερνούσε ο χρόνος θέτοντας τα δικά του αιτήματα.
Φοιτήτρια στην Αθήνα τη δεκαετία του ’80, παιδί της επαρχίας, με γνώσεις περί τέχνης θολές και εικόνες έργων από σελίδες αμφιβόλου ποιότητας έντυπων συλλογών. Αλλά και από τις σελίδες των σχολικών βιβλίων – εικόνες από τα έργα του Μαργαρίτη, του Γύζη, του Λύτρα, του Ιακωβίδη. Μόνο που, παιδιά γαρ, δεν ξεχωρίζαμε αν τα έργα αυτά ήταν αυθύπαρκτα ή αν συνόδευαν ως εικονογράφηση τη βαρετή, συνήθως, εξιστόρηση των βιβλίων. Άραγε, αναφερόταν το όνομα των ζωγράφων;
Όταν σκέφτομαι ύστερα από τόσα χρόνια εκείνη τη μέρα στην Πινακοθήκη, αυτό που κρατώ ως πολυτιμότερο δεν είναι η “μύηση”. Είναι η έννοια “καταφύγιο”.
Η μέρα που αποφάσισα για πρώτη φορά να επισκεφτώ την Πινακοθήκη, ύστερα από προτροπή αγαπημένης φίλης, ήταν δύσκολη. Με μυαλό κουβάρι και καρδιά συννεφιασμένη, μέσα μου η ένταση ξεχείλιζε, ποτάμι που φούσκωνε. Ψάχνοντας διαφυγή, περπάτησα ως εκεί και αναζήτησα καταφύγιο.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ορμά έφιππος προς την Ακρόπολη, Γιάντες, Τα πρώτα βήματα, Το ψαριανό μοιρολόι, Το φίλημα, Παιδική συναυλία, Μετά την καταστροφή των Ψαρών…
Οι εικόνες των βιβλίων αυθύπαρκτες. Μπροστά στα μάτια μου.
Στην απόλυτη σιωπή μιας καθημερινής μέρας στην Πινακοθήκη συντελέστηκε η ιεροτελεστία της δικής μου μύησης στον κόσμο της τέχνης, στο “άσυλο” των μουσείων.
Η ένταση κόπασε. Αναζήτησα ξανά και ξανά το καταφύγιο της Πινακοθήκης. Για να δω και να εξερευνήσω όλες τις συλλογές. Ανακάλυψα –και αγάπησα πολύ– τον Χατζηκυριάκο Γκίκα, τον Γιάννη Μόραλη.
Τα επόμενα χρόνια, επισκέφτηκα εκθέσεις, μόνιμες και περιοδικές, σε μεγάλα μουσεία του κόσμου, διάβασα πολύ, η ματιά εκπαιδεύτηκε, η κρίση οξύνθηκε, η αναζήτηση εμβάθυνε, η τέχνη, ένας γνωστός άγνωστος κόσμος ακόμα και τώρα, έγινε πεδίο αέναης εξερεύνησης και στέρεας αισθητικής απόλαυσης.
Παρ’ όλα αυτά, όταν σκέφτομαι ύστερα από τόσα χρόνια εκείνη τη μέρα στην Πινακοθήκη, εκείνο που κρατώ ως πολυτιμότερο δεν είναι η “μύηση”. Είναι η έννοια “καταφύγιο”.
Μόνο ως καταφύγια μπορώ να αντιληφθώ έκτοτε τα μουσεία, γεμάτα με θραύσματα της ιστορίας του πολιτισμού σε ειρηνική συνύπαρξη, μονάδες ενός παγκόσμιου ιστού με έργα κοινής κληρονομιάς που συνομιλούν, διαφωνούν, αντιπαραβάλλουν, ανατρέπουν. Προστατευμένα από τη φθορά. Αναστολείς της δικής μας φθοράς. Κιβωτοί ιστορικής μνήμης. Γιατί πάντα η τέχνη νικάει τον χρόνο.