Το πρώτο κύμα της πανδημίας του Covid-19 πέρασε. Οι συνέπειές της για τη δημόσια υγεία μετριάστηκαν δραστικά, χάρη στην πανθομολογούμενη ετοιμότητα της κυβέρνησης να λάβει εγκαίρως τα ενδεδειγμένα μέτρα, αλλά και στην ικανότητά της να κερδίσει την εμπιστοσύνη και το φιλότιμο των πολιτών σε μία δοκιμασία διαρκείας, μια δοκιμασία αντοχής.
Ήταν αυτονόητο ότι θα γινόταν το σωστό; Ήταν εύκολο; Νομίζω ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική. Ούτε αυτονόητο ήταν, ούτε εύκολο. Για να φτάσεις στην απόφαση να “παγώσεις” την οικονομία, να περιορίσεις την ελευθερία μετακίνησης των πολιτών (την πιο κλασική ίσως πραγμάτωση της ελευθερίας) και να αναπτύξεις και υλοποιήσεις με ταχύτητα και χωρίς να υπολογίζεις κόστη ένα σχέδιο γενναίας ενίσχυσης του ΕΣΥ, αλλά και έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης των πληττόμενων ομάδων, πρέπει να έχεις βρεθεί αντιμέτωπος με τον υπαρκτό κίνδυνο μιας επερχόμενης ανθρωπιστικής κρίσης.
Από εδώ και πέρα η πρόκληση απευθύνεται στους πολίτες. Να συμπεριφερθούν με ωριμότητα στη διαχείριση της χειραφέτησής τους.
Πρέπει να μην είναι κανείς απ’ αυτούς που γνωρίζουν και τους πέφτει λόγος σε θέση να σε διαβεβαιώσει ή έστω να σε καθησυχάσει για το αντίθετο. Δεν αρκούσε όμως η λήψη της σωστής απόφασης. Έπρεπε αυτή, αφού τεκμηριωνόταν στα πορίσματα της επιστήμης, αλλά και της τρέχουσας πραγματικότητας διεθνώς, να προβληθεί πειστικά στους πολίτες και να υλοποιηθεί με την συντονισμένη εκτέλεση παράλληλων δράσεων σε επίπεδο διυπουργικό και όχι μόνο. Ταυτόχρονα με αυτό, όπως είναι αναγκαίο σε μια σύγχρονη δημοκρατία, έπρεπε να γίνεται τακτική, πλήρης και υπεύθυνη ενημέρωση του λαού για την εξέλιξη της πανδημίας και τα αποτελέσματα της προσπάθειας που βρισκόταν (και βρίσκεται ακόμη) σε εξέλιξη.
Η ενημέρωση ήταν και είναι υποδειγματική, προστάτευσε αποτελεσματικά τους πολίτες, διέλυσε αμφιβολίες, φόβους ή παρανοήσεις και, τελικά, μακροπρόθεσμα κερδισμένη από αυτή την εμπειρία είναι η ίδια η δημοκρατία. Τέλος, έπρεπε να υπάρξουν χειροπιαστά αποτελέσματα σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο, βάσει ενός χρονοδιαγράμματος προβλέψεων, που οι ειδικοί κατήρτισαν.
Η κυβέρνηση λοιπόν έριξε “το γάντι της υπευθυνότητας” στους πολίτες. Ο πρωθυπουργός, με τον κοινωνικά ευαίσθητο, διαπαιδαγωγητικό του λόγο, αλλά και με τις αποφάσεις του έδειξε το δρόμο. Η Ελληνική Δημοκρατία πήγε ένα βήμα μπροστά, εισέπραξε τη διεθνή αναγνώριση και αποτέλεσε πρότυπο ορθής αντιμετώπισης μίας πολύ δύσκολης κατάστασης. Από δω και πέρα η πρόκληση απευθύνεται στους πολίτες. Να συμπεριφερθούν με ωριμότητα στην διαχείριση της χειραφέτησής τους. Το κράτος θα συνεχίσει να κάνει τη δουλειά του και οι πολίτες θα καλούνται να εκπέμψουν στην ίδια συχνότητα: της ευθύνης, της προνοητικότητας, της συλλογικής ευαισθησίας.
Γνωρίζουν πλέον περισσότερα από πριν και ξέρουν πώς να μειώσουν ή και να εκμηδενίσουν ακόμη τον κίνδυνο μιας ανεξέλεγκτης διασποράς του ιού, ενός δεύτερου και ενδεχομένως μοιραίου για το μέλλον της χώρας κύματος πανδημίας. Δεν έχουμε παρά να αποδείξουμε ότι θα συνεχίσουμε να αγαπάμε την πατρίδα, θα συνεχίσουμε να λογαριάζουμε τον άγνωστο διπλανό μας, θα συνεχίσουμε να είμαστε υποψιασμένοι, ψύχραιμοι μεν, υποψιασμένοι δε.