Η «Μεγάλη Απόδραση» του Sebastian Meise με τον Franz Rogowski είναι ένας ύμνος στην ελευθερία του πνεύματος, που κανείς και ποτέ δεν μπορεί να αιχμαλωτίσει, ακόμη κι αν κάποιος, όπως ο ήρωας της ταινίας, ο ομοφυλόφιλος Χανς, περάσει όλη του τη ζωή μέσα στη φυλακή.
Μεγάλη Απόδραση | Sebastian Meise | Franz Rogowski, Georg Friedrich, Anton von Lucke | Αυστρία, Γερμανία
Ο Χανς έχει περάσει σχεδόν όλη του τη ζωή κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους: από το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στις φυλακές της μεταπολεμικής Γερμανίας. Καταδικάζεται όχι επειδή έχει κάνει κάποιο ειδεχθές έγκλημα, αλλά γιατί η σεξουαλική του ζωή θεωρείται εγκληματική. Και για το ναζιστικό καθεστώς, που ως γνωστόν έστελνε και τους ομοφυλόφιλους στα κάτεργα, και για τις μεταπολεμικές κοινωνίες Ευρώπης και Αμερικής που είχαν ποινικοποιήσει αυτήν τη σεξουαλική έκφραση.
Ο Χανς λοιπόν, αφού καταφέρνει να γλιτώσει από τα ναζιστικά κάτεργα, και έπειτα από λίγες στιγμές ελευθερίας, επιστρέφει στη φυλακή έχοντας στο χέρι του χαραγμένο το νούμερο 175. Είναι ο αριθμός που αντιστοιχεί στη διάταξη η οποία χαρακτήριζε την ομοφυλοφιλία ποινικό αδίκημα. Είναι το νούμερο που τον αναγκάζει να αποκαλύπτει, θέλει δεν θέλει, κομμάτι της ζωής του. Είναι η στάμπα που προκαλεί οργή στους αδαείς, προκατειλημμένους, συντηρητικούς άνδρες που θεωρούν τη συνύπαρξή τους με έναν γκέι απειλή για τον ανδρισμό τους.
Ο Χανς είναι ένας τρυφερός άνθρωπος που προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε τρόπο σε μια κοινωνία που αρνείται σαδιστικά να τον αφήσει στην ησυχία του να ζήσει όπως θέλει. Αυτό είναι το μόνο που επιδιώκει. Να μην υποκύψει στο σύστημα που, χωρίς κανένα δισταγμό και καμιά αιτιολογία, θέλει να τον αφανίσει.
Ο νεαρός Χανς, όμως, ούτε κρύβεται ούτε ντρέπεται. Στο όνομα της προσωπικής του ελευθερίας, ακόμη και μέσα στη φυλακή, προτιμά να καταλήξει στην απομόνωση, λέγοντας και κάνοντας αυτό που ορίζει η συνείδησή του, παρά να σκύψει το κεφάλι σε αυτό που οι άλλοι επιχειρούν να του επιβάλλουν. Προτιμά να είναι αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο μεγαλύτερης τιμωρίας παρά να αποποιηθεί της ευθύνης του όταν τα πράγματα πάνε στραβά. Όπως έγινε όταν οι φύλακες ανακάλυψαν ότι ο συγκρατούμενός του, ο Βίκτορ, του είχε σβήσει το τατουάζ με τον αριθμό 175 από το χέρι, φτιάχνοντας πάνω στη χαρακτηριστική στάμπα ένα άλλο σχέδιο, και πήρε όλη την ευθύνη και τις συνέπειές της πάνω του, πράξη που έβαλε τα θεμέλια μιας ισχυρότατης φιλίας ανάμεσα στους δύο άνδρες.
Ο χαρακτήρας του Χανς, που υποδύεται παραδειγματικά ο Franz Rogowski, τον οποίο είχαμε δει πριν από μερικούς μήνες και στη «Νύμφη του Νερού», δεν είναι αυτός ενός αδιάλλακτου επαναστάτη. Δεν προσπαθεί να επιβάλλει τις επιλογές του. Ούτε να δυναμιτίσει ένα σύστημα που τον τσακίζει χωρίς λόγο και αιτία. Ο Χανς είναι ένας τρυφερός άνθρωπος που προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε τρόπο σε μια κοινωνία που αρνείται σαδιστικά να τον αφήσει στην ησυχία του να ζήσει όπως θέλει. Αυτό είναι το μόνο που επιδιώκει. Να μην υποκύψει στο σύστημα που, χωρίς κανένα δισταγμό και καμιά αιτιολογία, θέλει να τον αφανίσει.
Γι’ αυτό είναι σπουδαία η ταινία του Sebastian Meise, η οποία, μεταξύ άλλων, απέσπασε και το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Γιατί, χωρίς φλυαρία, σκηνοθετικά και σεναριακά τερτίπια που εκβιάζουν το συναίσθημα του θεατή, μελοδραματισμούς και διδαχές, και με ήρωα έναν άνθρωπο που έζησε όλη του τη ζωή στο περιθώριο, γιατί η κοινωνία τον ανάγκασε, μιλά, σε πείσμα των καιρών, για τη μεγαλύτερη αξία της ανθρώπινης υπόστασης: το ελεύθερο πνεύμα.
Διαβάστε ακόμη στην αθηΝΕΑ: