Επτά καρέκλες, επτά μικρόφωνα, επτά ποτήρια νερό, επτά άνδρες, καμία γυναίκα. Γνώριμο σκηνικό.
Οι εικόνες είναι συχνά πιο δυνατές από τα λόγια. Μιλούν στο υποσυνείδητό μας και αναπαράγουν στερεότυπα και προκαταλήψεις χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε. Τι μας λέει το γεγονός ότι, σε δημόσιες συζητήσεις πάσης φύσεως, πάρα πολύ συχνά, το πάνελ των ομιλητών απαρτίζεται αποκλειστικά και μόνο από άνδρες;
Θα μου πείτε, έτυχε. Θα σας πω μπορεί, εν προκειμένω. Όταν όμως κάτι τυχαίνει συνέχεια, και όταν στην Ελλάδα -πάλι τυχαίνει;- να είμαστε τελευταίοι στον Ευρωπαϊκό Δείκτη για την Ισότητα των Φύλων, τότε κάτι, αν μη τι άλλο, σε αυτή την εικόνα οφείλει να μας προβληματίσει.
Σήμερα θέλω να σας μιλήσω για μια δέσμευση στην οποία προχώρησε η αθηΝΕΑ, υπογράφοντας το pledge της Women Act Όχι Μόνο Άνδρες | No More Manels, το οποίο καλεί οργανισμούς να δεσμευθούν να “προωθούν τις γυναίκες ως ομιλήτριες στις δημόσιες συζητήσεις που διοργανώνουν ή στις οποίες συμμετέχουν”. Εκτός από την αθηΝΕΑ, τη δέσμευση έχει ήδη υπογράψει ο ΕΛΙΑΜΕΠ και είμαι σίγουρη ότι η λίστα των pledgers θα μεγαλώνει καθημερινά, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για τη συμμετοχή των γυναικών στη δημόσια σφαίρα.
Θα ήθελα επίσης να σας πω γιατί πιστεύω ότι μια τέτοια κίνηση έχει τόση σημασία, αλλά και πόσο θετικά πιστεύω ότι μπορεί να επιδράσει η έννοια της αυτοδέσμευσης στο να πετύχουμε μια πιο ισότιμη εκπροσώπηση του πληθυσμού σε όλα τα επίπεδα.
Στην πράξη όμως, οι καλές προθέσεις αποδεικνύεται ότι δεν είναι αρκετές. Το μυαλό πάει στους ανθρώπους που ξέρουμε, σε αυτούς που έχουμε ήδη δει και ακούσει, σε αυτούς που πετύχαμε πάλι σε μια απογευματινή συγκέντρωση. Είναι άξιοι και με το παραπάνω, είναι διαθέσιμοι και ο χρόνος μας πιέζει. Να σου λοιπόν πώς προέκυψε το “manel” πριν καλά-καλά το καταλάβουμε.
Να ξεκινήσω με μια ευχή: κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον μια τέτοια δέσμευση να συμπεριλαμβάνουμε γυναίκες σε συζητήσεις, να μην είναι πια απαραίτητη. Να πάει κατευθείαν το μυαλό μας στους άξιους ανθρώπους που είναι οι πλέον κατάλληλοι για να συζητήσουν δημόσια ένα θέμα και, κατά μέσο όρο, οι άξιοι αυτοί άνθρωποι να είναι άντρες και γυναίκες στην ίδια περίπου αναλογία που τους βρίσκουμε και στο γενικό πληθυσμό. Σήμερα αυτό δεν συμβαίνει και το γιατί είναι ασφαλώς συνάρτηση πολλών παραγόντων.
Ας βάλουμε στην άκρη τις περιπτώσεις εκείνων που ενεργά επιθυμούν να κρατήσουν τις γυναίκες μακριά από τη δημόσια σφαίρα – πιστεύω ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι οργανισμοί που διοργανώνουν τέτοιου είδους δημόσιες συζητήσεις και εκδηλώσεις δεν έχουν καμία τέτοια πρόθεση. Αντιθέτως, τους ενδιαφέρει να έχουν πιο αντιπροσωπευτικά πάνελ, αλλά και να φέρνουν φρέσκα πρόσωπα στο προσκήνιο, που θα εμπλουτίσουν και το περιεχόμενο της συζήτησης.
Στην πράξη όμως, οι καλές προθέσεις αποδεικνύεται ότι δεν είναι αρκετές. Το μυαλό πάει στους ανθρώπους που ξέρουμε, σε αυτούς που έχουμε ήδη δει και ακούσει, σε αυτούς που πετύχαμε πάλι σε μια απογευματινή συγκέντρωση. Είναι άξιοι και με το παραπάνω, είναι διαθέσιμοι και ο χρόνος μας πιέζει. Τυχαίνει να είναι άνδρες και η μία γυναίκα που καλέσαμε να συμμετάσχει δεν είπε κατευθείαν το ναι. Να σου λοιπόν πώς προέκυψε το “manel” πριν καλά-καλά το καταλάβουμε.
Όταν μάλιστα κάποιος μας το επισημάνει, τείνουμε να γίνουμε και λίγο αμυντικοί – άλλωστε ξέρουμε ότι η πρόθεσή μας ήταν εκεί, ήταν καλή: θέλαμε να συμπεριλάβουμε και να αναδείξουμε γυναίκες. Εμείς φταίμε που δεν μας ήρθαν περισσότερες στο νου; Εμείς φταίμε που αρνήθηκαν την πρόσκλησή μας; Εμείς φταίμε που εκείνες μένουν στο περιθώριο; Μήπως προτιμούν τελικά οι ίδιες πιο “αφανείς” ρόλους; Μήπως διστάζουν να προβληθούν; Μήπως θα έπρεπε να έχουν φροντίσει να τις ξέρουμε; Μήπως φταίνε εκείνες, τελικά, που έχουμε “manels”;
Πιστεύω πολύ στην αυτενέργεια και τη δυνατότητα του ατόμου, ανεξαρτήτως φύλου, να πετύχει τους στόχους που θέτει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είμαι σε θέση να καταλάβω ότι υπάρχουν συστημικά εμπόδια και παράγοντες που οδηγούν στη διαιώνιση ανισοτήτων. Το ζητούμενο είναι ως κοινωνία, πολιτεία, εργοδότες και άνθρωποι να εντοπίζουμε τα εμπόδια αυτά και να τα εξουδετερώνουμε – να μην είναι πια τα όνειρά μας (είτε είμαστε άντρες είτε γυναίκες) δέσμιοι αυτών.
Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, ξέρω γιατί το ζω η ίδια, ότι δεν είναι πάντα εφικτό για μια γυναίκα στα 30, στα 40 και στα 50 της, που έχει πράγματα να πει, γνώσεις και εμπειρίες να συνεισφέρει στο δημόσιο διάλογο, να βρει το βήμα για να το κάνει και ένα κομμάτι αυτής της δυσκολίας είναι και πρακτικό. Οι συζητήσεις αυτές τείνουν να λαμβάνουν χώρα τα απογεύματα – είναι οι ίδιες ακριβώς ώρες που εργαζόμενες μητέρες βρίσκονται για λίγες ώρες σπίτι με τα παιδιά τους ή που χρειάζεται να τα φυλάξουν, αν δεν έχουν βοήθεια. Μπορεί λοιπόν να πουν όχι ή να “διστάσουν” να προσθέσουν άλλη μια δραστηριότητα στο ήδη φορτωμένο τους πρόγραμμα – μια δραστηριότητα που ο σύντροφός τους δεν θα “δίσταζε” να αναλάβει. Μπορεί να χρειαστεί να βρουν μια λύση πριν πουν ναι σε μια τέτοια πρόσκληση – δεν το “παίζουν δύσκολες” ούτε τις ενδιαφέρει, απαραίτητα, λιγότερο να συνεισφέρουν στο δημόσιο διάλογο.
Πέρα από το πρακτικό σκέλος, όμως, τα περίφημα “manels” είναι μια επιφανειακή απεικόνιση πολύ πιο σύνθετων διεργασιών. Είναι η κορυφή του παγόβουνου για την ελλειμματική γυναικεία εκπροσώπηση σε πολλές πτυχές της δημόσιας και επαγγελματικής σφαίρας: στην πολιτική, σε διοικητικά συμβούλια, σε μικρές και μεγάλες εταιρείες, σε υψηλές ακαδημαϊκές θέσεις… Αν λοιπόν θεωρείτε ότι αυτές η ανισότητες πρέπει να εξαλειφθούν, ένα μικρό αλλά σημαντικό πρώτο βήμα είναι η υποστήριξη μιας τέτοιας πρωτοβουλίας.
Τι ρόλο παίζει η αυτοδέσμευση εδώ; Ότι, αντί να προσπαθούμε να καταλάβουμε τι ακριβώς φταίει, κάνουμε όλοι ένα δυναμικό άλμα μπροστά. Οι μεν διοργανωτές των συζητήσεων δεσμεύονται να κάνουν τις καλές τους προθέσεις πράξη ξανά και ξανά, μπαίνοντας στη διαδικασία να αναζητήσουν πολύ πιο ενεργά νέα πρόσωπα για να τις στελεχώσουν και προωθώντας ολοένα και περισσότερες γυναίκες-πρότυπα σε όλους τους επιστημονικούς τομείς και επαγγελματικούς χώρους. Οι δε γυναίκες βλέπουν περισσότερες στη δημόσια σφαίρα, παίρνουν δύναμη, αποκτούν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση -αν τους έλειπε- και έχουν περισσότερες ευκαιρίες από πριν να συμμετάσχουν στη δημόσια συζήτηση. Όσο για τους άντρες (και τις γυναίκες) που ήδη δέχονται προσκλήσεις να συμμετέχουν σε πάνελ, μπορούν κι εκείνοι (και εκείνες) να δεσμευθούν να απέχουν από εκδηλώσεις εάν δεν συμμετέχουν γυναίκες.
Η αυτοδέσμευση έχει κι ένα άλλο χαρακτηριστικό. Σε αντίθεση με τη δέσμευση που έρχεται άνωθεν, είναι μια κίνηση στην οποία προβαίνουμε επειδή το θέλουμε, επειδή πιστεύουμε στο όραμα ενός ισότιμου μέλλοντος και επειδή αντιλαμβανόμαστε ότι οι καλές προθέσεις -ακόμα κι οι δικές μας- δεν είναι πάντα αρκετές. Προσφερόμαστε έτσι να γίνουμε μέρος της λύσης, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι όλοι και όλες, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, έχουμε υπάρξει μέρος του προβλήματος.
Κι αν “ταλαιπωρηθούμε” λίγο στην αρχή να βρούμε πιο πολλές γυναίκες για τα πάνελ μας, σας το υπόσχομαι, είναι τόσες μα τόσες οι αξιόλογες, εργατικές, διορατικές, ενημερωμένες, καταπληκτικές γυναίκες εκεί έξω, που σύντομα δεν θα ξέρετε ποια να πρωτοδιαλέξετε.