Με αφορμή τις δυο του ταινίες, το περιπετειώδες θρίλερ The Commuter και το βιογραφικό δράμα Mark Felt: The Man Who Brought Down the White House, που βγήκαν με ελάχιστη χρονική απόσταση μεταξύ τους στις ελληνικές σκοτεινές αίθουσες, είναι μια καλή ευκαιρία να κάνουμε ένα σύντομο αφιέρωμα στον Liam Neeson της καρδιάς μας.
Οι περισσότεροι έχουν γι’ αυτόν την εικόνα ενός σκληροτράχηλου άντρα, επηρεαζόμενοι ίσως από τους ρόλους που υποδύεται τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, η αλήθεια είναι μάλλον διαφορετική. Παρά το γεγονός ότι μεγάλωσε στη Βόρεια Ιρλανδία σε μια δύσκολη εποχή, δεν έχει μπλέξει ποτέ του σε καυγά, ενώ σε συνεντεύξεις του έχει πολλές φορές επισημάνει ότι λατρεύει να δουλεύει με παιδιά, διαβάζει συνεχώς βιβλία για τον Θεό και πιστεύει πολύ στις καλές πράξεις, όσο μικρές κι αν είναι αυτές, καταρρίπτοντας έτσι την εικόνα του “πολύ σκληρού για να πεθάνει”.
Όπως παραδέχεται “είχα μια υπέροχη ζωή, υπήρξα πολύ τυχερός. Πιστεύω ότι κανείς φτιάχνει μόνος του την τύχη του και σε αυτό με βοήθησε το ότι ποτέ δεν ξέχασα από πού έρχομαι”. Ο Neeson ξεκίνησε να ασχολείται με το μποξ στα 9 του και κατάφερε μάλιστα να γίνει πρωταθλητής στην περιοχή του – γεγονός που τον βοήθησε ιδιαίτερα στη μετέπειτα ενασχόλησή του με τις ταινίες δράσεις. Για πρώτη φορά έπαιξε σε θεατρική παράσταση στα 11 του, ύστερα από επιμονή του δασκάλου του. Όπως αποκάλυψε ο ίδιος πολλά χρόνια μετά, δέχτηκε μόνο και μόνο επειδή του άρεσε ένα κορίτσι που έπαιζε στο έργο.
“Πριν από το Schindler’s List δεν θα πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσε μια ταινία να προκαλέσει κοινωνική αλλαγή.”
Ήταν η ώρα για τον Neeson να εγκαταλείψει την Ιρλανδία και να εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Στα τρία χρόνια της παραμονής του στη Μεγάλη Βρετανία, ο 65χρονος ηθοποιός πρωταγωνίστησε στις ταινίες The Bounty και The Mission, που σημείωσαν μεγάλη εμπορική επιτυχία και τον “ανάγκασαν” ουσιαστικά να σαλπάρει το 1987 για το Hollywood. Ακολούθησαν τα Suspect και Darkman, που αύξησαν ακόμα περισσότερο τη δημοφιλία του Βορειοϊρλανδού.
Χρονιά-ορόσημο στην καριέρα του, όμως, ήταν το 1993. Ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στην ταινία του Steven Spielberg Schindler’s List έμελλε να του αλλάξει για πάντα τη ζωή, χαρίζοντάς του τη μοναδική μέχρι σήμερα υποψηφιότητά του για Όσκαρ. Το παράδοξο, βέβαια, είναι ότι ο ίδιος έχει παραδεχτεί δημόσια ότι δεν είναι καθόλου περήφανος γι’ αυτόν του τον ρόλο, δηλώνοντας, ωστόσο, ότι “πριν από το “Schindler’s List δεν θα πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσε μια ταινία να προκαλέσει κοινωνική αλλαγή”. Οι βραβεύσεις του όμως δεν σταματούν εδώ, καθώς τρία χρόνια μετά, με τον Michael Collins του Neil Jordan, θα αποσπάσει το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ της Βενετίας και θα προταθεί, επίσης, για τη Χρυσή Σφαίρα και το βραβείο καλύτερου ηθοποιού της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου του Σικάγο.
“Στο τέλος μιας δύσκολης μέρας, όταν είσαι στο σπίτι με την οικογένειά σου, κρεμάς τον ρόλο σου στην πόρτα σαν σακάκι και τον ξαναφοράς το επόμενο πρωί.”
Με το ρόλο του Γιάννη Αγιάννη, στη μεταφορά του μυθιστορήματος του Victor Hugo Les Miserables, θα κλέψει τις εντυπώσεις, ενώ το 2005 θα προσθέσει στη φαρέτρα του ακόμα μια Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του στην ταινία Kinsey.
Το 2009, όμως, θα δεχτεί ένα πολύ ισχυρό πλήγμα. Ύστερα από ένα σοβαρό ατύχημα, ενώ έκανε σκι, η γυναίκα του θα χάσει τη ζωή της. “Στη ζωή τα πάντα ανατρέπονται και αυτό που μέχρι πρότινος θεωρούσες δεδομένο, ξαφνικά χάνεται”, είχε δηλώσει σοκαρισμένος μετά τον χαμό της.
Ο Neeson βρήκε παρηγοριά στη δουλειά του. “Νομίζω ότι μέχρι στιγμής επέζησα, επειδή έβρισκα καταφύγιο στη δουλειά. Πάντα έτρεχα σε αυτή”. Για να ξεπεράσει την απώλεια, ξεκίνησε να παίζει σε μια σειρά από περιπέτειες, με την τριλογία του Taken και τα The Grey, Unknown, Non-Stop και A Walk Among the Tombstones, να αποτελούν τις πιο χαρακτηριστικές αυτής της περιόδου. “Η δουλειά κρατά το μυαλό μου απασχολημένο. Είμαι καλύτερος όταν δουλεύω”, είχε παραδεχθεί με πικρία, σε ερώτηση που του είχε γίνει σχετικά με τη στροφή του στις περιπέτειες. Στα plus φυσικά και το γεγονός, όπως έχει ο ίδιος πει, ότι τα ποσά που του πρόσφεραν για αυτές τις ταινίες ήταν τόσο μεγάλα, που δύσκολα θα μπορούσε να αρνηθεί.
Ωστόσο, μόλις λίγους μήνες πριν, ο 65χρονος Nesson ανακοίνωσε ότι ήρθε η ώρα να εγκαταλείψει τις ταινίες δράσης, μιας και λόγω ηλικίας πλέον δυσκολεύεται. Έτσι, με το “Hard Powder”, που βρίσκεται στο post production, αναμένεται να επισφραγίσει την περίφημη πορεία του στο είδος.
Ο Neeson είχε τη διορατικότητα και την ικανότητα να μην εγκλωβιστεί και να μην ταυτοποιηθεί με συγκεκριμένους ρόλους. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα με μια ματιά στην πλούσια φιλμογραφία του, όπου είναι φανερό ότι δεν φοβήθηκε τις προκλήσεις και αυτό μόνο σε καλό του βγήκε.
Το 2016 τον κάλεσε ο Scorsese να αναμετρηθεί με έναν απαιτητικό ρόλο στο Silence. Ο Neeson απέδειξε ότι είναι στα καλύτερά του, σε μια από τις σημαντικότερες στιγμές της καριέρας του, υποδυόμενος τον Πορτογάλο Ιησουίτη Καθολικό ιερέα Cristóvão Ferreira, ο οποίος αποστάτησε ύστερα από φρικτά βασανιστήρια στην Ιαπωνία.
Αν και επισήμως συγκαταλέγεται μεταξύ των 100 σπουδαιότερων ηθοποιών όλων των εποχών, ο ίδιος παραμένει απλός και σεμνός. Όταν δεν κάνει ταινίες, ξεκουράζεται πηγαίνοντας με τις ώρες για ψάρεμα ή ηρεμεί “χαζεύοντας την μπογιά που στεγνώνει σε έναν φρεσκοβαμμένο τοίχο…”.