Ο Διονύσης Σαββόπουλος στης Ζωής μας τις Τροχιές

Διονύσης Σαββόπουλος

Καθόμαστε γύρω από το τραπέζι. Η ώρα είναι περασμένη κι έχουμε περάσει όμορφα, ήρεμα. Κάτι που κάποτε μπορεί να θεωρούνταν αυτονόητο είναι, με τους όρους του σήμερα, ένα μικρό θαύμα. Η βροχή έξω έχει στήσει τον χορό της και η είδηση μπαίνει ήσυχα στο δωμάτιο, σχεδόν ψιθυριστά. Έφυγε ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Δεν είναι εύκολο να γράφεις για κάποιον που δεν σφράγισε τη δική σου γενιά αλλά εκείνη των γονιών σου. Το αισθάνομαι κάπως βέβηλο τώρα, καθώς ξεκινώ να το κάνω.

«Εμείς, του ’60 οι εκδρομείς», δεν λέει ο ποιητής; Θυμάμαι, ως παιδί, να νομίζω ότι μιλούσε για τους γονείς μου. Γεννημένοι και οι δύο το ’59, ήταν παιδιά τη δεκαετία του ’60. Δεν καταλάβαινα, τότε, ότι αναφερόταν στη δική του γενιά, λίγο πιο πίσω. Στα δικά της βιώματα.

Κι όμως, δεν έχω δει ποτέ τον πατέρα μου να ακούει τους «εκδρομείς» και να μη δακρύζει. «Εμείς, μιας δίψυχης ωδής / παράλογα ανοιχτής, με συμπεριφορές ανατροπής, και της βαθιάς μας ζωής / της συντηρητικής, εμείς οι εκκρεμείς»

Ίσως, λοιπόν, μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να γράψει για τον Σαββόπουλο έτσι, συνειρμικά. Προσωπικά. Όπως τον ένιωσε η δική μου οικογένεια – ή πιο σωστά, για να ακριβολογώ δηλαδή, εγώ δι’ αυτής. Δεν είμαστε καταδικασμένοι, άλλωστε, να δακρύζουμε πάντα παραπάνω από και για εκείνους που ήρθαν πριν από εμάς;

***

Κάπου στην Κηφισίας το πρωί, η βροχή νωχελικά συνεχίζει. Στο αυτοκίνητό μου όμως έχει άνοιξη. Πρωτομαγιά. Κι εγώ «απ’ το πίσω κάθισμα κοιτώ τα ίδια μέρη / Τρυφερά με τα φανάρια μου σβηστά». Και στιγμιαία αναρωτιέμαι: όλα αυτά τα αυτοκινητάκια εμπρός μου που κινούνται, αργά, αυτόματα, μηχανικά, ακούνε κι εκείνα σήμερα Σαββόπουλο και για στεφάνια δροσερά; «Όλα είναι τόσο τρομαγμένα μα τ’ αγαπάω ο φτωχός / Δώσ’ μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός».

Μοναξιά, λοιπόν. Η μοναξιά του να διαφέρεις – απόλυτα καθολική, δεδομένου ότι, στ’ αλήθεια, διαφέρουμε όλοι μας. Η μοναξιά του να μην είσαι πάντα ή πια αρεστός σε εκείνους που κάποτε ένιωθαν ότι τραγουδούσες για εκείνους. Η μοναξιά του να μην είσαι αρεστός στον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν μας τα είπε, άραγε, όλα όταν εξομολογήθηκε; «Μες στα δισκάδικα όταν βρίσκω / πελάτες άγνωστους ν’ ακούν δικό μου δίσκο, νιώθω μυστήρια ταραχή και φεύγω αμέσως από κει».

Είναι δυνατόν, σκέφτομαι; Και όμως το λέει: «Δεν τα υποφέρω τα τραγούδια μου, και προπαντός όταν μου μοιάζουν / όλα εκείνα π’ αγαπώ είν’ αλλωνών κι αλλιώς φαντάζουν». Και κάπως έτσι αισθανόμαστε όλοι σαν κοριτσάκια «που ’χουνε σύρματα στα δόντια ή σπυράκια»: «Αν δε σας φαίνεται μελό, τον εαυτό μου αντιπαθώ […] Μα μπαίνει η άνοιξη στην πόλη, κι απ’ τ’ ανοιχτό λεωφορείο μου φαίνεστε όλοι / τόσο γλυκούτσικοι κι αχνoί στη θερινή σας τη στολή».

Γλυκούτσικοι. Σκέφτομαι συχνά, μεγαλώνοντας, τον Σαββόπουλο να μας κοιτάζει με τρυφερότητα. Την τρυφερότητα εκείνη που γεννιέται από τη βαθιά κατανόηση του ποιον έχεις απέναντί σου. Εκείνη που είναι η βάση στην ποιότητα του αρώματος. Εκείνη που στο τέλος μένει. Θα γελάσετε, αλλά φαντάζομαι να τον πνίγει η τρυφερότητα. Για τους κωλοέλληνες. Για τους τσιφτετέλληνες. Για τις «μελαψές φυλές» τις «κοντοπόδαρες».

Ο Σαββόπουλος που κοιτάζει βαθιά στον συλλογικό μας καθρέφτη και, αν νομίζετε ότι βγάζει τον εαυτό του έξω, μάλλον δεν παρακολουθείτε αρκετά προσεκτικά.

***

«Κράτος ασύστολων και πεσμένων κώλων»· – στίχοι-κατηγορητήριο για έναν ολόκληρο λαό, για μια ολόκληρη εποχή. «Στο χειρότερο του ελληνισμού κομμάτι / στην Ελλάδα ζεις». Σαν παιδί με μπερδεύει αυτός ο στίχος, κοιτάζοντας έξω από το αυτοκίνητο στις οικογενειακές εκδρομές τις εικόνες της Ελλάδας να εναλλάσσονται. Δεν θυμάμαι αν έλυσα μόνη μου την απορία. Δεν ξεχνώ όμως πόσες φορές έχει έρθει στο νου μου αυτή ακριβώς η αποστροφή όταν βλέπω την τρυφερότητα με την οποία οι Έλληνες που δεν ζουν στην Ελλάδα θωρούν καθετί ελληνικό.

«Ενώ εδώ θα ζούμε καταρρεύσεις / ο έξω Ελληνισμός θα προχωρεί / και φως και μουσική μιας άλλης σκέψης, ναι / στη μείζονα Ελλάδα θα εκραγεί, ναι / στους Πανέλληνες, στους πανέλληνες»…

Πανέλληνες. Μου αρέσει να τους σκέφτομαι αυτούς τους «πανέλληνες» που έχουν απ’ όλα. Δεν κλείνει τη σκέψη του, δεν κλείνει το σημαντικό αυτό τραγούδι μιλώντας πια για «κωλοέλληνες». Μας αφήνει το περιθώριο να είμαστε κάτι άλλο. Το περιθώριο; Την πιθανότητα; Την ελπίδα;

***

Θυμάμαι επίσης ότι δεν άρεσε ο «Νιόνιος» –όπως τον αποκαλούσε κοροϊδευτικά– στον παππού μου. Ήταν πολύ αριστερός για εκείνον – και ποιος μπορεί να ψέξει γι’ αυτό ένα μέλος μιας γενιάς που πλήρωσε με αίμα εκείνο το ρήγμα. Ο παππούς που έχασε τη μάνα του στον Εμφύλιο, δεν είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να στενοχωρήσεις. Εκείνος που τρυφερά σε παίρνει από το χέρι σε παρελάσεις και μουσεία, για να σου περάσει τη δική του αγάπη για την Ελλάδα – κι ας τον πλήγωσε.

«Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω / Με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό / Προβολείς με στραβώνουν και πάω / Και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ». Δακρύζω στη σκέψη ότι δεν έκατσα ποτέ να ακούσω την «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» με τον παππού μου. Θα δάκρυζε κι εκείνος –που με έμαθε για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη– με αυτόν τον στίχο που κρύβει τόση αγάπη, τόση γενναιοδωρία, τόση αυτοθυσία, τόση Ελλάδα.

***

Όσο γράφω τόσο αρχίζω και αντιλαμβάνομαι. Κι έχω μια φρικτή υποψία· οι αντιφάσεις είναι παντού, ήλιε, ήλιε, αρχηγέ. «Ε ε, σύντροφέ μου, αχ τι κακό / μέρα μ᾿ ήλιο σαν κι αυτό / να την τρώει τ’ αφεντικό». Σήμερα, είμαι εγώ το αφεντικό και έξω δεν έχει ήλιο.

Ακούω, λοιπόν, τη «Συννεφούλα» και σιγοτραγουδώ. Από τα πρώτα τραγούδια του που μας έπαιζε η μαμά στην κιθάρα της. Εύκολες συγχορδίες. Γλυκιά μελωδία. Ευκολομνημόνευτος στίχος. Κι ας μην κατάφερα ποτέ να σφυρίξω, χαλάλι. Υπάρχει ακόμα η ελπίδα, η προοπτική ότι κάποτε θα το καταφέρω.

Προοπτική, ή αλλιώς, τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο δυο. Πόσο ήθελα να είμαι κι εγώ μια μέρα ένα απ’ αυτά τα κορίτσια, τα βιαστικά, που «όλο ντρέπονται ντρέπονται, όλο τα κορίτσια». «Τα κορίτσια που ’χουν γίνει δεκατέσσερα χρονώ» –εγώ είμαι σαφώς μικρότερη– και ρωτάνε τη μαμά τους «κάθε τόσο μια φορά». Τι ρωτάνε τα κορίτσια, μαμά;

Και μετά, το ακόμη πιο ακατανόητο: «Την ασχήμια των γονιών τους θα πληρώσουνε σκληρά / Κάποια μέρα σα χαμένα θα σταθούν στην εκκλησιά / Η μαμά τους θα δακρύζει συγγενείς πεθερικά / Τα κορίτσια τα καημένα κι ούτε λέξη πια γι’ αυτά». Φευ, κάποτε όλα τα κορίτσια κάτι καταλαβαίνουν. Κι ετοιμάζονται να το εξηγήσουν στα δικά τους, που έρχονται κι εκείνα βιαστικά.

***

Εξίσου, αν όχι παραπάνω ακατανόητο στο σπιτικό μας; Ο πονηρός πολιτευτής. «Αυτά τα λόγια με σφίξανε σαν πένσα / τα είπε χθες το βράδυ μια ψυχή / κι ένας φαλάκρας απέξω κι από μέσα / χαμογελούσε, ναι, γιατί να σκοτιστεί».

Ο πατέρας μου χορεύει με το χαρακτηριστικό του στιλ στο δωμάτιο. Το ένα πόδι λίγο ψηλά και μπροστά. Το άλλο. Πιάνει τον ρυθμό. «Θυμάσαι που βαλάντωνες εκεί στην εξορία / και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία / τώρα κοκορεύεσαι απάνω στον εξώστη / και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη».

Ήρθε η ώρα του ρεφρέν. «Στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευθεί / θα σε καταγγείλω, πονηρέ πολιτευτή». Το τραγούδι με εκνευρίζει. Ο πατέρας είναι πολιτικός. Δεν είναι πονηρός πολιτευτής. Τι ξέρει λοιπόν και γιατί χαμογελάει πονηρά; Ίσως ότι ο Σαββόπουλος συνόψισε όλη την αλήθεια για το πώς ασκείται επί δεκαετίες η πολιτική στη χώρα μας σε μια αράδα στίχους;

«Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις
εκεί που με χειροκροτάς χωρίς να το πιστεύεις
Παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα
απ’ το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα».

***

Προχωρώ, διστακτικά, το παραδέχομαι, στο τραγούδι που και την ίδια την οικογένειά μου διχάζει. Δεν αρέσει στον μπαμπά. Τη μαμά όμως, ενσυναισθητική μέχρι τέλους, την αγγίζει το «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο». Ο μπαμπάς λέει ότι δεν θέλει να ακούει δικαιολογίες για τον μακελάρη. Μακρύ τραγούδι. Μακρύς προβληματισμός. Όμως, δικαιολογεί, άραγε, ο Σαββόπουλος; Σκέφτομαι. Εξηγεί. Συμπονά. Δεν εξαντλεί τόσο εύκολα την τόσο ιδιάζουσα τρυφερότητά του.

Τώρα θυμάμαι –και στ’ αλήθεια σας λέω, δεν ξέρω αν το έχω φανταστεί– έναν τόμο με δίσκους του Σαββόπουλου στο τραπέζι του σαλονιού από κάτω. Κι εγώ, κουλουριασμένη στο πάτωμα, ξεφυλλίζω τα βιβλιαράκια με τους στίχους και προσπαθώ, το μακρύ τραγούδι, που διχάζει τους γονείς μου, να το αποκωδικοποιήσω. Ίσως ακόμα εκεί να βρίσκομαι και να προσπαθώ.

«Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωή τους, του Νίκου του έκαψε τα φρένα / Έξω απ’ την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί / γιατί του το ’χαν διαλύσει / Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του / στη φρικαλέα ατραξιόν του».

***

Η οικογένεια έρχεται μαζί, κοντά, γίνεται ένα, ξανά, «μ’ αεροπλάνα και βαπόρια». Στον ρυθμό που βαράνε τα τύμπανα μπλέκουν οι φωνές. Η σωστή της μαμάς, η παράφωνη από συγκίνηση (και όχι μόνο) του μπαμπά. «Ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε / τις βασικές σου τις αρχές».

Κοιτάζοντας τα αυτοκινητάκια έξω αισθάνομαι ότι μοιραζόμαστε αυτή τη στιγμή. «Μέχρι τα ουράνια σώματα, με πομπούς και με κεραίες / των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλον γαλαξία». Και ξέρω πια ότι οι κοινότητες ξεκινούν από τη σύνδεση αυτή τη μικρή. Από την παραδοχή και το μοίρασμα των καθημερινών, βαθιά δικών μας αντιφάσεων που αντηχούν στο υπερπέραν και μας δένουν στις αντίστοιχες μεγάλες.

***

«Μη μιλάς άλλο για αγάπη, η αγάπη είναι παντού / στην καρδιά μας στη ματιά μας, τρώει τα χείλη τρώει το νου / όταν θα ‘χουμε υποφέρει, καλημέρα θα μας πει / θα μας φύγει θα ξανάρθει κι όλο πάλι απ’ την αρχή».

Θα ακούσω σήμερα, το ξέρω, τους γονείς μου να τραγουδάνε αυτούς τους στίχους με τις γνώριμες φωνές τους. Εκείνες που απέδειξαν τα λόγια. Που τα κάνουν πράξη καθημερινά. Στα εύκολα, στα όμορφα, στα χαρούμενα. Και στα δύσκολα. Εκείνα τα γεμάτα από αντιφάσεις και ανατροπές. «Τώρα είναι η σιωπή / τώρα είναι η λησμονιά κι ο χωρισμός / κι όλα τα αστέρια του θαρρείς πως έσβησε ο ουρανός».

Όμως, δεν τελειώνει έτσι το τραγούδι. Το ξέρω ή απλώς το θυμίζω στον εαυτό μου; Δεν είναι έτσι, άλλωστε, η αγάπη; «Όταν θα ’χουμε υποφέρει, καλημέρα θα μας πει / θα μας φύγει θα ξανάρθει κι όλο πάλι απ’ την αρχή», το έγραψε ο ποιητής.

Ή αλλιώς:

«Το σκοτάδι θα πεθάνει και θ’ ανάψει η χαραυγή
Ήλιε κόκκινε αρχηγέ
δώσ’ το σύνθημα εσύ
κι η χαρά ν’ αναστηθεί»

Αντίο, Νιόνιο. Τα είπες όλα.

 

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:

H Sui Generis Diane Keaton Δεν Μένει Πια Εδώ

Ο Robert Redford Έκανε τον Κόσμο μας Καλύτερο

Chatbots: Πολύ Γλυκά για τα Γούστα μου

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
Editor-in-Chief & CEO
Editor-in-Chief & CEO

Η Μαριάννα Σκυλακάκη είναι οικονομολόγος, εκδότρια και αρχισυντάκτρια της αθηΝΕΑς, του βραβευμένου ελληνικού διαδικτυακού μέσου ενημέρωσης που έχει τα μάτια του στραμμένα στο μέλλον. Σπούδασε Oικονομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Bristol και κατέχει μεταπτυχιακό στη Δημόσια Διοίκηση (MPA in Public Policy & Management) από τo London School of Economics. Ξεκίνησε την καριέρα της στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε ως αναλυτής στο τμήμα επενδυτικής τραπεζικής της Goldman Sachs για μια τριετία. Επέστρεψε στην Αθήνα και ίδρυσε την αθηΝΕΑ το 2014 με σκοπό να απευθυνθεί σε ένα ευρύ κοινό δραστήριων και απαιτητικών ελληνόφωνων αναγνωστών που αναζητούσαν μια ενημέρωση πιο κοντά στα δικά τους ενδιαφέροντα. Αρθρογραφεί τακτικά στον ελληνικό τύπο ως πολιτική και οικονομική αναλύτρια και έχει αποκομίσει σημαντική εμπειρία στο συντονισμό συζητήσεων σε συνέδρια και ημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εργάζεται παράλληλα ως σύμβουλος σε θέματα οικονομικών και δημόσιας διοίκησης, με ιδιαίτερη εμπειρία σε projects στον κλάδο του τουρισμού, της αγροδιατροφής και του clustering.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+