«Ο Τυφλός που δεν Ήθελε να Δει τον Τιτανικό»: Μα τι Γίνεται με τους Φινλανδούς;

«Ο Τυφλός που Δεν Ήθελε να Δει τον Τιτανικό»

Η νέα φινλανδική ταινία με τον περίεργο τίτλο «Ο Τυφλός που δεν Ήθελε να Δει τον Τιτανικό» είναι μια πολύ ευχάριστη κινηματογραφική έκπληξη. Παρότι το θέμα της είναι άκρως καταθλιπτικό –ένας τυφλός ανάπηρος άντρας αποφασίζει να διανύσει μόνος του μερικά χιλιόμετρα προκειμένου να δώσει χαρά στην άρρωστη αγαπημένη του– το φιλμ ισορροπεί με μαεστρία ανάμεσα στη θλίψη και το χαμόγελο. Ανάμεσα στην απελπισία και την αξιοθαύμαστη πίστη στην αισιοδοξία. Χωρίς μελοδραματισμούς και ωραιοποιήσεις. Με χιούμορ. Με σαρκασμό.

Ο σκηνοθέτης Teemu Nikki και ο ηθοποιός Petri Poikolainen, ο οποίος είναι πραγματικά τυφλός και ανάπηρος, μας ταξιδεύουν με τις ρόδες του αναπηρικού αμαξιδίου σε κόσμους ασφυκτικούς αλλά βαθιά ευαίσθητους, σε δρόμους μιας χώρας αναπτυγμένης αλλά και αποπνικτικής. Ατμόσφαιρα που μας μεταφέρουν με αφοπλιστική ειλικρίνεια και άλλοι Φινλανδοί κινηματογραφιστές.

Ο Τυφλός που δεν Ήθελε να Δει τον Τιτανικό | Teemu Nikki | Petri Poikolainen, Marjaana Maijala | Φινλανδία

«Ο Τυφλός που Δεν Ήθελε να Δει τον Τιτανικό»Ο Γιάνκο είναι τυφλός και ανάπηρος, καθηλωμένος στο αμαξίδιό του. Επίσης, είναι ερωτευμένος με τη Σίρπα, μια γυναίκα που υποβάλλεται σε χημειοθεραπείες. Οι δυο τους δεν  έχουν συναντηθεί ποτέ από κοντά. Επικοινωνούν καθημερινά –και επί ώρες– τηλεφωνικά. Οι συνδιαλέξεις τους είναι σκωπτικές, αυτοσαρκαστικές, με χιούμορ και πολύ σινεμά. Ο Γιάνκο είναι φανατικός θαυμαστής του John Carpenter και του James Cameron.

Ξέρει τις ατάκες των ταινιών τους απέξω. Εκτός από εκείνες του «Τιτανικού» (του Cameron). Για λόγους αδιευκρίνιστους, έχει αρνηθεί με πείσμα να τον δει, παρότι –και πάλι για λόγους αδιευκρίνιστους– το όνομα του «καταραμένου» πλοίου φιγουράρει στον τίτλο της ταινίας του Teemu Nikki λες και πρόκειται για ύψιστο συμβολισμό (το πιο πιθανό πάντως είναι ότι απλώς πρόκειται για πλάκα).

«Ο Τυφλός που Δεν Ήθελε να Δει τον Τιτανικό»

Ο Γιάνκο δεν γεννήθηκε ανάπηρος. Έχασε την όρασή του και την κινητική του ικανότητα εξαιτίας μιας επιθετικής μορφής σκλήρυνσης κατά πλάκας. Βρέθηκε σε αυτή την οδυνηρή κατάσταση κάποια στιγμή στη ζωή του και πλέον προσπαθεί να αντεπεξέλθει όπως μπορεί καλύτερα: συζητώντας με τη φίλη του Σίρπα, καπνίζοντας νόμιμα χόρτο (η κάνναβη συνταγογραφείται για ιατρικούς λόγους στη Φινλανδία), διατηρώντας την ψυχραιμία του ακόμη και σε στιγμές που κινδυνεύει, μιλώντας για σινεμά, υπομένοντας τα καθημερινά απρόοπτα, ακούγοντας σιωπηλά τα υποτιμητικά σχόλια που κάνουν μεγαλόφωνα οι διπλανοί του.

Παραμένει καθηλωμένος σωματικά, αλλά υπερδραστήριος συναισθηματικά. Ζει διαρκώς με τον φόβο του θανάτου του αλλά, όταν η Σίρπα, εξαιτίας επιπλοκών στη θεραπεία της, χάνει το κουράγιο της, αποφασίζει, προκειμένου να της προσφέρει λίγη χαρά, το απονενοημένο: να διανύσει χωρίς συνοδό την απόσταση ως το σπίτι της μόνο και μόνο για να τη δει.

Κι έτσι, μετά τον διάλογο «Θα τα καταφέρουμε να συναντηθούμε ποτέ πριν ένας από τους δυο μας πεθάνει;» / «Δεν θα πεθάνουμε ακόμη». / «Τρία χιλιόμετρα απόσταση είναι». / «Εκατομμύρια έτη φωτός δηλαδή», ο Γιάνκο ξεκινάει για τη μεγάλη περιπέτεια.

Θα Ψυχοπλακωθούμε;

Μια τόσο βαριά ιστορία θα την περίμενε κανείς αφόρητα καταθλιπτική. Δεν είναι. Τα γεγονότα της ταινίας είναι φανταστικά, αλλά ο πρωταγωνιστής της είναι ηθοποιός που όντως πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας.

«Ο Τυφλός που Δεν Ήθελε να Δει τον Τιτανικό»

Ο σκηνοθέτης Teemu Nikki και ο πρωταγωνιστής Petri Poikolainen γνωρίζονταν από τον στρατό. Δεν είχαν συνεργαστεί ποτέ (εκτός από ένα θεατρικό) μέχρι που ο Petri, απόφοιτος της Ακαδημίας Θεάτρου που έβγαζε τα προς το ζην ως επαγγελματίας ηθοποιός, έστειλε ένα μήνυμα στον Teemu λέγοντας πως παρακολουθούσε και την καριέρα του ως σκηνοθέτη. Έπειτα από αυτό μπήκε το νερό στο αυλάκι. Σε μια ρότα καθοριστική για το εξαιρετικό αποτέλεσμα που έχει η ταινία «Ο Τυφλός που δεν Ήθελε να Δει τον Τιτανικό».

«Από την αρχή του πρότζεκτ ήταν ξεκάθαρο ότι η ταινία δεν θα ήταν ένα ντοκιμαντέρ για έναν εκτός μάχης ηθοποιό. Αυτό που ήθελα ήταν να δουλέψω με τον Petri, έναν ηθοποιό που τυχαίνει να είναι τυφλός και δεμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Ο κύριος χαρακτήρας έχει την ίδια ασθένεια με τον Petri, αλλά το σενάριο είναι φανταστικό. Ως αφηγητής, έχω εμμονή να βρίσκω νέες οπτικές γωνίες. Με τη βοήθεια του Petri βρήκα τη σκοπιά των τυφλών και των ατόμων με αναπηρία», λέει ο σκηνοθέτης.

Ισχύει.

Η Σκηνοθετική Ματιά

Στην πραγματικότητα, ο μόνος που παίζει στην ταινία είναι ο τυφλός ανάπηρος Γιάνκο. Τα άλλα –λιγοστά– πρόσωπα εμφανίζονται θολά –εκτός της Σίρπα– μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν την πλοκή.

Το πρόσωπο του Γιάνκο κινηματογραφείται σε γκρο πλαν διαρκώς. Η κάμερα κινείται με δεξιοτεχνία και τίποτε δεν φαίνεται στατικό. Το αφτί του ήρωα είναι ο οδηγός της πλοκής. Είναι ο τρόπος του Teemu Nikki να εξηγεί στους θεατές πώς ζει ένας τυφλός ανάπηρος άνθρωπος. Πώς βιώνει τη δύσβατη καθημερινότητά του, πώς αντιλαμβάνεται τα εμπόδια και τον κίνδυνο, πώς ακούει τις ανάγκες των άλλων. Το αφτί και οι συσπάσεις του προσώπου ενός ηθοποιού ο οποίος εκ των πραγμάτων μπήκε στο πετσί του ρόλου, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως υποδύθηκε τον εαυτό του σαν να έπαιζε σε αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ. Αντιθέτως, ο Petri Poikolainen παίζει ως ηθοποιός με ιδιαίτερες… δεξιότητες.

Χωρίς μελοδραματισμούς, χωρίς ίχνος χρηστομάθειας ή κλισέ για τον πονεμένο κόσμο των αναπήρων, σκηνοθέτης και ηθοποιός οδηγούν τον θεατή στον λαβύρινθο της αναπηρίας, απλώς (απλώς;) ξεναγώντας μας όχι μόνο σε έναν κόσμο άγνωστο σε όσους έχουμε όλες τις αισθήσεις και αρτιμέλεια, αλλά και σε έναν κόσμο παντελώς άγνωστο σε αρτιμελείς και μη, την αξία της υπέρβασης. Γιατί ο Γιάνκο ξεπερνάει τον εαυτό του για να συναντήσει τη Σίρπα. Η μεγάλη και μόνη του επιθυμία είναι να την ανακουφίσει από την απελπισία της. Με δράση, με χιούμορ, με προσήλωση στο σήμερα.

Τι Γίνεται με Αυτούς τους Φινλανδούς;

Πριν από τον Aki Kaurismäki και τον αδελφό του, Mika Kaurismäki –με τον οποίο έχουν συνεργαστεί στενά– το φινλανδικό σινεμά ήταν ένα άγνωστο κινηματογραφικό χαρτί, παραγκωνισμένο από το μεγαλείο του σουηδικού και δανέζικου σινεμά.

Λογικό. Το μεγαλείο ενός Ingmar Bergman και η πρωτοπορία ενός Lars von Trier δύσκολα βρίσκουν σοβαρούς ανταγωνιστές, ακόμη και εάν στην πορεία τα παραδείγματα τέτοιου βεληνεκούς είναι σπάνια ή περιορισμένα.

Ωστόσο, οι αδελφοί Kaurismäki και ειδικά ο πιο γνωστός σε εμάς Aki, μέσα από τις ταινίες του όπως «Ο Άνθρωπος Χωρίς Παρελθόν», οι «Σκιές του Παραδείσου», «Λένινγκραντ Καουμπόις πάνε Αμέρικα», «Η Άλλη Όψη της Ελπίδας», ανέλαβε να μας συστήσει σε μια χώρα που οι πολίτες της αγαπάνε να μισούν.

Λάτρης της λογοτεχνίας του Kafka, του Greene και του Maupassant και φανατικός θαυμαστής του σινεμά του Ozu, του Kurosawa, αλλά και του Huston και του Bresson, στράφηκε σε ένα σινεμά που αναγάγει τον κυνισμό σε στάση ζωής (των ηρώων του τουλάχιστον) και δίνει λόγο ύπαρξης στους περιθωριακούς και στους «αόρατους» και καταφρονημένους της καθημερινής ζωής: οδηγούς, εργάτες, ταμίες, λαντζέρηδες…

Αυτό είναι και το σημείο «επαφής» του Aki Kaurismäki με τους συμπατριώτες συναδέλφους του που κάνουν την εμφάνισή τους πίσω από την κάμερα, γεμίζοντας τη μεγάλη οθόνη με άκρως ενδιαφέρουσες χαμηλόφωνες ιστορίες, τις οποίες συναντάμε, έστω και με παραλλαγές, στην πραγματική ζωή μας.

«Ο Τυφλός που δεν Ήθελε να Δει τον Τιτανικό» του Teemu Nikki είναι ένα παράδειγμα. Γιατί αφορά το συναίσθημα μαζί με τις πρακτικές δυσκολίες που συναντά ένας τυφλός-ανάπηρος άνθρωπος ακόμη και σε μια χώρα με κοινωνική δομή. Ποιος στ’ αλήθεια δεν έχει σκεφτεί –έστω και φευγαλέα– πώς τα καταφέρουν με τόσες δυσκολίες οι άνθρωποι με αναπηρία;

Το «Βαγόνι Αριθμός 6» του Juho Kuosmanen που είδαμε στις αρχές του καλοκαιρού είναι ένα ακόμη παράδειγμα. Γιατί μιλά για την αφόρητη μοναξιά που νιώθουν οι άνθρωποι (την οποία μάλιστα μπορεί να πνίγουν σε τόνους αλκοόλ), μέσα από τη συνάντηση δύο νέων ανθρώπων, της νεαρής φοιτήτριας αρχαιολογίας Λώρα και του άνεργου μεταλλωρύχου Λόχα, στο βαγόνι που ταξιδεύει για το μακρινό λιμάνι λιμάνι του Αρκτικού ωκεανού, Μούρμανσκ.

Ακόμη και «Η πιο Ευτυχισμένη Μέρα στη Ζωή του Όλλι Μάκι» του Juho Kuosmanen (2016), που αφηγείται την πραγματική ιστορία του μποξέρ το διάστημα που αγωνίζεται για τον τίτλο του Πρωταθλητή Κόσμου στην κατηγορία φτερού ενώ, ταυτοχρόνως, είναι ερωτευμένος και πρέπει να αποφασίσει πού θα επενδύσει τον χρόνο του (στον αγώνα ή στο κορίτσι), γίνεται μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση διλημμάτων –προσωπική ζωή ή καριέρα– που νομίζουμε πως τίθενται στις γυναίκες, αλλά οι Φινλανδοί ξέρουν πως αφορούν και τους άντρες.

Διαβάστε για περισσότερο σινεμά στην αθηΝΕΑ:

«Εκεί που Τραγουδάνε οι Καραβίδες»: Το Best Seller (ξανά)Σπάει Ταμεία. Δικαίως;

Κινηματογραφικές Ανάσες Ανθρωπιάς: «Μαγνητικά Πεδία»

«Βαγόνι Αριθμός 6»: Μια Ελεγεία για τη Μοναξιά

 

 

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
Δημοσιογράφος | NO MAN'S LAND
Δημοσιογράφος | NO MAN'S LAND

Η Κυβέλη Χατζηζήση σπούδασε δημοσιογραφία και εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας (Έθνος, Βήμα, Marie Claire), στο Mega και το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Ασχολήθηκε με το καλλιτεχνικό, το κοινωνικό και το διεθνές ρεπορτάζ, καθώς και την κοινωνική επιχειρηματικότητα. Μετά από τριάντα χρόνια στον χώρο, ξαναρχίζει να σπουδάζει (Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο) και να ενδιαφέρεται, όπως πάντα, να εντοπίζει ιστορίες άξιες να ειπωθούν.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+