Προσπαθώ αυτές τις μέρες να καταλήξω σε έναν ακριβή ορισμό του τι εννοούμε «cancelling» – αυτής της «μάστιγας» που πλήθος γνωστών με μετριοπαθείς πολιτικές πεποιθήσεις επικαλούνταν ως την αιτία για τη μεγάλη, αυταρχική στροφή που συντελείται σήμερα στην Αμερική.
Το αφήγημα έχει ως εξής και μάλλον το έχετε ακούσει: ακραία «woke» στοιχεία επιδόθηκαν σε ένα ανελέητο cancelling οποιουδήποτε διαφωνούσε μαζί τους στην τετραετία Biden και η ανελεύθερη αυτή επιβολή μιας ξένης σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης πολιτικής ορθότητας «έφερε πίσω» τον Donald Trump. Ή μήπως όχι;
Tι σημαίνει πραγματικά «cancel»; Αν δεν είναι κοινώς αποδεκτό και σαφές το πότε και το πώς συμβαίνει, πώς μπορούμε να ξέρουμε αν όντως συμβαίνει;
Ήταν το ίδιο το cancelling που τον έφερε στην εξουσία ή η εντύπωση ότι η κουλτούρα της ακύρωσης είχε ξεφύγει που όπλισε την προεκλογική του στρατηγική και έδωσε υπόσταση σε έναν εχθρό βολικό, εύκολο να καταγγελθεί, στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης που αποτελεί τόσο θεμελιώδες δικαίωμα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες;
Γι’ αυτό και, ακόμη και σήμερα, αναρωτιέμαι: τι σημαίνει πραγματικά «cancel»; Αν δεν είναι κοινώς αποδεκτό και σαφές το πότε και το πώς συμβαίνει, πώς μπορούμε να ξέρουμε αν όντως συμβαίνει;
Μια απόπειρα ορισμού: η «κουλτούρα της ακύρωσης» περιγράφει το φαινόμενο όπου ένα άτομο –συχνά δημόσιο πρόσωπο αλλά όχι μόνο– δέχεται έντονη κριτική και κοινωνικό αποκλεισμό, κυρίως μέσω των social media, λόγω μιας άποψης ή πράξης που θεωρείται προσβλητική ή απαράδεκτη.
Ο ορισμός αυτός όμως αφήνει κενά. Υπονοεί ένα δικαίωμα προστασίας απέναντι στην κριτική – κι εκεί προσκρούει στο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου. Κανένα από τα δύο δεν είναι απόλυτο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η δική μου ελευθερία λόγου τελειώνει εκεί που αρχίζει να προκαλεί βλάβη στον άλλο.
Τι συνιστά όμως «βλάβη»; Σωματικό κίνδυνο; Ψυχολογική βία; Την απώλεια της δουλειάς του; Εκεί βρίσκεται η μεγάλη δυσκολία: τα όρια δεν είναι μόνο νομικά αλλά και κοινωνικά, ηθικά, πολιτισμικά.
Και εδώ μπαίνει η ειρωνεία: όταν ένας κωμικός χάνει τη δουλειά του επειδή έκανε ένα προσβλητικό σχόλιο, όχι έπειτα από αντίδραση του κοινού, αλλά επειδή η κυβέρνηση απείλησε νομικά την εταιρεία του, δεν μιλάμε πια για κοινωνική κριτική. Μιλάμε για κάτι διαφορετικό και πολύ πιο επικίνδυνο: cancelling με κρατική σφραγίδα.
Ο Jimmy Kimmel βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα στο στόχαστρο για ένα ανεύθυνο, απαράδεκτο σχόλιο. Δεν είδα όμως την ίδια οργή για την απομάκρυνσή του από τους μέχρι πρότινος σταυροφόρους της ελευθερίας της έκφρασης, που κατακεραύνωναν την «κουλτούρα της ακύρωσης».
Ίσως, λοιπόν, το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχει cancel culture, αλλά ποιος την ασκεί – και γιατί η οργή μας περισσεύει μόνο όταν θίγεται η δική μας πλευρά.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: