Η δική μου πλατεία τυχαίνει να είναι και η πλατεία των παιδιών μου.
Τότε, μέναμε στη Μαού, στον κάμπο πίσω από το χωριό, και δεν είχαμε ούτε τηλέφωνο, ούτε τηλεόραση.
Άνω Μερά Μυκόνου: εκεί που στα τέλη της δεκαετίας του ’80 τρώγαμε τα κεφτεδάκια της Κυρά Μαρίας το μεσημέρι και διαλέγαμε γίγαντες από το δίσκο του Ό,τι Απέμεινε το βράδυ. Μετά, αν δεν παραγγέλναμε πακέτο λουκουμάδες από το γλυκοπωλείο Οδός Αράξαμε, απολαμβάναμε παγωτό στο περίπτερο της Νίκης: Cornetto με γεύση λεμόνι ή Calippo φράουλα, μέχρι να λιώσει και να πιούμε σαν χυμό τις τελευταίες σταγόνες.
Στο ίδιο περίπτερο περίμενε η μαμά στην ουρά για να πάρει τηλέφωνο τον μπαμπά, που ερχόταν μόνο Σαββατοκύριακα. Τότε, μέναμε στη Μαού, στον κάμπο πίσω από το χωριό, και δεν είχαμε ούτε τηλέφωνο, ούτε τηλεόραση. Είχαμε μόνο δύο κασέτες που βλέπαμε εναλλάξ: Πριγκίπισσα Σίσσυ και Μελωδία της Ευτυχίας.
Εκείνη την εποχή, επιτρέπονταν τα αυτοκίνητα στην πλατεία, κι εμείς κυκλοφορούσαμε με ένα παλιό Jeep Renegade, που κάποιοι χωριανοί αποκαλούσαν “το τζίπι”. Την μητέρα μου τη φώναζαν “Λιάνη”, από το Ελιάνα. Ήταν βέβαια και η εποχή του μεγάλου έρωτα του Ανδρέα και της Μιμής, και η έμπνευση έπεφτε σύννεφο.
Στην Άνω Μερά έχω χάσει το πρώτο μου δόντι, στο μεζεδοπωλείο της Άννας. Έχω αρνηθεί να “γίνω φίλη” με ένα κοριτσάκι, επειδή έτσι ήθελα, και το θυμάμαι ακόμη. Έχω μπει βράδυ, μόνη στο Μοναστήρι, στο κομμάτι που λειτουργεί σαν μικρό λαογραφικό μουσείο, ακόμα κι αν με τρόμαζε λίγο. Έχω τρέξει, έχω κρυφτεί, έχω χτυπήσει, έχω κοιμηθεί μέσα στο “τζίπι” γιατί ήταν αργά και οι μεγάλοι δεν έλεγαν να φύγουν.
Ένα Πάσχα, όταν πήγαινα γυμνάσιο, είδα ξαφνικά μπροστά μου το πρώτο μου φλερτ που με ρώτησε: “θα πας σε κάποιο κέντρο το βράδυ;” Κι εγώ, που η ελευθερία μου τελείωνε εκεί που τελείωνε κι η πλατεία, ντράπηκα τόσο πολύ, που τελικά τα χαλάσαμε.
Στην πλατεία, κανείς δεν ζητάει το τάμπλετ ή το κινητό. Κι αν κοιτάξεις γύρω σου, δεν βλέπεις ούτε μία μουρίτσα να φωτίζεται από κάποια οθόνη. Είναι όλα τα παιδιά ιδρωμένα, χαρούμενα, μέσα στην ένταση και την παιδικότητα.
Στην πλατεία, κανείς δεν ζητάει το τάμπλετ ή το κινητό. Κι αν κοιτάξεις γύρω σου, δεν βλέπεις ούτε μία μουρίτσα να φωτίζεται από κάποια οθόνη. Είναι όλα τα παιδιά ιδρωμένα, χαρούμενα, μέσα στην ένταση και την παιδικότητα. Κάποια κλαίνε, έρχονται πίσω στο τραπέζι των μεγάλων, τρώνε λίγο ψωμί, εξαφανίζονται πάλι.
Στη μέση της πλατείας, έχει χτιστεί εδώ και χρόνια ένα μαρμάρινο βάθρο. Θα μπορούσε να είναι συντριβάνι, αλλά δεν είναι. Και τα παιδιά σκαρφαλώνουν και πηδάνε, φωνάζουν και κάνουν κουτσό γύρω του. Παίζουν κρυφτό, αγαλματάκια ακούνητα, κυνηγητό, και πιο πέρα, τα μεγαλύτερα παιδιά, με το μισό κεφάλι ξυρισμένο, α λα Ρονάλντο, παίζουν μπάλα στον πεζόδρομο. Το ένα τέρμα στο άνοιγμα προς το Φαρμακείο. Το άλλο τέρμα, πύλη στην παιδική χαρά. Ακριβώς εκεί που πριν είκοσι χρόνια, μου είχε ζητηθεί “αν θα βγω το βράδυ σε κέντρο”.
Στο αυτοκίνητο, το μέλι από το κουτί με τους λουκουμάδες στάζει. Στο πίσω κάθισμα, η παρέα παραδίνεται σε γλυκό ύπνο. Και αύριο, πάλι εδώ θα είμαστε.
Εσείς, πού θα είστε; Η δική σας πλατεία ποια είναι;