Σπάνια Κρασιά: Μια Καλή Επένδυση;

Κρασιά

Το 2006, ο Rudy Kurniawan ήταν ο ιδιοκτήτης «της μεγαλύτερης κάβας στη Γη», πουλώντας μέσω μιας σειράς από δημοπρασίες κάποια από τα σπανιότερα και ακριβότερα κρασιά στον κόσμο, βάζοντας το λιθαράκι του σε μια αγορά που μόλις τότε είχε αρχίσει να μετατρέπει συγκεκριμένα μπουκάλια από ακριβά σε πραγματικά απλησίαστα. Το 2013 καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 ετών για πώληση ψεύτικων κρασιών αξίας 30 εκατομμυρίων δολαρίων.

Κέρδισε το παρατσούκλι του μεγαλύτερου απατεώνα στην ιστορία των κρασιών, κόστισε σοβαρά ποσά σε κάποιους από τους ισχυρότερους συλλέκτες κρασιών στον κόσμο –όπως ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος Bill Koch–, όμως η φρενίτιδα γύρω από το καλό κρασί, από την οποία αποπειράθηκε να διεκδικήσει και εκείνος ένα κομμάτι, καλά κρατεί. Πρόκειται τελικά για μια αγορά από την οποία ένας ιδιώτης επενδυτής μπορεί να επωφεληθεί ή εξαιτίας της μπλέκει σε άγνωστα νερά;

Ο Εκδημοκρατισμός της Αγοράς του Κρασιού

Στα θετικά, μια επένδυση σε σπάνια κρασιά έχει –μέχρι ένα σημείο και ανάλογα με το κρασί– τον χρόνο με το μέρος της. Η ίδια η φύση του κρασιού –πρόκειται για ένα είδος πολυτελείας, το οποίο έρχεται κάποτε η ώρα που θα καταναλωθεί, σε αντίθεση με άλλα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία, όπως τα έργα τέχνης ή τα παλιά νομίσματα– σημαίνει ότι με τον καιρό το μπουκάλι που έχει κάποιος στη διάθεσή του θα γίνεται περισσότερο σπάνιο, αφού όλο και λιγότερα κρασιά με την ίδια ετικέτα θα εξακολουθούν να υπάρχουν.

Η προσφορά για μια ετικέτα συγκεκριμένης χρονιάς δέχεται αυτή τη «φυσική πίεση» από τον χρόνο, περιορίζεται όμως και εξαρχής από το γεγονός ότι μετρημένα μόνο μπουκάλια μπορούν να βγουν στην αγορά και ακόμη πιο μετρημένα –ανάλογα με την ποικιλία, τη διαδικασία οινοποίησης κ.λπ.– μπορούν να αντέξουν στον χρόνο. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η υψηλή αμπελουργία εξασφαλίζει ότι το κρασί συνδέεται άρρηκτα με την περιοχή προέλευσής του, συχνά με το ίδιο το χωράφι από το οποίο βγαίνει. Η απόσταση μόλις μερικών μέτρων στο ίδιο αμπελοτόπι μπορεί να κάνει τεράστια διαφορά, ενώ η ηλικία και οι άλλες ιδιαιτερότητες ενός αμπελιού καθιστούν δύσκολο για έναν οινοποιό να αυξήσει ξαφνικά την παραγωγή του.

Η ίδια η φύση του κρασιού σημαίνει ότι με τον καιρό το μπουκάλι που έχει κάποιος στη διάθεσή του θα γίνεται περισσότερο σπάνιο, αφού όλο και λιγότερα κρασιά με την ίδια ετικέτα θα εξακολουθούν να υπάρχουν.

Ένα τρίτο θετικό είναι το γεγονός ότι η αγορά έχει γίνει πολύ πιο ρευστή. Το 1999 απέκτησε μάλιστα το δικό της χρηματιστήριο, το London International Vintners Exchange ή Liv-Ex, ενώ μια σειρά από εφαρμογές, όπως το Cellar Tracker και το Vivino, δίνουν στους σημερινούς επίδοξους συλλέκτες ή/και επενδυτές πλήθος χρήσιμων πληροφοριών που θα τους βοηθήσουν να λάβουν μια απόφαση. Υπό μία έννοια, η τεχνολογία, με την ολοένα και πιο ευρεία διάχυση των πληροφοριών για το συγκεκριμένο asset class, εκδημοκρατίζει τρόπον τινά την αγορά του κρασιού, που σε προηγούμενες δεκαετίες ήταν πολύ πιο αδιαφανής.

Με τη Βοήθεια των Ειδικών

Μπορεί τώρα το Liv-ex Fine Wine 100, ο δείκτης που ακολουθεί τη μεταβολή της τιμής 100 εκ των πιο περιζήτητων κρασιών στον κόσμο στη δευτερογενή αγορά να ακολουθεί από το 2015 σταθερά ανοδική πορεία, όμως πόσοι άνθρωποι είναι σε θέση να επενδύσουν έστω σε ένα τέτοιο μπουκάλι όταν οι τιμές είναι τόσο υψηλές; Τα γαλλικά κρασιά από τη Βουργουνδία και το Μπορντώ θεωρούνται οι πιο σίγουρες επενδύσεις, όμως τι γίνεται με άλλες οινικές περιοχές, ποικιλίες και λιγότερο γνωστές ετικέτες και παραγωγούς;

Αν και για πολλούς μέρος της γοητείας της επένδυσης στο κρασί είναι το γεγονός ότι μπαίνει στη διαδικασία να μάθει περισσότερα –για την ίδια την αγορά, τις οινικές περιοχές, τις διαφορετικές ποικιλίες, τους παραγωγούς–, δεν χρειάζεται να κάνουν τις επιλογές τους οι ίδιοι. Μπορούν να επενδύσουν σε ένα fund κρασιών ή να αναθέσουν τη δουλειά αυτή σε έναν portfolio manager.

Επενδυτικές εταιρείες, όπως η Cult Wines, οι Farr Vintners ή οι Berry Bros. & Rudd, είναι σε θέση να προτείνουν συγκεκριμένες αγορές, να επενδύσουν τα χρήματα κάποιου ανάλογα με τον ρίσκο το οποίο επιθυμεί στο χαρτοφυλάκιό του, αλλά και να παρακολουθούν την πορεία του τελευταίου στον χρόνο.

Για πολλούς, μέρος της γοητείας της επένδυσης στο κρασί είναι το γεγονός ότι μπαίνουν στη διαδικασία να μάθουν περισσότερα για την ίδια την αγορά, τις οινικές περιοχές, τις διαφορετικές ποικιλίες, τους παραγωγούς.

Η αμοιβή διαχείρισης κατά κανόνα περιλαμβάνει και την αποθήκευση του κρασιού σε σταθερές συνθήκες – άλλωστε η τιμή μεταπώλησης ενός κρασιού εξαρτάται από το αν μπορεί κάποιος να πιστοποιήσει ότι μια φιάλη έχει διατηρηθεί σε κατάλληλες συνθήκες. Η συνεργασία με «μεγάλα ονόματα» της αγοράς αποτελεί και καλύτερη προστασία απέναντι σε απάτες, όπως αυτή του Rudy Kurniawan που αναφέρθηκε στην αρχή του άρθρου.

Το Τερπνόν Μετά του Ωφελίμου;

Όσο για τον συνήθη συνδυασμό του τερπνού μετά του ωφελίμου σε ό,τι αφορά το κρασί, της σύνδεσης δηλαδή της επένδυσης με την… κατάποση, πρόκειται για σύνθετη υπόθεση. Συνήθως, για να μπει κάποιος στη διαδικασία να εξετάσει το κρασί ως επένδυση θα πρέπει να έχει μια αγάπη για τον χώρο. Όμως, για να καταφέρει να πάρει τις καλύτερες δυνατές επενδυτικές αποφάσεις, πρέπει να είναι ξεκάθαρος ως προς τον στόχο του.

Η απάτη του Kurniawan, άλλωστε, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο δέος που ένιωθαν οι λάτρεις του καλού κρασιού μπροστά στα «σπανιότατα» μπουκάλια που έβαζε μπροστά τους. Η αγάπη τους για το κρασί θόλωνε την κρίση τους με εξαιρετικά κακά αποτελέσματα για το πορτοφόλι τους!

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο δεύτερο τεύχος του Carpe Vinum, του θεματικού περιοδικού e-book της αθηΝΕΑς για το κρασί, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

 

Δείτε επίσης στην αθηΝΕΑ:

Pure Spirit Wines με Θέα στην Ακρόπολη

Vintage Wine Bar & Bistro: Σπάνια Kρασιά σε Ποτήρι και Delivery

Barolo: Από τον Ιταλικό Βορρά στην Καρδιά του Ψυχικού

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
Editor-in-Chief & CEO
Editor-in-Chief & CEO

Η Μαριάννα Σκυλακάκη είναι οικονομολόγος, εκδότρια και αρχισυντάκτρια της αθηΝΕΑς, του βραβευμένου ελληνικού διαδικτυακού μέσου ενημέρωσης που έχει τα μάτια του στραμμένα στο μέλλον. Σπούδασε Oικονομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Bristol και κατέχει μεταπτυχιακό στη Δημόσια Διοίκηση (MPA in Public Policy & Management) από τo London School of Economics. Ξεκίνησε την καριέρα της στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε ως αναλυτής στο τμήμα επενδυτικής τραπεζικής της Goldman Sachs για μια τριετία. Επέστρεψε στην Αθήνα και ίδρυσε την αθηΝΕΑ το 2014 με σκοπό να απευθυνθεί σε ένα ευρύ κοινό δραστήριων και απαιτητικών ελληνόφωνων αναγνωστών που αναζητούσαν μια ενημέρωση πιο κοντά στα δικά τους ενδιαφέροντα. Αρθρογραφεί τακτικά στον ελληνικό τύπο ως πολιτική και οικονομική αναλύτρια και έχει αποκομίσει σημαντική εμπειρία στο συντονισμό συζητήσεων σε συνέδρια και ημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εργάζεται παράλληλα ως σύμβουλος σε θέματα οικονομικών και δημόσιας διοίκησης, με ιδιαίτερη εμπειρία σε projects στον κλάδο του τουρισμού, της αγροδιατροφής και του clustering.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+