Η ταινία «Το Πατρικό» (La Casa) του Alex Montoya είναι ένα αριστουργηματικό κινηματογραφικό επίτευγμα που μεταφέρει με ευαισθησία και εντυπωσιακή πιστότητα το ομότιτλο, πολυβραβευμένο graphic novel του Paco Roca στη μεγάλη οθόνη. Το πλήθος των βραβείων και των διακρίσεων που έχει ήδη αποσπάσει δεν επιβεβαιώνει μόνο την καλλιτεχνική και συναισθηματική της αξία αλλά και την ευρεία της απήχηση σε κοινό και κριτικούς.
Βαθιά Συναισθηματική Πλοκή και Εξαιρετικές Ερμηνείες
Στον πυρήνα της υπόθεσης αυτής κυριαρχεί ένα οικουμενικό θέμα: η επιστροφή στις ρίζες και η αναμέτρηση με το παρελθόν. Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, τρία αδέρφια —ο David Verdaguer, ο Luis Callejo και ο Oscar de la Fuente— επιστρέφουν στο πατρικό τους σπίτι. Αυτή η επιστροφή, αρχικά με την πρακτική πρόθεση της πώλησης του πατρικού τους, μετατρέπεται σε μια εσωτερική οδύσσεια. Το σπίτι αρχίζει να αποκαλύπτει στρώματα αναμνήσεων, φόβους λήθης και την επείγουσα ανάγκη για επανασύνδεση.
Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών, που πλαισιώνονται από τις ηθοποιούς: Olivia Molina, Marta Βelenguer και Lorena Lopez, είναι υποδειγματικές, προσδίδοντας βάθος και αυθεντικότητα σε κάθε χαρακτήρα και τη δυναμική των σχέσεών τους. Ο τρόπος κινηματογράφησης και η μουσική συμβάλλουν καθοριστικά στη συναισθηματική φόρτιση της ταινίας. Η φωτογραφία αποτυπώνει με ευαισθησία τις λεπτομέρειες του σπιτιού και τα πρόσωπα των ηρώων, δημιουργώντας μια ζεστή, νοσταλγική, αλλά και μελαγχολική ατμόσφαιρα. Η μουσική, λειτουργεί ως ένα αόρατο νήμα που συνδέει το παρόν με το παρελθόν.

Τα Βραβεία
Η επιτυχία της ταινίας «Το Πατρικό» είναι πολυεπίπεδη. Η πρεμιέρα στο Festival de Malaga (2024) αποτέλεσε την αφετηρία μιας σειράς διακρίσεων. Εκεί, η ταινία κατάφερε να αποσπάσει 4 σημαντικά βραβεία: της Καλύτερης Ταινίας, του Κοινού, του Σεναρίου και της Μουσικής. Αυτή η αρχική αναγνώριση υπογράμμισε την ικανότητά της να αγγίζει το κοινό, καθώς και την καλλιτεχνική αρτιότητα των βασικών της συντελεστών. Η αναγνώριση συνεχίστηκε δυναμικά και εκτός των ορίων του φεστιβάλ.
Ο Oscar de la Fuente, κέρδισε το Βραβείο B’ Αντρικού Ρόλου σε μια από τις σημαντικότερες τιμητικές διακρίσεις στον ισπανικό κινηματογράφο, την 12η απονομή των Βραβείων Feroz (2025), επιβεβαιώνοντας τη θέση της ταινίας ως μία από τις κορυφαίες παραγωγές της χρονιάς. Οι προβολές της σε φεστιβάλ όπως αυτό του San Paolo στη Βραζιλία ενίσχυσαν περαιτέρω την παγκόσμια αναγνώρισή της. Η ταινία ήταν επίσης υποψήφια για δύο Βραβεία Goya (2025), τα πλέον σημαντικά εθνικά βραβεία της Ισπανίας: το Βραβείο Διασκευασμένου Σεναρίου και το Βραβείο B’ Ανδρικού Ρόλου. Αυτές οι υποψηφιότητες επιβεβαιώνουν την αναγνώριση τόσο του έξοχου σεναρίου, που βασίζεται σε μια επιτυχημένη διασκευή, όσο και των εξαιρετικών ερμηνειών που χάρισαν οι ηθοποιοί.
Στην Ελλάδα, το κοινό είχε την ευκαιρία να την παρακολουθήσει στην πρεμιέρα του 9ου Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου Αθήνας – FeCHA (26/5-5/6/2025).
Η Σιωπηλή Αφήγηση του Σπιτιού
Πέρα από τα βραβεία και τις ερμηνείες, αυτό που κάνει την συγκεκριμένη ταινία πραγματικά ξεχωριστή είναι ο τρόπος που ο Alex Montoya αναδεικνύει το ίδιο το σπίτι σε βασικό χαρακτήρα και άτυπο αφηγητή. Δεν είναι απλά ένα σκηνικό, αλλά μια ζωντανή οντότητα, ένας σιωπηλός μάρτυρας του χρόνου που φεύγει, των γενεών που μεγάλωσαν εντός των τειχών του, και των αμέτρητων στιγμών που διαμόρφωσαν την οικογένεια.
Ο Montoya επιτυγχάνει να μετατρέψει το σπίτι σε μια κινηματογραφική μνήμη, όπου κάθε γωνιά, κάθε ρωγμή στον τοίχο, κάθε παλιό αντικείμενο, έχει μία ιστορία να αφηγηθεί. Τα φλάσμπακ δεν είναι απλώς τεχνικές αφηγηματικές παρεμβάσεις. Είναι οι πόρτες που ανοίγουν τις μνήμες του σπιτιού, αποκαλύπτοντας τις δυναμικές της οικογένειας μέσα από το πρίσμα του χώρου. Βλέπουμε τα παιδιά να μεγαλώνουν, τον πατέρα να γερνάει, τις σχέσεις να εξελίσσονται, όλα αυτά με το σπίτι να παραμένει σταθερό, αλλάζοντας και αυτό με τον χρόνο, διατηρώντας όμως την ουσία του ως καρδιά της οικογένειας.
Αυτή η προσέγγιση προσδίδει στην ταινία μια μοναδική ποιητική διάσταση. Το σπίτι γίνεται η υλική ενσάρκωση των οικογενειακών δεσμών, ο συνεκτικός ιστός που παλεύει να κρατήσει ενωμένους τους αδελφούς ακόμη και μετά την απώλεια του πατέρα. Η ταινία δεν χρειάζεται υπερβολικούς διαλόγους ή δραματικές συγκρούσεις για να μεταφέρει το βάρος των συναισθημάτων, γιατί το σπίτι «μιλάει» από μόνο του, με τη σιωπή του, με τις σκιές του, με τις αναμνήσεις που αναδύονται μέσα από τα δωμάτιά του. Είναι ένα αριστοτεχνικό παράδειγμα του πώς ένας χώρος μπορεί να γίνει κεντρικός χαρακτήρας και να μεταφέρει ένα τόσο βαθύ και οικουμενικό μήνυμα για την οικογένεια, την απώλεια και την ανάγκη για επανασύνδεση.

Η Θεραπευτική Δύναμη της Μνήμης και της Επανασύνδεσης
Η ταινία του Alex Montoya λειτουργεί ως μια καθαρτική εμπειρία τόσο για τους χαρακτήρες της όσο και για το κοινό, προσφέροντας χώρο για βαθύ αναστοχασμό. Στον πυρήνα της θεραπευτικής της διάστασης βρίσκεται η διαχείριση του πένθους. Ο θάνατος του πατέρα λειτουργεί ως ο καταλύτης που φέρνει τα τρία αδέρφια πίσω στο πατρικό. Το σπίτι, στην ουσία, μετατρέπεται σε ένα μνημείο της απώλειας, αλλά ταυτόχρονα και σε πεδίο αναβίωσης. Μέσα από την επαφή τους με αντικείμενα, φωτογραφίες και χώρους γεμάτους ιστορία, τα αδέρφια αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τον θάνατο του πατέρα τους, αλλά και την απουσία, τις προσδοκίες, τις ανεξόφλητες οφειλές και τις χαμένες στιγμές. Αυτή η διαδικασία, αν και επώδυνη, είναι ουσιαστική για την αποδοχή της απώλειας και τη μετάβασή τους σε ένα νέο κεφάλαιο της ζωής τους.
Η ταινία αναδεικνύει πως το πένθος δεν είναι μια γραμμική πορεία, αλλά μια πολυσύνθετη αλληλεπίδραση αναμνήσεων, λύπης, αγάπης και αποδοχής. Τα αδέρφια έχουν ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους, δημιουργώντας αποστάσεις και έντονες συγκρούσεις. Η επιστροφή στο πατρικό τους αναγκάζει να έρθουν ξανά σε επαφή, να χτίσουν νέες γέφυρες επικοινωνίας και να αντιμετωπίσουν παλιά τραύματα. Η κοινή τους ιστορία και οι παιδικές αναμνήσεις λειτουργούν ως συνδετικός κρίκος, θυμίζοντάς τους εκείνα που τους ενώνουν πέρα από τις όποιες διαφορές τους. Αυτή η προσπάθεια για επανασύνδεση, για την αναπλήρωση του χαμένου χρόνου και της δημιουργίας νέων αναμνήσεων, είναι μια θεραπευτική πράξη από μόνη της, μια συνειδητή επιλογή για την επούλωση των ρηγμάτων και την αναβίωση της οικογενειακής ενότητας.
Το ίδιο το σπίτι αποκτά μια θεραπευτική υπόσταση. Δεν είναι απλώς ένα κτίριο, αλλά ένας φορέας μνήμης και συναισθημάτων. Κάθε δωμάτιο, κάθε αντικείμενο, μπορεί να πυροδοτήσει μια ανάμνηση, φέρνοντας στην επιφάνεια ξεχασμένα συναισθήματα. Αυτή η φυσική επαφή με το παρελθόν είναι καθαρτική, όχι απλά νοσταλγική. Επιτρέπει στους χαρακτήρες –και κατ’ επέκταση στο κοινό– να κοιτάξουν τις ρωγμές και να αναγνωρίσουν τις ατέλειες, αλλά και τις ομορφιές της οικογενειακής τους ιστορίας. Είναι σαν μια συνεδρία ψυχοθεραπείας, όπου το υποσυνείδητο αναδύεται μέσα από την εξερεύνηση ενός τόσο οικείου χώρου. Το σπίτι τους δίνει την ευκαιρία για έναν τελευταίο φόρο τιμής στον πατέρα τους, τιμώντας τη μνήμη του και επιλύοντας τις εσωτερικές τους διαμάχες.
Η μεγάλη ενσυναίσθηση μαζί με την οικουμενικότητα των στιγμών που δημιουργεί ο Montoya, είναι κρίσιμες συνθήκες για τη θεραπευτική επίδραση στο κοινό. Οι θεατές αναγνωρίζουν κομμάτια της δικής τους ιστορίας, των οικογενειακών τους σχέσεων και των δικών τους απωλειών. Αυτή η ταύτιση οδηγεί σε συναισθηματική κάθαρση. Η ταινία δεν προσφέρει εύκολες λύσεις, αλλά παρουσιάζει τις προκλήσεις της οικογενειακής ζωής με ειλικρίνεια, επιτρέποντας στο κοινό να επεξεργαστεί τα δικά του συναισθήματα και αναμνήσεις σε ένα ασφαλές, κινηματογραφικό πλαίσιο.
«Το Πατρικό» λειτουργεί θεραπευτικά επειδή αντιμετωπίζει το πένθος και την απώλεια με ευαισθησία, εστιάζει στην επανόρθωση των οικογενειακών σχέσεων, χρησιμοποιεί το πατρικό σπίτι ως ένα βαθιά συμβολικό και καθαρτικό χώρο, και επιτρέπει την οικουμενική ταύτιση, οδηγώντας σε συναισθηματική κάθαρση για το κοινό. Είναι μια ταινία που δίνει τροφή για σκέψη: υπενθυμίζει την αξία των δεσμών αίματος, τη σημασία της συγχώρεσης και της κατανόησης, καθώς και την αιώνια δύναμη της μνήμης που θεραπεύει και ενώνει. Σίγουρα αποτελεί μια έξοχη επιλογή για θέαση στα θερινά σινεμά.
- Διανομή: One from the Heart (από 31/7 στην Αθήνα και από 7/8 στη Θεσσαλονίκη)
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Φωτογράφος του Μήνα | Ζηνοβία Χατζηδάκη