Στο πρώτο μέρος των Θεατρικών Προσεχώς της αθηΝΕΑς αναφέρθηκε, όχι άδικα, ως must-see παράσταση ο “Ρινόκερος” του Eugène Ionesco που, μέσα από το καλλιτεχνικό σκηνοθετικό βλέμμα του Γιάννη Κακλέα, έχει μεταφερθεί στο Θέατρο Κιβωτός, με τον Άρη Σερβετάλη να πρωταγωνιστεί ως Μπερανζέ, αντιστεκόμενος στην τυραννία και στη μαζικοποίηση.
Αν και ταυτισμένος με το παράλογο, ο Ionesco στον Ρινόκερο, αναδεικνύει μια λογική σκέψη που βρίσκει τη θέση της σε όλα τα χρόνια. Ο Ρινόκερος είναι ένα αντιναζιστικό έργο που αντιτίθεται σε κάθε μαζική μεταμόρφωση-μεταβολή. Ο Μπερανζέ, ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου, παρουσιάζεται ως η μόνη λογική φωνή που επιζητεί να εισακουστεί, αντιστεκόμενος σθεναρά σε όλες τις μαζικές υστερίες και επιδημίες, στην “ρινοκερίτιδα” που θερίζει τον κόσμο γύρω του, η οποία καλύπτεται κάτω από τον μανδύα των ιδεολογιών και της λογικής που παρατίθεται.
Ο Σερβετάλης, αφοπλιστικά απλός και εκφραστικός, δίνει για μια ακόμα φορά ρεσιτάλ ερμηνείας στο ρόλο του ασυμβίβαστου Μπερανζέ, αποτελώντας τον κορμό της παράστασης
Σε ένα ανισόπεδο θεατρικό σκηνικό (Σάκης Μπιρμπίλης-Γιάννης Κακλέας), ρημαγμένο από την εισβολή του Ρινόκερου, ο Μπερανζέ μένει ο μόνος επιζών, “αμετακίνητος”, να συνειδητοποιεί την διαφορετικότητά του στο μεταβαλλόμενο τοπίο, κάνοντας τον προσωπικό του απολογισμό.
Το έργο είναι καλά προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα και δοσμένο με απόλυτη σαφήνεια ως προς τον πυρήνα του. Σε ένα υπερσύγχρονο hi-tech περιβάλλον, σκηνικά αντιληπτό, όπου ο καταναλωτισμός και η χρήση των τεχνολογικών gadgets πρωταγωνιστούν σε υπερβολικό βαθμό, προκαλώντας ακατάσχετο εθισμό, ο Ρινόκερος βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να δράσει, στοχεύοντας στην ψυχολογία της μάζας που αποκτηνώνεται. Αυτή την υπερβολή, ο Κακλέας την οπτικοποιεί στο έπακρο, στοχεύοντας να αναδείξει τη διαχρονικότητα του έργου του Ionesco.
Χωρίς περιστροφές, ο Σερβετάλης, αφοπλιστικά απλός και εκφραστικός, δίνει για μια ακόμα φορά ρεσιτάλ ερμηνείας στο ρόλο του ασυμβίβαστου Μπερανζέ, αποτελώντας τον κορμό της παράστασης. Καλές ερμηνείες εισπράττουμε και από τους ηθοποιούς που αποτελούν τον κοινωνικό περίγυρο του Μπερανζέ, αν και επισκιάζονται ακούσια από το ερμηνευτικό μέγεθος του Σερβετάλη, αφήνοντάς μας την αίσθηση μιας σκηνικά άδετης ομάδας.
Ο Κακλέας παρουσιάζει εξ αρχής σε μικρές δόσεις όλους όσους βρίσκονται στον άμεσο ή ευρύτερο κύκλο του Μπερανζέ και παρασύρονται από την επέλαση του Ρινόκερου, δίνοντας τον απαιτούμενο χώρο στον Ζαν και τη Ντέζη που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του Μπερανζέ. Ο Στέλιος Ιακωβίδης δίνει ερμηνευτικά μια διαφορετική υπόσταση στον ρόλο του Ζαν, αναδεικνύοντας εμφατικά τη μετάλλαξή του, κάτι που επιτυγχάνει ερμηνευτικά και ο Πάνος Παπαδόπουλος στο ρόλο του Ντιντάρ. Στο ρόλο της πιο ρομαντικής Ντέζη η Έλλη Τρίγγου, που βρίσκει οριακά τα ερμηνευτικά της πατήματα όταν οδεύει με τη σειρά της προς τη “ρινοκερίτιδα”.
Παρακολουθώντας τον Ρινόκερο του Κακλέα, το κοινό, εκτιμώντας την σκηνοθετική επικοινωνία του λόγου του Ionesco, επικροτεί τον σκηνικό επίλογο του Μπερανζέ, αναλογιζόμενο την πάλη απέναντι στην αποθηρίωση και τις συνέπειές της.