Η νέα αυτή εποχή που διανύουμε έχει αλλάξει, πέραν των άλλων, και τον τρόπο που ταξιδεύουμε. Μπορεί η πανδημία να μείωσε τα πραγματικά ταξίδια, πολλαπλασίασε όμως εκείνα του νου.
Μόλις έμαθα λοιπόν ότι το “The Zillers Roof Garden” και ο chef του, Παύλος Κυριαζής, θα φιλοξενήσουν τον Βρετανό chef Alex Dilling σε ένα πολλά υποσχόμενο “four hands dinner”, απλά ενθουσιάστηκα! Ο Dilling ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του δουλεύοντας για τον εμβληματικό Alain Ducasse στη Νέα Υόρκη και, μέχρι πρότινος, κουβαλώντας στην πλάτη του 2 αστέρια Michelin, διηύθυνε την κουζίνα του πασίγνωστου εστιατορίου “Greenhouse” στο Λονδίνο, το οποίο δυστυχώς, λόγω των δυσχερών εποχών που διανύουμε, έριξε αυλαία τον περασμένο Ιούνιο.
Με όρεξη να ανακαλύψω νέα γευστικά μονοπάτια και να αναπολήσω παλαιότερες εποχές, όταν τα ταξίδια ήταν πιο συχνά και πιο ανέμελα, βρέθηκα με μία Cava στο χέρι να ατενίζω την Ακρόπολη, η οποία δέσποζε αγέρωχη μπροστά μου στο ξεχωριστό Roof Garden του ξενοδοχείου The Zillers. Ο ήχος από τις καμπάνες της Μητρόπολης χάριζε μια νοσταλγική ατμόσφαιρα, ενώ η δύση του ηλίου ολοκληρωνόταν, μετατρέποντας τον ουρανό σε καμβά γεμάτο μαγικά χρώματα.
Σε αυτό το μοναδικό σκηνικό, η βραδιά ξεκίνησε με το λαχταριστό καλωσόρισμα των δύο ταλαντούχων chef, μια τριλογία από “Churro Αστακού”, “Μανιταρένιο Ταρτάκι” με μαύρη τρούφα και “Foie Gras με Σοκολάτα” σε σχήμα Toblerone!
Το δείπνο θα εξελισσόταν σε 7 στάδια, με το ανάλογο wine pairing φυσικά.
Πρώτο πιάτο, μια δροσερή “Πράσινη Σαλάτα” με στρείδι και σάκε, η οποία πλάγιασε δίπλα στο Logos Chardonnay 2019 του Κτήματος Ζαφειράκη. Ένα κρασί που ξαφνιάζει ευχάριστα με τις νότες ορυκτότητας που αναδίδει και ταίριαξε απόλυτα με το στρείδι. Οι ήπιοι γευστικοί τόνοι είχαν στόχο να αφήσουν περιθώριο για τη συνέχεια.
Επόμενη στάση, το “Λευκό Λουκάνικο Αντζούγιας” με παρμεζάνα. Ένα έργο τέχνης στο πιάτο, με απαλή υφή και φίνα γεύση, το οποίο αναδείχθηκε ακόμα περισσότερο δίπλα στο Ασύρτικο από τη Σαντορίνη του Οινοποιείου Γαβαλάς, το οποίο εντυπωσιάζει με την πρώτη ματιά, μόνο και μόνο χάρη στη χαρακτηριστική του μπλε φιάλη.
Η πιο επιτυχημένη στιγμή του δείπνου ήταν για μένα το “Καλκάνι Μελιτζάνα”, του οποίου οι γεύσεις ισορροπούσαν με τρόπο αριστουργηματικό, ενώ το άρωμα της λουίζας χάιδευε στο τελείωμα στοργικά τις αισθήσεις μας. Η Σαντορίνη (Oak Barrel) του Σιγάλα απογείωσε την εμπειρία.
Το αποκορύφωμα του μενού ήταν το “Περιστέρι Farci” με αγκινάρα και μπέικον Αλσατίας. Αν και η δημιουργικότητα του σεφ ήταν ευδιάκριτη, με τη γεμιστή πέτσα να εντυπωσιάζει, προσωπικά δυσκολεύτηκα να εκτιμήσω και να ευχαριστηθώ το συγκεκριμένο κρέας, ειδικά λόγω του βαθμού ψησίματος που θα έλεγα ότι ήταν rare. Η συνοδεία της αγαπημένης μου ποικιλίας Λημνιώνα του Κτήματος Ζαφειράκη μου κράτησε πάντως ευχάριστη συντροφιά.
Ένα παιχνιδιάρικα μαστιχωτό amuse bouche άλλαξε την κατεύθυνση, οδηγώντας μας στο γλυκό κλείσιμο, ένα “Vacherin Καρύδας”, με παρφέ μελιού και σορμπέ μάγκο μπανάνα, που ταίριαξε τέλεια μ’ ένα γλυκό κρασί όψιμου τρύγου, τον Χρυσογέρακα του Κυρ Γιάννη, από τις ποικιλίες Μαλαγουζιά και Gewürztraminer.
Κάπως έτσι, δοκιμάζοντας και τα γλυκίσματα που σήμαναν τη λήξη μιας ακόμα καλοκαιρινής βραδιάς, αποχαιρετηθήκαμε, έχοντας λάβει ένα λονδρέζικο feeling στην καρδιά της Αθήνας, το οποίο θα μπορούμε να ανακαλέσουμε οποιαδήποτε στιγμή μας χρειαστεί κατά τη διάρκεια του απρόβλεπτου χειμώνα που ακολουθεί.