Μικρές και ανάλαφρες στιγμές, απλές και αβίαστες, αυθόρμητες, συνηθισμένες αλλά καθόλου δεδομένες στη ρευστή εποχή που ζούμε, στιγμές μιας αθωότητας στα όρια της αγαθότητας. Να ποιο ήταν το δικό μου εορταστικό μενού ευτυχίας!
Υλικά:
- Τα τεμπέλικα πρωινά των αργιών, με άρωμα φρεσκοψημένου καφέ και αδιόρατη μυρωδιά κανέλας, γαρίφαλου και πράσινου μήλου.
- Οι πολυταξιδεμένοι και ξενιτεμένοι που ήρθαν και είναι όλοι καλά. Τελεία – τι περισσότερο να ζητήσεις! Η εκ νέου αναχώρησή τους χάνεται στον επίλογο δύο ολόκληρων εβδομάδων (αρνείσαι να σκεφτείς για τόσο μακριά).
- Το παιάνισμα ενός μικρού ύμνου χαράς για κάθε μπάλα που στόλισες, κάθε φωτάκι που κρέμασες, κάθε δώρο που αγόρασες για τους αγαπημένους σου. Γιατί φανταζόσουν ότι θα χαρούν όλοι με τις φροντίδες σου – στην πραγματικότητα, γιατί ακόμα περισσότερο χάρηκες εσύ με τη διαδικασία.
- Τα καινούργια, μπόλικα βιβλία, ύστερα από πολύ ξεφύλλισμα σε αγαπημένα βιβλιοπωλεία – πολύτιμη συνήθεια από μικρή το «στοκάρισμα» κάθε Χριστούγεννα, για αναγνωστική απόλαυση διαρκείας.
- Η συνταγή της μαμάς για τη γέμιση που θυμήθηκες και φέτος κατά γράμμα. Ιδεατή αποτύπωση, αφού δεν είναι γραμμένη πουθενά, όπως και το κόλπο για να μη στεγνώνει η γαλοπούλα – και χαμογέλασες που όλοι τη βρήκαν, όπως κάθε χρονιά, «καλύτερη από ποτέ!».
- Το φλουρί που φέτος έπεσε στον έναν σκύλο σου – την αθωότερη ύπαρξη επί της γης.
- Τα παιδάκια για τα κάλαντα. Διαδόθηκε φέτος ότι κερνάς και σοκολάτες και το κουδούνι χτυπούσε ασταμάτητα.
- Τα φιλιά και οι αγκαλιές στην αλλαγή του χρόνου (γιατί δεν αντέξατε άλλο την απόσταση), κι ακόμα είστε όλοι καλά.
- Οι ευπρόσδεκτες ευχές για υγεία, που φέτος δεν ακούστηκαν μπανάλ, αλλά γεμάτες νόημα και ουσία.
- Το ότι ένιωθες την τύχη με το μέρος σου για τα πολλά «ευχαριστώ» που είχες να δώσεις. Για τα πολλά «δόξα σοι» που είπες, όπου πιστεύεις.
Για το τέλος κάτι απρόσμενο. Κάτι που μου υπενθύμισε ότι το υποσυνείδητό μας κάνει ενδιαφέροντες συνειρμούς… ερήμην μας.
Οι αφρώδεις οίνοι και η αριστοκρατική τους, τελείως ξεχωριστή «κάστα», οι σαμπάνιες, δεν ήταν ποτέ κάτι που έκανε τους γευστικούς μου κάλυκες να δονούνται από ευχαρίστηση ή από την προσμονή της απόλαυσης.
Μέχρι χτες. Όπου, σε ένα κατά τα άλλα χαλαρό και casual οικογενειακό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, στρωμένο με όλα τα «πρωτόκολλα» της εποχής, ζήτησα με επιμονή, σχεδόν απαίτησα από τον άνδρα μου, να αφήσει για λίγο στην άκρη το λευκό κρασί που είχε ήδη επιλέξει και να ανοίξει «τώρα, εδώ και τώρα», όχι με ένα γλυκό, αλλά με ένα απόλυτο «ΤΩΡΑ σε παρακαλώ!», μία σαμπάνια. Απόρησε φυσικά, αλλά για το χατίρι μου προσάρμοσε το «πλάνο οινοποσίας» του τραπεζιού, και σε λίγο το γνωστό ηχηρό «παφ!» επιβεβαίωσε την επιτυχημένη εκτόξευση του φελλού.
Κρατώντας το ποτήρι μου στο φως και παρακολουθώντας τον τρελό χορό των φυσαλίδων, εφήμερο και στιγμιαίο, προτού σκάσουν στα τοιχώματα του ποτηριού, ένιωσα ότι κάπως έτσι «οραματίστηκα» την καινούργια χρονιά, έτσι θα ήθελα να μου λάχει: αφρίζουσα, μπριόζα, ανάλαφρη, χωρίς να αφήσει «βαρύ» το ίχνος της.
Έτσι την εύχομαι σε όλους σας αυτή τη νέα χρονιά. Σαν φίνα σαμπάνια με άφθονες φυσαλίδες.