Το Μακεδονικό Ζήτημα Μετά το 1991

“Το Έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές”
Διονύσιος Σολωμός

Το ζήτημα της ονομασίας του κράτους της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας εντάσσεται ιστορικά στο “Μακεδονικό Ζήτημα”, όπως αυτό προέκυψε μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1878 και κορυφώθηκε για την Ελλάδα με τον Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς Πολέμους, που οδήγησαν στην προσάρτηση ενός μεγάλου μέρους της γεωγραφικής έκτασης της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό το 1913. Το υπόλοιπο έδαφος αυτού που σήμερα ορίζεται ως γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας, βρίσκεται στην πΓΔΜ και στη Βουλγαρία (Μακεδονία του Πιρίν). To Μακεδονικό Ζήτημα αποτελεί επιμέρους τμήμα του “Ανατολικού Ζητήματος”, οι απαρχές του οποίου εντοπίζονται στα τέλη του 18ου αιώνα και η επίλυση του οποίου επήλθε μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας με το νεοσύστατο κράτος της πΓΔΜ, το οποίο διακήρυξε την ανεξαρτησία του με το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991, διαταράχθηκαν με αφορμή το ζήτημα της ονομασίας του. Η πΓΔΜ αποτελούσε ομόσπονδο κράτος της Γιουγκοσλαβίας με την ονομασία “Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Την ονομασία αυτή έλαβε το 1963. Αρχικά είχε ονομαστεί “Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας” το 1945, μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και εντάχθηκε στη νεοσύστατη Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία το 1946.

Πριν τον πόλεμο, η περιοχή της πΓΔΜ αποτελούσε τμήμα του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας (1918-1939) και προηγουμένως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέχρι το 1941 η περιοχή έφερε την ονομασία Vardar Banovina. Η χρήση του όρου “Μακεδονία” στην ονομασία του ομόσπονδου κρατιδίου ήταν ενταγμένη σε μια ευρύτερη πολιτική της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας του Josip Broz Tito, η οποία στόχευε στην αναζωπύρωση αλυτρωτικών διεκδικήσεων εις βάρος της Ελλάδας, ανάμεσα στις οποίες ήταν η δημιουργία εξόδου για τη Γιουγκοσλαβία στο Αιγαίο, καθώς και η οικιοποίηση της ιστορίας της αρχαίας Μακεδονίας από τους μεταγενέστερα αφιχθέντες σλαβικούς πληθυσμούς, στο πλαίσιο της καλλιέργειας της ιδέας περί ύπαρξης ενός ξεχωριστού “Μακεδονικού έθνους”.

Παρά ταύτα, πρώτη η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου επιλέγει τον όρο “Μακεδόνες Σλάβοι” για να περιγράψει τη μειονότητα που κατοικούσε τότε στη Δυτική Μακεδονία, όπως καταδεικνύει ο εθνολογικός χάρτης που είχε τυπώσει το 1918 και εμφανίζεται παρακάτω. Στη συνέχεια, οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν δημιουργήσει μείζον διπλωματικό ζήτημα με αφορμή την χρήση του όρου “Μακεδονία” από ένα από τα ομόσπονδα κράτη της Γιουγκοσλαβίας, αξίζει όμως να σημειωθεί ότι οι κυβερνήσεις Καραμανλή (1955-1963) είχαν εγείρει ζήτημα σχετικά με τη μη ύπαρξη “Μακεδονικού έθνους” και “Μακεδονικής γλώσσας”. Παράλληλα, την εποχή εκείνη η Ελλάδα είχε ήδη πάψει να αποδέχεται την παρουσία “Μακεδονικής” μειονότητας στην Ελλάδα[1], μετά τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου.

Εξαιτίας του ζητήματος της ονομασίας της πΓΔΜ, η Ελλάδα υφίσταται από το 1992 ένα διαρκές διπλωματικό κόστος, γεγονός που οδήγησε την ελληνική πλευρά σε υποχωρήσεις στο ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ. Υπήρξε ήττα της Ελλάδας το γεγονός ότι περισσότερες από 130 χώρες έχουν ήδη αναγνωρίσει την πΓΔΜ με τη συνταγματική της ονομασία “Δημοκρατία της Μακεδονίας”, ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ρωσία και η Κίνα. Παράλληλα, η πΓΔΜ αναγνωρίζεται de facto από τις περισσότερες χώρες του κόσμου με τη συνταγματική της ονομασία, βάσει μιας σειράς διοικητικών πράξεων που συνιστούν de facto αναγνώριση ενός κράτους και της ονομασίας αυτού.

Εξαιτίας του ζητήματος της ονομασίας της πΓΔΜ, η Ελλάδα υφίσταται από το 1992 ένα διαρκές διπλωματικό κόστος, γεγονός που οδήγησε την ελληνική πλευρά σε υποχωρήσεις στο ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ.

Ανάμεσα σε αυτές είναι η κανονική θεώρηση των διαβατηρίων που φέρουν σφραγίδα “Republic of Macedonia”, η αποδοχή επίσημης αλληλογραφίας που φέρει την ένδειξη “Republic of Macedonia”, η εισαγωγή προϊόντων της πΓΔΜ με την ένδειξη “Made in Macedonia” κ.ά. Μια επιπλέον ένδειξη της αποτυχίας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο ζήτημα της ονομασίας, συνιστά το γεγονός ότι σε επίπεδο διεθνούς κοινής γνώμης, το σύνολο των ΜΜΕ αναφέρονται στην πΓΔΜ κάνοντας χρήση της συνταγματικής της ονομασίας “Μακεδονία”, και όχι της διεθνούς (προσωρινής) ονομασίας πΓΔΜ.

Ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν καταρχήν θετικός τόσο στο Πακέτο Pinheiro, όσο και αργότερα έναντι της Συμφωνίας Vance-Owen, η οποία, εκτός από το ζήτημα της ονομασίας, ρύθμιζε και τις σχέσεις της πΓΔΜ με την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως ο εθνικιστικός και λαϊκιστικός παροξυσμός που είχε καταλάβει την ελληνική κοινωνία οδήγησε τον Μητσοτάκη σε αναδίπλωση, έτσι συμφώνησε τελικά με την απόφαση του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών των κομμάτων της Βουλής, υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, για “καμία χρήση του όρου Μακεδονία ή παραγώγων του” από την πΓΔΜ, υπό τον ρητό όρο της αναθεώρησης της διπλωματικής αυτής γραμμής, σε περίπτωση που δεν στεφθεί με επιτυχία.

Αυτή ήταν η εθνική θέση της Ελλάδας για το όνομα της πΓΔΜ μέχρι το 1995, οπότε άλλαξε στην πράξη, με την υπογραφή της “Ενδιάμεσης Συμφωνίας”, βάσει της οποίας η Ελλάδα αναγνώρισε το νεοσύστατο κράτος με την προσωρινή ονομασία “Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας”, γεγονός που συνιστά αποδοχή της χρήσης του όρου “Μακεδονία”, έστω και ως προσωρινού. Στο μεσοδιάστημα, είχε λάβει χώρα η επιβολή embargo από την Ελλάδα στην πΓΔΜ, διάρκειας 19 μηνών, το οποίο είχε αρνητικό αντίκτυπο διεθνώς για την Ελλάδα. Η Ενδιάμεση Συμφωνία καθόρισε ένα modus vivendi, έναν δεσμευτικό “κώδικα συμπεριφοράς”, μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ, επί τη βάσει του οποίου ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για την εξεύρεση λύσης ανάμεσα στις δύο πλευρές, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

Τα επόμενα χρόνια, η πΓΔΜ προχώρησε σε συστηματική παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, καθώς αγνόησε πολλές από τις υποχρεώσεις του “κώδικα συμπεριφοράς”, έτσι όπως ορίζονται στα άρθρα της συμφωνίας. Συγκεκριμένα, η πΓΔΜ, κατά παρέκκλιση της συμφωνίας αυτής, συνέχισε να κάνει χρήση της συνταγματικής της ονομασίας στους διεθνείς οργανισμούς, στους οποίους είχε προσχωρήσει υπό την προϋπόθεση να χρησιμοποιεί την προσωρινή της ονομασία (πΓΔΜ). Επιπλέον, χρησιμοποιούσε σύμβολα που ανήκουν στην ελληνική ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά, όπως ο ήλιος της Βεργίνας, αγάλματα του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ονομασία του αεροδρομίου των Σκοπίων “Μέγας Αλέξανδρος” κ.ά. Τέλος, ενίσχυσε τις αλυτρωτικές διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδας, μέσω των σχολικών εγχειριδίων και της γενικότερης κρατικής πολιτικής διαστρέβλωσης της ιστορικής πραγματικότητας, υποστηρίζοντας τη θεωρία περί της ύπαρξης μιας “Μακεδονικής Εθνότητας”, που βρίσκεται εγκλωβισμένη εκτός της επικράτειας της πΓΔΜ, σε ελληνικό και σε βουλγαρικό έδαφος.

Σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο των παραβιάσεων του πνεύματος και της ουσίας της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από την πΓΔΜ, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν κατάφερε με τρόπο αποτελεσματικό να αναδείξει το θέμα διεθνώς και να πείσει τη διεθνή κοινότητα να καταδικάσει την πΓΔΜ για τη στάση της έναντι της Ελλάδας. Η αποτυχία αυτή οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο διεθνή συσχετισμό των δυνάμεων, ο οποίος ήταν εις βάρος της Ελλάδας. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στις ΗΠΑ, ως της ισχυρότερης παγκόσμιας δύναμης, οι οποίες αναγνώρισαν την πΓΔΜ ως Δημοκρατία της Μακεδονίας τον Νοέμβριο του 2004, και έκτοτε ασκούν πίεση στην Ελλάδα για να αποδεχτεί την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Οι ΗΠΑ έφτασαν μάλιστα στο σημείο να επιβάλουν “αντίποινα” στην Ελλάδα, όταν εκείνη έθεσε βέτο στην ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ το 2008.

Το επόμενο σημείο καμπής στη στάση της Ελλάδας έναντι της πΓΔΜ εντοπίζεται το 2008 στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, στο πλαίσιο της οποίας θα εξεταζόταν η ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Ενόψει της συνόδου κορυφής, έλαβε χώρα στην Ελλάδα, στις 20 Φεβρουαρίου, ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών από την υπουργό εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, σχετικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων και των προτάσεων του ειδικού διαπραγματευτή Matthew Nimetz. Μετά τη σύνοδο στο Βουκουρέστι (2-4 Απριλίου) ακολούθησε, στις 10 Απριλίου, προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων για το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ και τη στάση που τήρησε η ελληνική πλευρά στο Βουκουρέστι. Όλα τα κόμματα, πλην του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού που διαφώνησε, ήταν σύμφωνα με τη νέα εθνική θέση στο ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ, η οποία ήταν «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «Μακεδονία» που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή». Αυτή αποτελεί μέχρι και σήμερα την επίσημη θέση του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών.

Η ελληνική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή, δήλωσε την πρόθεσή της να ασκήσει βέτο στην ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, παρά την πίεση που ασκούσαν περί του αντιθέτου οι ΗΠΑ, λίγο πριν την έναρξη των εργασιών της συνόδου κορυφής στο Βουκουρέστι. Ο Καραμανλής κατέστησε σαφές από την πρώτη ημέρα της συνόδου ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να συναινέσει στην ένταξη της πΓΔΜ, από τη στιγμή που δεν είχε βρεθεί μια αμοιβαία αποδεκτή λύση για μια μόνιμη ονομασία. Η στάση αυτή της Ελλάδας αποτελούσε παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, σύμφωνα με το άρθρο 11 της οποίας η Ελλάδα δεσμευόταν να μην εμποδίσει την είσοδο της πΓΔΜ σε διεθνείς οργανισμούς, αν η τελευταία επιχειρούσε είσοδο με χρήση της προσωρινής της ονομασίας (πΓΔΜ) και όχι της συνταγματικής (Δημοκρατία της Μακεδονίας). Για αυτή την παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας η Ελλάδα καταδικάστηκε από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης τον Δεκέμβριο του 2011.

Η ελληνική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή, δήλωσε την πρόθεσή της να ασκήσει βέτο στην ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, παρά την πίεση που ασκούσαν περί του αντιθέτου οι ΗΠΑ, λίγο πριν την έναρξη των εργασιών της συνόδου κορυφής στο Βουκουρέστι.

Δέκα χρόνια μετά τη σύνοδο κορυφής στο Βουκουρέστι, η Ελλάδα θα βρεθεί και πάλι ενώπιον ενός νέου αιτήματος ένταξης της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, στη σύνοδο κορυφής που θα λάβει χώρα τον ερχόμενο Ιούλιο στις Βρυξέλλες. Στην εξεύρεση αμοιβαίας συμβιβαστικής λύσης για την ονομασία της πΓΔΜ συνηγορούν οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, όπου την αδιάλλακτη στο ζήτημα της ονομασίας εθνικιστική κυβέρνηση του Nikola Gruevski έχει διαδεχτεί η κυβέρνηση του διαλλακτικότερου, έναντι της Ελλάδας, σοσιαλδημοκράτη Zoran Zaev. Γι’ αυτό τον λόγο η ελληνική κυβέρνηση έχει κινήσει τη διαδικασία για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με την πΓΔΜ, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και του ειδικού διαμεσολαβητή Matthew Nimetz, ώστε το ζήτημα της ονομασίας να έχει επιλυθεί μέχρι τον Ιούλιο, και έτσι η Ελλάδα να μη βρεθεί σε δυσχερή θέση στην σύνοδο κορυφής. Η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων έχει οριστεί για τις 17 Ιανουαρίου.

Ενόψει της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων, έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας τρεις ονομασίες, που θεωρείται ότι έχουν αυξημένες πιθανότητες να γίνουν κοινώς αποδεκτές. Η “Βόρεια Μακεδονία”, η “Άνω Μακεδονία” και η “Νέα Μακεδονία”. Οι δύο πρώτες ονομασίες, “Βόρεια” και “Άνω”, έχουν σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό και βρίσκονται εντός του πλαισίου της εθνικής θέσης της Ελλάδας για την ονομασία της πΓΔΜ, όπως αυτή εκφράστηκε το 2008 και εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ σήμερα.

Τα κόμματα ΣΥΡΙΖΑΝέα ΔημοκρατίαΚίνημα Αλλαγής και ΚΚΕ στηρίζουν την εθνική γραμμή. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι ο Έλληνας υπουργός εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς έχει προσφάτως αναφερθεί στο ζήτημα της ονομασίας, εκφράζοντας την κυβερνητική θέση, παραλείποντας να αναφέρει τον γεωγραφικό προσδιορισμό. Πιο συγκεκριμένα, οι δημόσιες αναφορές του περιορίζονται στη “σύνθετη ονομασία erga omnes”, και αυτό δημιουργεί συνειρμούς σχετικά με το αν η ελληνική κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο να κινηθεί εκτός της εθνικής θέσης του 2008, αποδεχόμενη μια σύνθετη ονομασία που δεν θα περιέχει γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά κάποιον άλλο επιθετικό προσδιορισμό, όπως το “Νέα” μπροστά από τον όρο Μακεδονία.

Σε αντίθεση με τις δύο πρώτες ονομασίες, η τρίτη πιθανή ονομασία, “Νέα Μακεδονία”, βρίσκεται ξεκάθαρα εκτός της εθνικής θέσης του 2008, καθώς δεν φέρει γεωγραφικό προσδιορισμό μπροστά από τον όρο Μακεδονία, αλλά χρονικό. Η ονομασία “Νέα Μακεδονία” δημιουργεί ιστορικούς συνειρμούς, επικίνδυνους για τις ελληνικές θέσεις, κατά τα ιστορικά προηγούμενα Νέα Υόρκη, Νέα Ορλεάνη, Νέα Σμύρνη, Νέα Χαλκηδόνα κ.ά., σύμφωνα με τα οποία οι κάτοικοι αυτών των “νέων” περιοχών ήταν συνεχιστές των “παλιών”, παράγοντας ιστορικές και εθνολογικές ταυτίσεις. Η ονομασία “Νέα Μακεδονία” είναι πιθανό να δημιουργήσει την ιστορικά εσφαλμένη εντύπωση ότι οι “Νεομακεδόνες”, όπως δηλαδή θα ονομάζονται οι πολίτες της Νέας Μακεδονίας, είναι απόγονοι, κληρονόμοι και συνεχιστές των αρχαίων Μακεδόνων.

Το θετικό κλίμα που υπάρχει ανάμεσα στις δύο πλευρές ενόψει της έναρξης των διαπραγματεύσεων, δίνει την ευκαιρία στην Ελλάδα να κλείσει ένα ζήτημα που έχει αρνητικό αντίκτυπο στη διεθνή της εικόνα, επιτυγχάνοντας μάλιστα μια διπλωματική νίκη.

Το θέμα βεβαίως δεν αφορά μόνο την ονομασία. Τα μείζονα ζητήματα για την ελληνική πλευρά είναι άλλα και όχι η οριστική ονομασία που θα λάβει η πΓΔΜ. Αφορούν την κρατική εθνικιστική πολιτική της πΓΔΜ, που επί σειρά ετών προπαγανδίζει την ύπαρξη ξεχωριστής Μακεδονικής εθνότητας και Μακεδονικής γλώσσας. Η πολιτική αυτή παράγει αλυτρωτισμό και υποδαυλίζει τις εντάσεις στις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα. Για να συμφωνήσει η Ελλάδα σε μια αμοιβαία αποδεκτή συμβιβαστική λύση στο θέμα της ονομασίας, θα πρέπει να υπάρχουν στη συμφωνία ρήτρες δέσμευσης που θα υποχρεώνουν την πΓΔΜ να προχωρήσει σε συνταγματικές αλλαγές, που θα διευθετήσουν οριστικά αυτά τα ζητήματα και θα θέτουν τέλος στην παραχάραξη της ιστορίας και στην στρέβλωση της αλήθειας περί της εθνικής και φυλετικής τους ταυτότητας.

Το θετικό κλίμα που υπάρχει ανάμεσα στις δύο πλευρές ενόψει της έναρξης των διαπραγματεύσεων, δίνει την ευκαιρία στην Ελλάδα να κλείσει ένα ζήτημα που έχει αρνητικό αντίκτυπο στη διεθνή της εικόνα, επιτυγχάνοντας μάλιστα μια διπλωματική νίκη. Η νίκη αυτή έγκειται στο γεγονός ότι θα υποχρεώσει την πΓΔΜ να προχωρήσει στην αλλαγή της ονομασίας “Δημοκρατία της Μακεδονίας”, erga omnes.

Εν κατακλείδι, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι συμφέρον της Ελλάδας είναι να συνορεύει με μια χώρα με πολιτική σταθερότητα, που θα είναι εταίρος της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ και ΕΕ) και θα διατηρεί μαζί της σχέσεις καλής γειτονίας. Στην παρούσα ιστορική στιγμή, για την Ελλάδα κίνδυνο αποτελούν λιγότερο οι αλυτρωτικές διεκδικήσεις της πΓΔΜ, και περισσότερο ο κίνδυνος που προέρχεται από τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας και τις μεγαλοϊδεατικές βλέψεις του Αλβανικού εθνικισμού στα Βαλκάνια. Μια συμβιβαστική λύση του Μακεδονικού θα περιορίσει τον κίνδυνο που προκύπτει για την Ελλάδα, αφενός από την διείσδυση της Τουρκικής διπλωματίας στην πΓΔΜ, και αφετέρου από το ενδεχόμενο αποσταθεροποίησης ή και διαμελισμού της χώρας, με αφορμή τις εντάσεις με την Αλβανική μειονότητα.

[1] Evanthis Hatzivassiliou, “The Greek-Yugoslav Relationship during the Cold War”, Die Balkanlander im Europa der Gegenwart, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1994, σσ.  83-91. & Αρχείο Κωνσταντίνος Καραμανλής, Γεγονότα και Κείμενα, επιμ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής – Εφ. 《Καθημερινή》, Αθήνα 2005, τομ. 5Α, σσ. 264-265.

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
-
-

Ο Γιώργος Λουτσίδης γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Το 2007 αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, με ειδίκευση στην Ιστορία. Το 2012 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Από το 2012 είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Από το 2009 διατελεί άμισθος επιστημονικός συνεργάτης του Εγκληματολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει εργαστεί ως ιστορικός και έχει συγγράψει άρθρα που έχουν εκδοθεί σε επιστημονικά περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους. Τα κύρια ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν στην Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας των δεκαετιών 1950-1960 και στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και παρακολουθεί συστηματικά ζητήματα Διεθνών Σχέσεων και Γεωπολιτικής.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+