Το θεατρικό μενού του Πορεία έχει ως main dish αυτή την εποχή την Αγριόπαπια του Ερρίκου Ίψεν, επιμελημένη σκηνοθετικά από τον Δημήτρη Τάρλοου, ο οποίος μας έχει μυήσει σε… γκουρμε παραστάσεις. Το ίδιο το βίντεο του δείπνου που παίζει στην αρχή του έργου σε προ(σ)καλεί ως θεατή να συνδειπνήσεις μαζί με τους ήρωες, συμμετέχοντας στην πορεία, στη δίνη της Ιψενικής δραματουργίας. Η Αγριόπαπια αποτελεί ένα δραματικό νατουραλιστικό έργο, βαθιά στοχαστικό, με κοινωνικές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές προεκτάσεις.
Το έργο, δραματουργικά, προσφέρεται για συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης, με τους συνδιαλεγόμενους να λογομαχούν για τις έννοιες του ζωτικού ψεύδους, της επιταγής του ιδεώδους, του φαίνεσθαι και του είναι, του αισθήματος του δικαίου και της συνεπειοκρατικής και δεοντολογικής ηθικής, οι οποίες συνυπάρχουν και επαναλαμβάνονται σε κάθε σκηνικό διάλογο.
Εν κατακλείδι, μένεις να αναρωτιέσαι για το πόση αλήθεια μπορείς να αντέξεις, σκοτώνοντας την όποια αγριόπαπια κρύβεται μέσα σου.
Η “οξεία ειλικρινίτιδα” που άμα τη εμφανίσει της, γκρεμίζει την επίπλαστη πραγματικότητα, αποτελεί διάγνωση και φόβο του γιατρού Ρέλινγκ, ο οποίος συστήνει το ζωτικό ψεύδος ως ιατρικό διά πάσα νόσο. Η κλιμακούμενη εξάπλωση και εδραίωση της ειλικρινίτιδας, γεννά διαχρονικά ερωτήματα που έχουν ένα μεγάλο βαθμό δυσκολίας προκειμένου να απαντηθούν εντός κι εκτός θεατρικής σκηνής.
Η γεύση που μένει μετά τη βρώση της αγριόπαπιας είναι γλυκόπικρη, με το δραματικό στοιχείο να εναλλάσσεται με το κωμικό, χωρίς την τελική επικράτηση του ενός ή του άλλου. Η προσεκτική κι αποστασιοποιημένη σκηνοθετική προσέγγιση, καθιστά προσιτή στο κοινό την πολυεπίπεδη ερμηνευτικά πλοκή, αναδεικνύοντας τη συνεχή σύγκρουση του πραγματικού με το ζωτικό ψεύδος.
Ο Γιάννος Περλέγκας στο ρόλο του Γκραίγκερς Βέρλε επιτυγχάνει να μας πείσει, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις που θα ήταν και κάπως θεμιτές, ότι είναι ο κοινωνός της επιταγής του ιδεώδους, που έχει θέσει ως σκοπό ζωής να κηρύξει την αλήθεια, που έχει λασπωθεί από το συμφέρον. Ο Γιάννης Κότσιφας στο ρόλο του τεμπέλη βιοπαλαιστή-οραματιστή Γιάλμαρ Έκνταλ ισορροπεί επιδέξια το δράμα με την κωμωδία, μεταβαίνοντας με φυσικότητα από την πλάνη στην ωμή πραγματικότητα. Η Λένα Δροσάκη ως ενοχική, συγκαταβατική Γκίνα Έκνταλ, έχει φέρει στα μέτρα της το ρόλο, εκφράζοντας μετρημένα τις συναισθηματικές διακυμάνσεις. Η Σίσσυ Τουμάση ως αιθεροβάμων Χέντβιγκ αποτελεί μια δροσερή παρουσία στην παράσταση, κι αναδεικνύει ανεπιτήδευτα την εφηβική αθωότητα της ηρωίδας, κάνοντας πιο έντονη τη δραματικότητα του ρόλου της. Ο Αντίνοος Αλμπάνης είναι αρκετά πομπώδης, ερμηνεύοντας με την απαιτούμενη βαρύτητα το ρόλο του γιατρού Ρέλινγκ. Ο Θέμης Πάνου στο ρόλο του βιομήχανου Βέρλε, δίνει μια στιβαρή ερμηνεία, ειδικά στις σκηνές όπου συγκρούεται με τον Περλέγκα, δίνοντας υπόσταση στη σχέση πατέρα-γιου. Η Άννα Μάσχα ερμηνεύει με σταθερότητα την κυρία Σοέρμπι και ο Γιώργος Μπινιάρης αποδίδει με συνέπεια το δραματικό και συνάμα κωμικό γέρο Έκνταλ, που ενθυμούμενος τις παλιές δόξες, προσδοκά να επιστρέψει σε αυτές.
Εν κατακλείδι, σε ένα έργο στο οποίο κανείς δεν νικά στ’ αλήθεια, χωνεύεις τη de facto πραγματικότητα και αφού χειροκροτήσεις, ως αποσβολωμένος/η θεατής, την ολοκληρωμένη και ποιοτική σκηνική αναπαράσταση της Ιψενικής γραφής, μένεις να αναρωτιέσαι για το πόση αλήθεια μπορείς να αντέξεις, σκοτώνοντας την όποια αγριόπαπια κρύβεται μέσα σου.