Το Εθνικό Θέατρο το 1940 | «Πάμπτωχοι, Αλλά Τόσο Πλούσιοι»

ΕΘΝΙΚΟ

«Το Τσαρούχι», «Ο Τσολιάς», «Ο Μπενίτος και Φινίτος», «Ο Τσιάνο», «Η Κορυτσά», «Το Αργυρόκαστρο». Το ρεπερτόριο στις θεατρικές σκηνές αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου το 1940 ενώνει ένα ενθουσιώδες κοινό. Tα θέατρα γεμίζουν από θεατές που θέλουν να δηλώσουν τρανταχτά την πίστη τους στον αγώνα της Ελλάδας και τη διάθεσή τους για αντίσταση στον Ιταλό εισβολέα. Και να «αλεγράρουν» σίγουρα, όπως γράφει ο Σωκράτης Καραντινός, σκηνοθέτης, ηθοποιός και κριτικός θεάτρου, στα Νεοελληνικά Γράμματα τον Δεκέμβριο του 1940:

«Η αλήθεια είναι πως και η διάθεσή του ν’ αλεγράρει κάπως, είναι φανερή· κι είναι, νομίζουμε, ανάγκη επιταχτική να του δίνεται κατά τον καλλίτερο τρόπο ψυχαγωγία· και ξέσπασμα». Επειδή αυτό διασκορπάει τους περιορισμούς που υφιστάμεθα και την εμπόλεμο κατάσταση και διαλύει, κυριολεχτικά και μεταφορικά, το συσκοτισμό, που οι συνθήκες τώρα –όσο και νάναι– επιβάλλουν.

Ήταν σημαντικό οι άνθρωποι να συνεχίσουν να τραγουδάνε. Να κρατήσουν το μυαλό τους ελεύθερο από τον φόβο, να ξεπεράσουν, έστω για λίγο, τις συνέπειες της δοκιμασίας που είχε επιβληθεί στη χώρα, στη ζωή τους.

Επαγγελματικοί θίασοι που μέχρι τότε δεν είχαν σχέση το είδος της επιθεώρησης, αναπροσαρμόζουν το ρεπερτόριό τους, σε παραστάσεις όπου κοινό και σκηνή γίνονται ένα συγκλίνοντας σε μια κοινή αίσθηση, επιθυμία, ελπίδα.

Με Κεκαλυμμένα Άπαντα τα Φώτα

Μετά την απόρριψη του ιταλικού τελεσίγραφου στις 20 Οκτωβρίου 1940 και την είσοδο της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα περάσουν μόνο λίγες μέρες μέχρι την επαναλειτουργία των θεάτρων. Την 1η Νοεμβρίου δόθηκε η άδεια, υπό τον όρο βέβαια «όπως άπαντα τα φώτα των είνε κεκαλυμμένα κατά τρόπον ώστε να μη διακρίνεται ακτίς φωτός».

Επαγγελματικοί θίασοι που μέχρι τότε δεν είχαν σχέση το είδος της επιθεώρησης, αναπροσαρμόζουν το ρεπερτόριό τους, σε παραστάσεις όπου κοινό και σκηνή γίνονται ένα συγκλίνοντας σε μια κοινή αίσθηση, επιθυμία, ελπίδα. Μόνο το Εθνικό Θέατρο είχε αρχίσει τις παραστάσεις της περιόδου με τους «Πέρσες», έργο επίκαιρο ωστόσο, αλλά και το θέατρο της Κατερίνας Ανδρεάδη στάθηκε σε ρεπερτόριο πιο αυστηρής καλλιτεχνικής μορφής.

Σιγά σιγά αρχίζουν να γράφονται και έργα με πατριωτικό περιεχόμενο, μια αρκετά «βίαιη» προσαρμογή στην πραγματικότητα, κάτι που δεν είχε συντελεστεί κατά τον μεσοπόλεμο, παρότι οι πολιτικές εξελίξεις ήταν και τότε κοσμοϊστορικές, όπως η Οκτωβριανή επανάσταση, η Μικρασιατική καταστροφή, η άνοδος του φασισμού.

Σε αυτό το πλαίσιο της ευρύτερης κινητοποίησης στον χώρο του θεάτρου ξεχωρίζει η απαγγελία, σε μορφή αναλογίου, από τον Σικελιανό της προφητικής «Σίβυλλάς» του στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, αλλά και το κάλεσμα του Βασίλη Ρώτα για τη συγκρότηση πολεμικού θιάσου που θα δίνει παραστάσεις στο μέτωπο.

Η κρατική σκηνή θα καθυστερήσει σε σχέση με άλλους θιάσους την έναρξη των παραστάσεών του – άλλωστε, είχαν επιστρατευτεί 40 από τους ηθοποιούς της. Επίσης, μια από τις πρώτες ενέργειες του επικεφαλής Κωστή Μπαστιά ήταν η αντιμετώπιση της ανεργίας, μια και πολλοί θίασοι, ιδίως εκείνοι που περιόδευαν στην επαρχία, είχαν διακόψει τη λειτουργία τους. Γι’ αυτούς τους ηθοποιούς εξασφαλίστηκε ένας κατώτατος μισθός, ενώ διατέθηκαν δύο αίθουσες της Δραματικής Σχολής στις οικογένειες των ανέργων, που μετατράπηκαν σε εστιατόριο.

Η πρώτη παράσταση που παρουσίασε το Εθνικό Θέατρο ήταν, όπως αναφέρθηκε, οι «Πέρσες» του Αισχύλου σε επανάληψη, που δεν είχε την ανάλογη ανταπόκριση από το κοινό, και κατά τους πρώτους έξι μήνες η μόνη νέα παραγωγή που επιχείρησε ήταν ο «Ερρίκος Ε’» του Shakespeare, ένα άγνωστο έργο εκτός της –συμμάχου ωστόσο– Αγγλίας, που επιλέχθηκε σαφώς για τον πατριωτικό του χαρακτήρα αλλά και για, όπως τονιζόταν στο πρόγραμμα της παράστασης από τον μεταφραστή του –σε ρωμαλέα δημοτική γλώσσα– Βασίλη Ρώτα, τα κωμικά στοιχεία του ιστορικού αυτού δράματος:

«Το άφθονο κωμικό στοιχείο δίνει στο έργο αυτό ρυθμόν αρκετά διασκεδαστικό και ο ηρωικός του τόνος κι ο πολεμικός του παλμός, που καθρεφτίζουν ολοζώντανα όχι μόνον μια εποχή, παρά γενικά τον άνθρωπο μέσα στον πόλεμο, το κάνει επίκαιρο σήμερα».

Σκηνοθέτης ήταν ο Ροντήρης και τον Ερρίκο ενσάρκωνε ο Αλέξης Μινωτής, στον οποίο καταλογίστηκε ότι η ερμηνεία του θύμιζε έντονα τον ρόλο του ως Ριχάρδου Γ’ το 1939.

Οι συνθήκες ήταν αντίξοες, τόσο εξαιτίας του ασφυκτικού ελέγχου από τις κατοχικές δυνάμεις και τις διορισμένες ελληνικές κυβερνήσεις με τη λογοκρισία όσο και εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας, τις απαγορεύσεις της κυκλοφορίας, τον φόβο των βομβαρδισμών.

Κατοχή – αλλά και Φως και Πάθος και Όραμα στη Σκηνή

Μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, στις 27 Απριλίου 1941, θα ακολουθήσουν όλα εκείνα τα δεινά που στοίχισαν τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες – κατάρρευση της οικονομίας, υλικές καταστροφές, επισιτιστική κρίση, αγριότητες των δυνάμεων κατοχής.

«Ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της εποχής ήταν ο απίθανος συνδυασμός φτώχειας και πλούτου, σκλαβιάς και ελευθερίας, θανάτου και ζωής. Ήμασταν πάμπτωχοι, αλλά τόσο πλούσιοι σε οράματα και πάθος για όλα (για τον τόπο μας, για τον κόσμο – και ειδικά, για το θέατρο)», θα πει πολύ αργότερα ο Μάριος Πλωρίτης.

Εθνικό Θέατρο

Οι συνθήκες ήταν αντίξοες, τόσο εξαιτίας του ασφυκτικού ελέγχου από τις κατοχικές δυνάμεις και τις διορισμένες ελληνικές κυβερνήσεις με τη λογοκρισία όσο και εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας, τις απαγορεύσεις της κυκλοφορίας, τον φόβο των βομβαρδισμών.

Ωστόσο, οι θεατρικές σκηνές ανθούν και πάλι· οι 30 παραστάσεις του χειμώνα του μεγάλου λιμού 1941-42 διπλασιάζονται τις επόμενες δύο χειμερινές περιόδους. Το κοινό βρίσκει έναν τόπο συνάθροισης, ανταλλαγής πληροφοριών αλλά και συλλογικής δράσης και αλληλεγγύης. Ήταν ο λόγος που οι κατοχικές δυνάμεις θα κλείσουν την περίοδο της Κατοχής δύο φορές τα θέατρα με τη δικαιολογία του κινδύνου εξάπλωσης επιδημιών.

Βέβαια, ο πατριωτικός χαρακτήρας είναι δύσκολο να διατηρηθεί, οι καλλιτέχνες πρέπει να γίνουν εφευρετικοί για να περάσουν τα μηνύματά τους χωρίς να κινδυνεύσουν.

Άλλες Θεατρικές Σκηνές

Την περίοδο αυτή, το 1942, θα ιδρυθεί και το Θέατρο Τέχνης, αλλά και το Θεατρικό Σπουδαστήριο του Ρώτα, που περιλαμβάνει δραματική σχολή χωρίς δίδακτρα και θίασο μαζί, δίνοντας παραστάσεις, είτε με εισιτήριο είτε δωρεάν, σε σχολεία, στο Πανεπιστήμιο και στο Πολυτεχνείο.

Το 1943 θα ιδρυθεί και το Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, του οποίου η πρωτοβουλία ίδρυσης αποδίδεται στην αντιμετώπιση του βουλγαρικού επεκτατισμού, καθώς ο Βουλγαρικός Σύνδεσμος ήθελε να εγκαταστήσει στην πόλη κλιμάκιο του Εθνικού Θεάτρου της Βουλγαρίας και της Όπερας της Μόσχας.

Η κρατική σκηνή της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε «έναν σημαντικό πόλο αντίστασης, προκαλώντας συνεχώς τριβές με τους μηχανισμούς λογοκρισίας» και ταυτόχρονα «την πρώτη μεγάλη τομή στη θεατρική ιστορία της πόλης».

Λίγη Ακόμα Ιστορία…

Εθνικό Θέατρο

Τα θεμέλια του Εθνικού Θεάτρου (Βασιλικού Θεάτρου τότε) επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου μπήκαν το 1891, με σχέδια του Αυστριακού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ. Το 1901 ξεκίνησε και η λειτουργία της Δραματικής Σχολής και την ίδια χρονιά, τον ίδιο μήνα συγκεκριμένα, τον Νοέμβριο, άνοιξε τις πύλες του στο κοινό, με μονόλογο από το έργο του Δημήτρη Βερναρδάκη «Μαρία Δοξαπατρή» και δύο ελληνικές μονόπρακτες κωμωδίες, τον «Θάνατο του Περικλέους του Δημήτρη Κορομηλά και το «Ζητείται Υπηρέτης» του Χαράλαμπου Άννινου.

Το Εθνικό Θέατρο θα ιδρυθεί το 1930 και θα εγκαινιαστεί δύο χρόνια αργότερα, με το έργο του Αισχύλου «Αγαμέμνων» και το «Θείος Όνειρος» του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Το 1938 θα δοθεί η πρώτη παράσταση αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο, η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, το 1939 θα ιδρυθεί η κινητή μονάδα περιοδειών «Άρμα Θέσπιδος», με πρώτη παράσταση τον «Οθέλλο» του Shakespeare στην Κορινθία, και, την ίδια χρονιά, η Λυρική Σκηνή ως τμήμα του Εθνικού Θεάτρου.

Από τις 24 Νοεμβρίου 1940 έως τις 26 Απριλίου 1941, για λόγους ασφαλείας, η στέγη του μεγάρου Τσίλλερ στην Αγίου Κωνσταντίνου καμουφλάρεται για να μην αποτελεί στόχο αεροπορικών επιθέσεων και οι παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου και της Λυρικής Σκηνής μεταφέρονται στον κινηματογράφο Παλλάς, στην οδό Βουκουρεστίου, που διαθέτει καταφύγιο για την περίπτωση αεροπορικού συναγερμού. Την ίδια χρονιά, έχουμε και την πρώτη επαγγελματική εμφάνιση της Μαρίας Κάλλας στη Λυρική Σκηνή, στον «Βοκκάκιο» του von Suppe.

Πριν από την κήρυξη του πολέμου, οι δύο τελευταίες παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου ήταν η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και ο «Έμπορος της Βενετίας» του Shakespeare, ενώ για την περίοδο 1940-41 είχαν ανακοινωθεί οι παραστάσεις «Λοκαντιέρα» του Goldoni, το «Ρόδο Χωρίς Αγκάθι» του Clifford Bax και το έργο του Oscar Wilde «Η Σημασία να Είναι Κανείς Σοβαρός».

«Το Εθνικό Θέατρο στη Δεκαετία 1940-1950»

Εθνικό ΘέατροΤα περισσότερα στοιχεία του άρθρου έχουν αλιευθεί από το βιβλίο του Παναγιώτη Μιχαλόπουλου «Το Εθνικό Θέατρο στη Δεκαετία 1940-1950 – Οι Διοικήσεις, το Καλλιτεχνικό Έργο και η Θέση του Σκηνοθέτη» (Κάπα Εκδοτική).

Το βιβλίο καταγράφει την πορεία του θεάτρου στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του ’40 και τις βαθιές ανακατατάξεις που θα υποστεί ο ισχυρός κρατικός θεατρικός φορέας. Άμεσα εξαρτημένος από την κρατική μηχανή, θα εγγράψει στην ιστορία του ευκρινώς όλα τα χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου: την ανέχεια και την αλληλεγγύη της Κατοχής, τον ενθουσιασμό και τη σύντομη, όπως αποδείχθηκε, ελπίδα της Απελευθέρωσης, τη συντηρητική αναδίπλωση και τον διχασμό του Εμφυλίου Πολέμου.

Το βιβλίο αξιοποιεί στοιχεία από αδημοσίευτα αρχεία, αλλά και πληροφορίες από εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Μια μελέτη που σίγουρα ενθουσιάζει τους ειδικούς, αλλά μυεί και όλους τους αναγνώστες σε μια εποχή και έναν ολόκληρο κόσμο που μας κρατά σε εγρήγορση με όλα αυτά που, τελικά, συνθέτουν την ανθρώπινη ιστορία: μεταβάσεις, ρήξεις, ίντριγκες, στιγμές μεγαλείου αλλά και σκοτεινές σελίδες.

 

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: 

Ιστορίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για Παιδιά και Εφήβους

«Στέλλα, Κρατάω Βιβλίο!» | Βιβλιοπροτάσεις Γεμάτες Άδολη Αγάπη

10 Ερωτήσεις Αναζητούν Συγγραφέα | Πάνος Δημάκης

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

H Δέσποινα Ράμμου διορθώνει και επιμελείται τα κείμενα της αθηΝΕΑς. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως διευθύντρια σύνταξης στην παιδική έκδοση της Καθημερινής, «Οι Ερευνητές Πάνε Παντού», και ως αρχισυντάκτρια στο περιοδικό GEO. Έχει συνεργαστεί ως επιμελήτρια κειμένων με περιοδικά και εκδοτικούς οίκους. Θεωρεί πως οι ωραίες ιστορίες αξίζει να ειπωθούν τόσο στα παιδιά όσο και στους μεγάλους.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+