«Στέλλα, Κρατάω Βιβλίο!» | Ερημώνουν οι Τόποι, Βαραίνουν οι Μνήμες

Μνήμες

Όταν φεύγουν οι άνθρωποι από τον τόπο τους, εκείνος ρημάζει, ερημώνει. Τη θέση τους παίρνουν οι μνήμες και η φύση. Και οι άνθρωποι κουβαλούν μαζί τους αυτή την ερημιά όπου και αν σταθούν.

Η αλαζονική φύση των ανθρώπων τους απομακρύνει από τη γη τους. Όμως εκεί θα γυρίσουν. Όσο και αν «δεν τους χωράει ο τόπος», εκεί θα καταλήξουν. Επειδή η γη έχει τη δύναμη, είναι μαγνήτης και τους τραβάει κοντά της, τους χωράει όλους. Η γη ανήκει σε όλους, κι ας την διαίρεσαν κάποιοι αυθαίρετα, κυνηγώντας τα όνειρα και τις επιθυμίες τους. Η μάχη, άλλωστε, ήταν πάντα άνιση.

Όταν ο χρόνος πλησιάζει στο τέλος του, το μαράζι των ανθρώπων είναι να αφήσουν την τελευταία τους ανάσα στην αγκαλιά του τόπου τους. Η γη θα τους διεκδικήσει, θα τους πάρει στα σπλάχνα της και θα συνεχίσει το έργο της.

Άδειος Τόπος | Γιάννης Νικολούδης | Εκδόσεις Πατάκη

Μνήμες «Όπου γης και πατρίς», λέει η παροιμία. Όμως αυτό δεν ισχύει εδώ, ούτε ίσχυε ποτέ. Όποιοι ξενιτεύτηκαν, για πατρίδα λογίζουν εκείνη που γεννήθηκαν, εκεί όπου είναι οι ρίζες τους, σε αυτή κάποτε ελπίζουν πως θα επιστρέψουν. Για εκείνους πάλι που αναγκάστηκαν να βρουν άλλη πατρίδα, ακόμη χειρότερα: όπου και άν πήγαν άδειος τόπος, άδεια ψυχή και ερημιά.

«Με το χαρτί της απόλυσης στην κωλότσεπη και ένα σάκο πήδηξα στο λεωφορείο. Η Αλικαρνασσός πίσω. Στο καλό να πάει». Έξω κανείς. Μονάχος του πήγε στη στάση και ίσως μέσα του ευχήθηκε να μην επιστρέψει ποτέ εκεί με το ίδιο λεωφορείο. Μικρός ήταν φιλότιμος και ήσυχο παιδάκι, αλλά στα μάτια του υπήρχε μια μελαγχολία. Λες και ένιωθε την ερημιά, τη μοναξιά και την απομόνωση. Δεν έκανε τις σκανταλιές που έκαναν τα καλοζωισμένα παιδιά.

«Όταν βράδιαζε στηνόταν στο  παράθυρο» και παρακολουθούσε τον δρόμο με προσμονή. Περίμενε να φανεί ο πατέρας του. Ενδόμυχα και η μάνα του, αλλά αυτό ήταν μάλλον απίθανο.

Μεγαλώνοντας βρέθηκε σε δύσκολες στράτες και το κακό δεν άργησε να γίνει. Και να που μόλις αποφυλακίστηκε. Αυτό πια μόνο χαράσσει την πορεία του. Αλλά πού να πάει και πού να ακουμπήσει; Είναι μόνος, δεν έχει δικούς του ανθρώπους, είναι ξένος. Μπορεί να έχει μεγαλώσει στην Κρήτη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τον περιμένει κάποιος. Και με το «χαρτί» στο χέρι θα είναι ακόμη πιο ξένος, πιο μόνος και αβοήθητος. Παρείσακτος.

Όλοι τον κοιτούν καχύποπτα, κανείς δεν θα τον εμπιστευτεί και μοιραία θα μπλεχτεί πάλι σε περίεργες δοσοληψίες. Όλοι θα πουν ο «δολοφόνος», ο «Αλβανός». Τι περίμενες να πουν; Για όλους ξέρουν να λένε και να δείχνουν με το δάχτυλο, ποτέ για τον εαυτό τους. Μάλλον η φυλακή τον περιμένει πάλι.

Ο τόπος γύρω του άδειος και έρημος. Τα σπίτια εγκαταλελειμμένα. Μόνο την εποχή της σοδειάς μαζεύονται κάποιοι ξένοι εργάτες και γεμίζει λίγο ο τόπος. Αλλά ο τόπος αυτός δεν είναι δικός τους. Όταν τελειώνουν, φεύγουν. Δεν τον πονάνε. Και ερημώνει πάλι, όπως η ψυχή των ανθρώπων αυτών που δουλεύουν τη γη. Που την ποτίζουν με ιδρώτα, που γίνεται το δέρμα τους σαν πετσί από το χώμα και τον ήλιο, που γνωρίζουν τα μυστικά της.

Η γη τούς μιλάει, τους ψιθυρίζει λόγια και οι άνθρωποι, σκυμμένοι πάνω της στην προσπάθειά τους να την ακούσουν, ξεκόβουν από τον κόσμο, γίνονται απόμακροι και σκληροί, με ανάμεικτα συναισθήματα, πιο πολύ φοβούνται και λιγότερο ελπίζουν.

Ο ξένος θα περάσει από χωριά, θα δουλέψει παντού, θα συναντήσει ανθρώπους, όμως κανείς δεν θα σταθεί να ακούσει την ψυχή του. Μόνο η γη θα τον αντέξει. Και θα του ψιθυρίσει λόγια μυστικά.

Αλλά και ο δρόμος του πάνω της θα είναι πισωγύρισμα. Δεν μπορεί να σταθεί πουθενά, δεν μπορεί να πιάσει ρίζα, δεν υπάρχει συνδετικός ιστός. Γιατί ο τόπος μακριά από την πατρίδα του είναι άδειος και δεν υπάρχει ψυχή για να στεριώσει πάνω της και να βλαστήσει.

Το καφενείο του χωριού είναι γεμάτο, δεν χωράει να περάσει, ούτε να κάτσει. Στο χέρι κρατάει το αποφυλακιστήριο και μια άσχημη καταδικαστική πράξη ακόμη. Τον δρόμο τον ξέρει. Το λεωφορείο τον περιμένει.

Στόμα Γεμάτο Χώμα | Branimir Šćepanović | Εκδόσεις Κυψέλη

Μνήμες«Ανατρέχοντας στο παρελθόν, προσπαθούσε να πιαστεί από κάτι που θα του έδινε τη θέληση και τη δύναμη ν’ αντέξει. Όμως μάταια προσπαθούσε…». Μόλις μαθαίνει ότι η ζωή του τελειώνει, πηγαίνει στο σταθμό του τρένου. Θέλει να αποδράσει, θέλει να φτάσει στο χώμα που γεννήθηκε, να φτάσει στην κορυφή του βουνού του.

Η φύση απλώνεται γύρω του, γεμίζει τον τόπο και του κάνει συντροφιά. Τον ηρεμεί μέχρι που στη διαδρομή θα συναντήσει δύο κυνηγούς που μόλις τον αντιληφθούν θα τρέξουν τρέξουν ξοπίσω του με άγριες διαθέσεις. Στην παρέα τους θα μπει και ένας βοσκός. Γιατί τον κυνηγούν; Τι θέλουν από αυτόν; Τι τους έκανε; Μήπως το φαντάζεται όλο αυτό, μήπως το  πλάθει το μυαλό του πάνω στο παραλήρημα της ζωής και του θανάτου; Μήπως έτσι είναι ο κόσμος; Σκληρός και μικρόψυχος; Πάντα τρέχει να προλάβει κάτι. Πάντα να καταδικάσει.

Το κυνηγητό γίνεται ανελέητο. Ο άντρας προσπαθεί να τους κρυφτεί, να τους ξεγελάσει, να απελευθερωθεί, να πετάξει μέχρι την κορυφή και να πέσει πάνω στο χώμα που τον γέννησε.

Θέλει να γίνει ένα με το χώμα, να αποσυντεθεί, να συμβάλλει στον κύκλο της ζωής, να δώσει ζωή σαν ευεργετικό υλικό. Θέλει να σκεφτεί μήπως βρει ένα λόγο για να ζήσει, δεν κατάφερε να ζήσει όπως ήθελε, να κάνει οικογένεια, να πετύχει αυτό που ήθελε στην επιστήμη που υπηρετούσε.

Ό άντρας θα αναμετρηθεί με τη φύση και με τη ζωή. Όσο του μένει ανάσα, έστω για λίγο, θα ψάξει να βρει την αξία της ζωής, τον λόγο της ύπαρξης, τη θυσία που αξίζει να γίνει.

«Όμως τώρα, ύστερα από όλα αυτά, κατάφερε τελικά να ανακτήσει σ’ αυτήν την ύστατη, άχρονη ώρα της ύπαρξης, που δεν αντιλαμβανόταν τη διαφορά ανάμεσα στη μνήμη και στο ψυχανέμισμα, γιατί όλες οι ώρες, σαν μια πυκνή δέσμη φωτός, ξαφνικά έσμιγαν στην εστία της συνείδησής του».

  • Τη μετάφραση υπογράφει η Ισμήνη Ραντούλοβιτς.

 

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: 

«Στέλλα, Κρατάω Βιβλίο!» | Όταν ο Παράφορος Έρωτας Γίνεται Μοιραίος

10 Ερωτήσεις Αναζητούν Συγγραφέα | Αγγελική Δαρλάση

ΑΙ | «Δημιουργώ, μα δεν Νιώθω το Βάρος του Έρωτα, του Πόνου, του Χρόνου…»

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ

Η Στέλλα Ερεσσίου γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει καταγωγή από τη Λέσβο και τη Νάξο. Τελειώνοντας το Λύκειο, μεταξύ άλλων, έκανε προετοιμασία για τη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά τελικά την κέρδισε η οικογένεια. Έχει δυο παιδιά. Εργάζεται σε εκδοτικό οίκο ή αλλιώς, στο χώρο του βιβλίου, εδώ και 23 χρόνια. Της αρέσει να μπλέκει με πολλά και πάντα διαφορετικά πράγματα, αρκεί να σχετίζονται με έμπνευση και δημιουργία ενώ όλο και κάτι καινούριο βρίσκεται στις σκέψεις της. Όλα όμως, έχουν σχέση με τον πολιτισμό και την τέχνη. Το διάβασμα έχει πάντα την πρώτη θέση. Οι συζητήσεις με φίλους είναι η πιο αγαπημένη της κατάσταση. Και αγαπημένο θέμα συζήτησης: η αίσθηση που της αφήνει κάθε ανάγνωσμα.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+