Η δεύτερη θητεία του Donald Trump στον Λευκό Οίκο γίνεται δεκτή με αρκετά διαφορετικό τρόπο σε σχέση με την πρώτη. Το λεγόμενο «Resistance» –ένας όρος εξαρχής προβληματικός για την περιγραφή της αντίδρασης απέναντι σε έναν δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη– δεν φαίνεται να συγκινεί εξίσου.
Δεν αναφέρομαι μόνο στους πολίτες που δεν τον ψήφισαν, στους δικηγόρους που προετοιμάζονται να αντισταθούν στις νομοθετικές του πρωτοβουλίες ή στα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος που αναζητούν σταθερό έδαφος στη νέα πραγματικότητα. Αυτές οι ομάδες δείχνουν βαθιά απογοητευμένες αλλά πιο συγκρατημένες, λιγότερο εξαγριωμένες και περισσότερο προβληματισμένες, αναγνωρίζοντας ίσως ότι η απλή καταγγελία των «κακώς κείμενων» δεν αρκεί χωρίς μια ελκυστική εναλλακτική πρόταση.
Ένας-ένας, οι business leaders που άλλοτε κρατούσαν αποστάσεις από τον Trump και τις ακρότητές του υιοθετούν τώρα πιο ουδέτερη στάση.
Η μεγαλύτερη, ωστόσο, αλλαγή εντοπίζεται στον επιχειρηματικό κόσμο. Ένας-ένας, οι business leaders που άλλοτε κρατούσαν αποστάσεις από τον Trump και τις ακρότητές του υιοθετούν τώρα πιο ουδέτερη στάση. Μερικοί μάλιστα σπεύδουν να κατευνάσουν την κριτική στάση τους ή και να προσαρμοστούν. Συνεισφέρουν στο ταμείο της ορκωμοσίας του, συνεργάζονται με ανθρώπους του περιβάλλοντός του ή προσαρμόζουν πολιτικές τους, ώστε να μην τον δυσαρεστήσουν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Mark Zuckerberg της Meta. Χθες ανακοίνωσε την κατάργηση του προγράμματος fact-checking στις πλατφόρμες του στις ΗΠΑ, αντικαθιστώντας το με το σύστημα community notes. «Θα απαλλαγούμε από τους fact-checkers και θα βάλουμε στη θέση τους τα community notes, όπως έχει κάνει το Χ, ξεκινώντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες», ανέφερε ο Zuckerberg.
Το σύστημα fact-checking υιοθετήθηκε από το Facebook το 2016, ως απάντηση στην κριτική για διασπορά ανυπόστατων ειδήσεων κατά την τότε προεκλογική περίοδο. Παρόμοια προσέγγιση είχε υιοθετήσει και το Twitter, πριν εγκαταλειφθεί από τον Elon Musk υπέρ των community notes. Η αποτελεσματικότητα κάθε συστήματος στον περιορισμό της παραπληροφόρησης παραμένει αντικείμενο συζήτησης, όμως η απόφαση του Zuckerberg μοιάζει περισσότερο πολιτική παρά τεχνική.
Ο Trump, σε δηλώσεις του, ανέφερε ότι οι απειλές του κατά της Meta «πιθανώς» οδήγησαν τον Zuckerberg να καταργήσει τους fact-checkers και πρόσθεσε πως η εταιρεία έχει «διανύσει πολύ δρόμο».
Έρχεται μετά τη δωρεά 1 εκατομμυρίου δολαρίων στο ταμείο ορκωμοσίας του Trump και ένα πολυσυζητημένο δείπνο στο Mar-a-Lago, ενώ ο Zuckerberg πρόσφατα φρόντισε να στελεχώσει καίριες θέσεις στη Meta με πρόσωπα από το MAGAverse ή τον ευρύτερο ρεπουμπλικανικό χώρο. Όλα αυτά ενόψει της επικείμενης δίκης antitrust της Meta τον Απρίλιο, όπου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση την κατηγορεί για μονοπωλιακές πρακτικές μέσω της εξαγοράς του Instagram και του WhatsApp. Θα μπορούσε, δείχνοντας καλή διαγωγή, να αποφύγει μια καταδικαστική απόφαση που θα διασπούσε την εταιρεία;
Η στρατηγική φαίνεται ήδη να αποφέρει καρπούς. Ο Trump, σε δηλώσεις του, ανέφερε ότι οι απειλές του κατά της Meta «πιθανώς» οδήγησαν τον Zuckerberg να καταργήσει τους fact-checkers και πρόσθεσε πως η εταιρεία έχει «διανύσει πολύ δρόμο», ενώ ο επικεφαλής της εταιρείας σε ζητήματα πολιτικής, πάλαι ποτέ Ρεπουμπλικανός λομπίστας Joel Kaplan, ήταν «πολύ εντυπωσιακός» στη συνέντευξη που έδωσε στο Fox.
Σε άλλα νέα, ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ πυροδότησε αντιδράσεις αναρτώντας έναν χάρτη που εμφανίζει τον Καναδά ως μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών και δηλώνοντας ότι είναι προς το συμφέρον της γείτονος να γίνει «η 51η Πολιτεία», υποστηρίζοντας ότι «επιδοτείται» από τις ΗΠΑ για την προστασία της. Σε συνέντευξη τύπου δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει τον στρατό για να ανακτήσει τη Διώρυγα του Παναμά ή να αποκτήσει τη Γροιλανδία, ενώ είπε επίσης: «Θα αλλάξουμε το όνομα του Κόλπου του Μεξικού σε Κόλπο της Αμερικής», καθώς «ακούγεται υπέροχο και είναι ταιριαστό».
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
2025: Έμφαση σε Αυτά που Μπορούμε να Αλλάξουμε