Η «Σπίθα» της Πάτμου: Ένα Κέντημα με Ιστορία

Σπίθα

Το Αιγαίο, ως  χώρος αλληλεπίδρασης διαφόρων πολιτισμών και σημείο συνάντησης ατόμων, ιδεών και πολιτιστικών στοιχείων, έδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση της κεντητικής τέχνης. Μια μορφή έκφρασης και ανάδειξης του εσωτερικού πνευματικού πλούτου σε αριστουργήματα οικιακής και όχι μόνο μικροτεχνίας.

Το κέντημα θεωρείται μέρος της κοινωνικής κατασκευής. Προϊόν συγχώνευσης της τοπικής κληρονομιάς με τις επιδράσεις άλλων λαών, κατακτητών ή απλώς περαστικών από έναν χώρο. Αποτελεί σύμπλεγμα αισθητικής και παράδοσης, αλλά και καθημερινό βίωμα εν τω γίγνεσθαι, μέσο κοινωνικοποίησης, δημιουργικής απασχόλησης και ενίοτε βιοπορισμού. Ακόμα, συμπυκνώνει και αποτυπώνει τις κοινωνικές αξίες ενός συνόλου, ενώ συνοπτικά παρουσιάζει ένα μέρος της τοπικής ιστορίας.

Αναζητώντας τη Ρίζα της Ιστορίας της

Στην Πάτμο, η κεντητική τέχνη της «Σπίθας» μετράει περισσότερα από 500 χρόνια ιστορίας και επιτελείται αποκλειστικά από τον γυναικείο πληθυσμό. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, το σχέδιο και η βελονιά της «Σπίθας» έφτασαν στο νησί μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, το 1453.

Τότε, οικογένειες από την Πόλη έφτασαν στη Πάτμο και οργάνωσαν οικισμό, που σήμερα μνημονούμε με την ονομασία «Αλλοτινά». Το σχέδιο ήταν γεωμετρικό και, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, ήταν εκείνο που συνήθιζαν να κεντούν αριστοκράτισσες της Κωνσταντινούπολης.

Σήμερα, συναντάμε τη λεγόμενη «Σπίθα», δηλαδή το κλαδί, και το πλατυφυλλένιο σχέδιο ως τα κύρια μοτίβα κεντημάτων στον αιγιακό χώρο. Οι ρίζες τους φαίνεται να βρίσκονται στα σχέδια των Mamluk της Αιγύπτου. Η διάδοσή τους οφείλεται στα καθοριστικά γεγονότα του 15ου αιώνα κι εδώ μοιάζει η προφορική παράδοση να συναντά την ιστορική αλήθεια.

ΣπίθαΗ πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) και η παρουσία των ιπποτών του Τάγματος του Αγ. Ιωάννη στα νησιά των νοτίων Σποράδων (σημερινά Δωδεκάνησα), από τις πρώτες δεκαετίες του 1300 μέχρι το 1522, έδρασαν καταλυτικά στην αλληλεπίδραση διαφορετικών πολιτισμών και στην πολιτισμική αναγέννηση των νησιών του νοτιοδυτικού Αιγαίου.

Ανάμεσα στα πνευματικά και υλικά προϊόντα που ανταλλάχθηκαν ήταν και στοιχεία της κεντητικής τέχνης. Στοιχεία που αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν στο πέρασμα των αιώνων, λόγω της διαρκούς μετακίνησης των πληθυσμών. Για τον λόγο αυτό, τα νησιά της Δωδεκανήσου και των Κυκλάδων φαίνεται να παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες στην οικιακή κεντητική, γεγονός ωστόσο που δεν αλλοιώνει τη μοναδικότητα κάθε περιοχής. Ένας γάμος, για παράδειγμα, ήταν ικανός να οδηγήσει σε ένα «μπλέξιμο» δύο τεχνικών, αρκεί η γυναίκα που θα επιτελούσε την πρακτική να επιθυμούσε να πειραματιστεί με την τέχνη την οποία γνώριζε και με την τέχνη την οποία μάθαινε στον νέο τόπο κατοικίας της.

Έκθεση που αφορούσε τον λαϊκό πολιτισμό στις αρχές του 20ού αιώνα αναγνώρισε πως τα κεντήματα με το πλατύφυλλο σχέδιο προέρχονται από την Πάτμο. Ωστόσο, κανείς δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι ρίζες τους ίσως βρίσκονται και στα Κυκλαδονήσια. Εξάλλου, οι αλληλεπιδράσεις των δύο περιοχών δεν είναι αμελητέες, αν σκεφτεί κανείς το εμπόριο που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τον 17ο και 18ο αιώνα.

Στην Πάτμο συναντάμε κεντήματα που αποτυπώνουν τη «Σπίθα» ήδη από τον 17ο αιώνα, τα οποία εκτός από τα σπίτια των ντόπιων, εντοπίζονται σε μουσεία ανά τον κόσμο και σε ιδιωτικές συλλογές που αναγνώρισαν αυτά τα έργα χειροτεχνίας ως υψηλής σημασίας τέχνη. Η τεχνική εξάλλου αλλά και τα υφάσματα που χρησιμοποιούνταν αυτό αποδεικνύουν.

Σπίθα
Η Τέχνη της Βελονιάς

Σχετικά με την τεχνική, αξίζει να αναφερθεί πως για τις Πάτμιες έχει καθιερωθεί ως «Σπίθα» τόσο το μοτίβο όσο και η βελονιά που χρησιμοποιείται. Πιο συγκεκριμένα, το κέντημα είναι μετρητό πάνω σε εταμίν ύφασμα, που επιτρέπει τη δημιουργία καθαρών σχεδίων. Με σταυροβελονιά δημιουργούνται γεωμετρικά σχέδια που θυμίζουν κλαδιά και φύλλα, ενώ τα υλικά που χρησιμοποιούνταν, ιδίως για τις κλωστές, ήταν λινό, βαμβάκι ή μετάξι.

Παλαιότερα, ως χρώματα φαίνεται να  επιλέγονταν οι αποχρώσεις του μπλε. Με τον καιρό, ωστόσο, επικράτησε το κόκκινο-πορτοκαλί χρώμα, κι έτσι το σχέδιο ξεκίνησε να θυμίζει φλόγα, απ’ όπου ίσως προέρχεται και η ονομασία «Σπίθα». Σπουδαίο χαρακτηριστικό, μάλιστα, αποτελεί το γεγονός πως ο τύπος της βελονιάς δημιουργεί ένα σχέδιο το ίδιο καθαρό και στις δύο πλευρές του υφάσματος.

Το σχέδιο που αναπτύσσεται παράλληλα και κάθετα στις περισσότερες επιφάνειες δημιουργεί πλαίσια τα οποία εφάπτονται το ένα πάνω στο άλλο, αφήνοντας ελάχιστο κενό χώρο, ο οποίος μπορεί να διακοσμείται με παραστάσεις σκυλιών, πουλιών ή δικέφαλων αετών. Χρησιμοποιούνταν συχνότερα για τη διακόσμηση κουρτινών και κρεβατιών, ενώ συναντάμε και μικρότερα υφαντά που αφορούσαν κυρίως τη διακόσμηση τραπεζιών σαλονιού ή μικρότερων επιφανειών. Τα κεντήματα αυτά δίνονταν ως προίκα από μητέρα σε κόρη και είχαν καθαρά οικιακό διακοσμητικό χαρακτήρα. Δεν συναντάται, δηλαδή, το ίδιο σχέδιο σε λειτουργικά και εκκλησιαστικά υφαντά.

Η Συμβολή της Ι. Μ. Ευαγγελισμού στην Αναβίωση της Κεντητικής Τέχνης

Ο Άγιος και αξιομακάριστος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Αμφιλόχιος Μακρής υπήρξε σημαντικός καταλύτης στην αναβίωση του κεντήματος της «Σπίθας». Ειδικότερα, ήταν εκείνος που προέτρεψε τις μοναχές να αναζητήσουν και να δώσουν νέα πνοή στην κεντητική τέχνη.

ΣπίθαΗ ίδρυση της γυναικείας μονής χρονολογείται το 1937 στην περιοχή των Κήπων. Σύντομα, ο Αγ. Αμφιλόχιος οργάνωσε μία άξια μοναστική κοινότητα που συνέβαλε τα μέγιστα στην πνευματική ζωή της Πάτμου. Μάλιστα, προέτρεπε τις μοναχές να μορφωθούν, να ανακαλύψουν και να καλλιεργήσουν τις κλίσεις και τα ταλέντα τους. Άμεσα δεμένη με την επιθυμία της ενεργούς δράσης της αδελφότητας ήταν η αγάπη του για τις τέχνες. Για τον ίδιο λόγο, μάλιστα, παρακίνησε και τη φημισμένη αδελφή Ολυμπιάδα να μαθητεύσει κοντά στον περίφημο Φώτη Κόντογλου.

Αποτέλεσμα των παραπάνω αποτέλεσε μια ηχηρή αναβίωση τεχνών που έτειναν να χαθούν. Η «Σπίθα» δεν κεντιόταν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Μία μοναχή αναζήτησε το κέντημα και το περιεργάστηκε με τρόπο ικανό ώστε να καταλάβει και να κατανοήσει τη μέθοδο της βελονιάς. Τον κατέγραψε και τον διέσωσε.

Στη συνέχεια ξεκίνησαν μαθήματα που έδιναν τη δυνατότητα στις νεαρές Πάτμιες να διδαχτούν το κέντημα της Σπίθας από τις μοναχές του Ευαγγελισμού. Το κέντημα έτσι όχι μόνο αναβίωσε, αλλά παράλληλα έλαβε την αίγλη των έργων του 17ου αιώνα. Έγινε μέρος της προίκας κάθε νεαρής και αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτισμικής ιστορίας της Πάτμου.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως τον 20ό αιώνα η «Σπίθα» λειτούργησε και ως μέσο βιοπορισμού. Οι μοναχές, κατά τη διάρκεια του πολέμου, λόγω της κακουχίας και των ανεπαρκών πόρων που οδηγούσαν στην πείνα, ξεκίνησαν να πουλάνε τα έργα τους για να ενισχύσουν τις οικονομικές δυνάμεις του μοναστηριού. Επιπλέον, δίδασκαν ώστε να λειτουργήσει η τέχνη ως μέσο στα χέρια των γυναικών για οικονομική ανεξαρτησία.

Καθρέφτης μιας Κοινωνίας

Συμβολικά θα λέγαμε πως το ερυθρό χρώμα που χρησιμοποιείται μαζί με το σχέδιο της φλόγας καθρεφτίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δυναμική παρουσία των γυναικών του νησιού. Ένα νησί με καθαρά μητριαρχικό χαρακτήρα, όπου οι άντρες συχνά έφευγαν, αναζητώντας καλύτερες εργασιακές συνθήκες. Καπετάνιοι, ναυτικοί, έμποροι και ψαράδες οι περισσότεροι, μιας και η γη του νησιού ήταν πάντοτε περιορισμένης δυναμικής και δεν αρκούσε για να θρέψει τους πάντες.

Σπίθα

Πίσω έμεναν οι γηραιότεροι, τα παιδιά και οι γυναίκες. Οι τελευταίες όφειλαν να έχουν την πλήρη ευθύνη της οικογένειας, του οίκου, αλλά και την προστασία του νησιού εν γένει. Γίνονταν ταυτόχρονα μητέρες και πατέρες. Ένας διττός ρόλος που αποτυπώνεται και αυτός από τα περάσματα της βελόνας στο ύφασμα, μιας και το σχέδιο δεν φέρει διαφορές στις δύο πλευρές.

Η δυσκολία, δε, της ύφανσης έγκειται στο γεγονός ότι απαιτούσε εξαιρετική πειθαρχία και υπομονή. Κάθε βελονιά ήταν μετρημένη και γινόταν με εξαιρετική ακρίβεια. Γεγονός που υποδεικνύει τον χαρακτήρα που όφειλε να έχει κάθε γυναίκα την εποχή εκείνη. Μετρημένη, να ακολουθεί τους τύπους, να μην παρεκκλίνει από τα όρια που η ίδια γνώριζε τόσο καλά ώστε να μη  χρειαζόταν κάποιος να της τα «σημειώσει» πάνω σε οποιοδήποτε ύφασμα. Ακόμα, υπομονετική, χαρακτηριστικό και αγαθό ιδιαίτερα για τις γυναίκες των ναυτικών.

Αντιλαμβάνεται κανείς, λοιπόν, πόσες προεκτάσεις λαμβάνει κάτι που από καιρό έχει κρυφτεί στο πρώτο συρτάρι της σιφονιέρας. Η «Σπίθα» ως κέντημα δεν έχει μόνο αισθητική αξία αλλά και ιστορική, συνδέοντάς μας με ένα παρελθόν γεμάτο αλληλεπιδράσεις με άλλους λαούς και πολιτισμούς. Γίνεται μέσο έκφρασης, δήλωσης παρουσίας και μια μορφή πρώιμης οικονομικής ανεξαρτησίας για τις γυναίκες του νησιού. Αποτελεί μέρος της υλικής αλλά και της άυλης κληρονομιάς μας, κι αν τείνει να χαθεί εξαιτίας των νέων συνθηκών ζωής, η στροφή που παρατηρείται προς τον λαϊκό πολιτισμό χαρακτηρίζεται εξαιρετικά ευοίωνη.

 

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: 

Pomegranate Project | Ο Πολύχρωμος Κόσμος των Προσφυγισσών

Οι Μοδίστρες «Ξαναράβουν» την Ιστορία τους

Τα Παπλώματα που Διηγούνται Ιστορίες

Σπούδασε Ιστορία, Αρχαιολογία και Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, από όπου αποφοίτησε το 2022. Το 2023 εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Εύθραυστον». Ζει και δραστηριοποιείται στην Πάτμο, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για πολιτιστικά θέματα, ενώ είναι μέλος του Σωματείου «Σπίθα».

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+