Η «Αυτοκρατορία του Φωτός» του Sam Mendes με την έξοχη Olivia Colman είναι μια ταινία για τις «παράταιρες» σχέσεις των ευαίσθητων ανθρώπων στη Βρετανία της Thatcher και, ταυτόχρονα, ένα φιλμ χαμηλών τόνων που σε βυθίζει στη μοναχικότητα των πρωταγωνιστών της και στη λατρεία τους για το σινεμά, μια ανθρωποκεντρική/κοινωνική ταινία της οποίας το μότο θα μπορούσε να είναι: «Μην τα παρατάς!»
Η Αυτοκρατορία του Φωτός | Sam Mendes | Olivia Colman, Micheal Ward, Colin Firth | Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ
Η Χίλαρι και ο Στίβεν εργάζονται σε έναν παραλιακό κινηματογράφο στη νότια Αγγλία. Εκείνη, μέσης ηλικίας, λευκή, παλεύει με την εύθραυστη ψυχική της υγεία. Εκείνος, ένας φτωχός μαύρος νεαρός, που πασχίζει να αντιμετωπίσει τον ρατσισμό που υφίσταται καθημερινά.
Εκείνη είναι η υπεύθυνη του σινεμά, ερωμένη του αφεντικού της –ενός παντρεμένου καθωσπρέπει υποκριτή–, μια μοναχική γυναίκα που, παρότι εργάζεται χρόνια ολόκληρα στο σινεμά Empire, δεν έχει δει ποτέ της ούτε μια ταινία.
Εκείνος, φρέσκος και άπειρος υπάλληλος, ονειρεύεται να σπουδάσει, αλλά μέχρι να καταφέρει να μαζέψει τα απαραίτητα χρήματα κόβει τα εισιτήρια των πελατών του κινηματογράφου και ζει την αγάπη του για το σινεμά βοηθώντας τον μηχανικό προβολής να αλλάζει μπομπίνες. Οι δυο τους γίνονται εραστές. Για λίγο. Όσο αντέχουν να υποστηρίξουν το «παράταιρο» ταίριασμά τους. Όσο το «μην τα παρατάς!» κερδίζει το «παράτα τα! Δεν υπάρχει ελπίδα».
Τη Χίλαρι και τον Στίβεν τους συναντάμε στο Empire στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Τότε που οι σκίνχεντ ξαναγεμίζουν με τη ρατσιστική τους βία τους δρόμους του Ηνωμένου Βασιλείου, η Margaret Thatcher δείχνει τα δόντια της στην εργατική τάξη, αλλά και η βρετανική μουσική βιομηχανία παράγει αθάνατα κομμάτια όπως το «Love Will Tear Us Apart» των Joy Division, το «Too Much Too Young» των The Specials και το «Mirror in the Bathroom» των The Beat (όλα αποτελούν μουσική επένδυση της ταινίας και είναι προσωπική επιλογή του Sam Mendes), ενώ το βρετανικό σινεμά χαιρετίζει ταινίες σαν τους πολυβραβευμένους «Δρόμους της Φωτιάς» του Hugh Hudson.
Ο Σεναριογράφος Sam Mendes
«Οι περισσότεροι άνθρωποι διαμορφώνονται στην εφηβεία. Για µένα, αυτό συνέβη στο τέλος των ’70s και στις αρχές των ’80s: η µουσική, οι ταινίες, η ποπ κουλτούρα εκείνης της περιόδου γενικά µε διαμόρφωσε», λέει ο σκηνοθέτης. «Το λοκντάουν», συνεχίζει, «ήταν µια περίοδος προσωπικών αναζητήσεων και περισυλλογής για όλους µας. Και για μένα σήμαινε την επαφή µε αυτές τις αναμνήσεις που µε ταλαιπωρούν από παιδί. Έτσι πυροδοτήθηκε η γραφή, η εξερεύνηση αυτών των αναμνήσεων και το ξεκλείδωμά τους».
Με άλλα λόγια, ο Sam Mendes, ο σκηνοθέτης που έχει στη φαρέτρα του εκτός από καυστικές και οσκαρικές δημιουργίες τύπου «American Beauty» και υπερπαραγωγές Τζέιμς Μποντ («Skyfall» και «Spectre»), αποφάσισε να κάνει την πιο προσωπική ίσως ταινία του, αναλαμβάνοντας μάλιστα για πρώτη φορά και τη συγγραφή του σεναρίου.
Έτσι, δημιουργεί μια ταινία με ένα παράξενο ζευγάρι στο κέντρο και τα ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα της εποχής στο φόντο. Ένα ερωτικό γράμμα στην 7η τέχνη με μπόλικες σκηνές να θυμίζουν το «Σινεμά ο Παράδεισος». Μια υπογεγραμμένη δήλωση πίστης στο μότο «μην εγκαταλείπεις!», αλλά με την απόλυτη κατανόησή του σε όσους δεν αντέχουν πάντα να είναι ψυχικά υγιείς ή συναισθηματικά υποκριτές. Μια ταινία με κεντρικό χαρακτήρα αυτόν της Χίλαρι (έξοχη για μία ακόμη φορά η Olivia Colman), τον οποίο εμπνεύστηκε από τη μητέρα του. Μια ταινία χαμηλών τόνων που σου αφήνει την αίσθηση της ζεστασιάς ύστερα από ένα ναυάγιο. Μια ταινία που αξίζει για τις ερμηνείες, την ανθρωπιά και τη σκηνοθεσία της, αν και σεναριακά μοιάζει σαν να μην μπορεί να ξεχωρίσει με ποια από όλες τις αγάπες του θέλει να πρωτοασχοληθεί.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Το «Χρυσάφι του Ρήνου» Ραπάρει Άγρια
«Ραμπιγιέ Κουρνάζ Εναντίον Τζορτζ Μπους» ή η Φωτεινή Πλευρά του Σκοταδιού