Μάρτιο του 2020 ο κόσμος έχασε την ανάσα του. Μάρτιο του 2020 ο κόσμος τη βρήκε. Το ίδιο και η Ζωή. Το ίδιο όλοι. Μόνη στο σπίτι, σε σύμπνοια με όλη τη γη, τη γη που πετούσε από πάνω της ό,τι την ενοχλεί και ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τους κατοίκους της σοφότερους. Σοφότερους; Δεν ξέρει. Καλύτερα να μιλήσουν τα γεγονότα. Τα γεγονότα μιλάνε καλύτερα. Ιδίως όταν τα συμπεράσματα προηγούνται αυτών. Το συμπέρασμα ήταν ότι ο άνθρωπος αγνόησε προκλητικά τον εαυτό του και εξαναγκάστηκε, φρενάροντας, να ασχοληθεί ξανά μαζί του.

Της άρεσε η ζωή της. Τόσο που η διαρκής αγωνία να μη χάσει κάτι από αυτήν της έκοβε την ανάσα. Η μέρα της ήταν πάντα γεμάτη. Πρωινή δουλειά, γραφείου, κάποιου από τα πολλά γραφεία που διέθετε η πόλη, η χώρα, ο κόσμος. Προπονήσεις γιόγκα, με personal trainer, με κάποιον από τους πολλούς που διέθετε η πόλη, η χώρα. Ο κόσμος. Βιβλία, θέατρα, σινεμά, φαγητά, κρασιά, μουσικές, γέλια και κλάματα, πόνοι. Μία απώλεια. Όλες οι μέρες γεμάτες, κατέληγαν σε μία αποστασιοποιημένη νύχτα. Αποστασιοποιημένη από ό,τι πέρασε, κολλημένη με φορτική εγγύτητα σε ό,τι έρχεται.

Μία τέτοια νύχτα, εκεί, μόνη της, αυτή, μία και μοναδική. Άνοιξε την τηλεόραση και μόνη, αυτή, άκουσε ότι χιλιάδες άνθρωποι προσβλήθηκαν από έναν ιό, Covid-19, που εμφανίστηκε στην Κίνα. Άνοιξε τη φωνή, συνέχισε να καθαρίζει τις πιπεριές, μαγείρευε για την άλλη μέρα, δεν άκουγε, άνοιξε κι άλλο τη φωνή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Έριξε μέσα στο τηγάνι τα μανιτάρια, ο ιός είχε ήδη σκοτώσει κάμποσους; Πολλούς. Το φαγητό ήταν έτοιμο, όχι και πολύ πετυχημένο, αυτό το blog δεν είχε πάντα πετυχημένες συνταγές.

Στο μεταξύ, η τηλεόραση συνέχισε να λέει για τον ιό, ένιωσε λίγο σαν ήρωας του Ουελμπέκ, έτρωγε αμέριμνη με την τηλεόραση να παίζει κάτι μακρινό. Σίγουρα από μυθιστόρημά του θα είχε ξεπηδήσει. Είναι ο αγαπημένος της συγγραφέας. Είναι η αγαπημένη της δυτική αποτύπωση. Πνευματώδης και χορτάτη, ιδιαίτερη, καλλιτεχνική και τεχνοκράτισσα, κοιμήθηκε ήσυχη.

Δύο μήνες μετά, ανήμπορη να κοιμηθεί, τηλεφώνησε μέσω του messenger στον φίλο της, βιντεοκλήση. Είχε ήδη δύο μήνες να τον δει τον Θωμά. Ζούσε στην Αθήνα. Ο ιός Covid-19 προχωρούσε και σάρωνε τον κόσμο. Με ταχύτητα, από τη μία νύχτα στην άλλη, ένιωσε να ζει ό,τι μέχρι πριν από λίγο καιρό αδυνατούσε να φανταστεί: τον κόσμο να σταματάει. Ο κόσμος σταμάτησε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ευκαιρία να γνωριστούμε:

-Είμαι η Ζωή. Μου αρέσει η έντονη ζωή. Η κάθε μέρα μου περνάει δημιουργικά. Ζω και εργάζομαι στη Θεσσαλονίκη, μένω σε ένα διαμέρισμα στη Σβώλου. Μετακόμισα εδώ για να αισθάνομαι ότι ζω στην καρδιά της πόλης. Γίνονται πολλά εδώ, έχει ρυθμό και παλμό. Αγαπάω τη δουλειά μου και τους ανθρώπους γύρω μου, ιδίως όσους έχει διαλέξει η καρδιά μου, την οικογένεια, τους φίλους μου, τον άντρα μου. Ταξιδεύω, μαθαίνω, τρώω, ακούω και μιλάω. Αγαπώ όσα μου δίνει η καθημερινότητά μου, μέρα και νύχτα και νιώθω τυχερή που τα ζω. Που ζω.

Ας πούμε ότι αυτή είναι η τοποθέτησή μου απέναντι στον ουρανό. Απέναντι στο γαλάζιο μου, το χρώμα του Θεού και των ζωγράφων. Όταν ο ιός με ανάγκασε να κλειστώ μόνη μου στο σπίτι, οι γονείς μου μακριά, ο αγαπημένος μου μακριά, τίποτε από αυτά δεν άλλαξε. Όλα ίδια έμειναν, σε πείσμα όσων έλεγαν ότι η ζωή μας θα αλλάξει, τίποτα δεν άλλαξε, απλώς ξε-τυφλωνόμαστε. Μόνη μου στο σπίτι ένιωσα πιο συλλογική από ποτέ. Είδα την ιστορία μου. Έμαθα να είμαι και να αναπνέω. Οι μέρες ήταν ίδιες με τις νύχτες κι αυτό ήταν μία ευλογημένη συνέχεια, που πρόδιδε την εσωτερική μου ακρίβεια. Τρία χρόνια μετά, πολλά ξέχασα, πολλά θυμάμαι και ένα θα σας διηγηθώ.

Ο δρόμος ήταν νωπός, το προηγούμενο βράδυ έβρεξε για τα καλά. Πονούσαν τα κόκκαλά μου, ένιωθα γενικώς το σώμα μου πεσμένο κι αυτή η αίσθηση με τρόμαζε πάντα, αισθανόμουν ότι ο πόνος με πετάει σε ένα κενό. Δεν είχα και πολλά να κάνω, κοιμήθηκα πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο και όταν, επιτέλους, σηκώθηκα από το κρεβάτι ήθελα να πάω για τρέξιμο. Ο νωπός δρόμος μου έδινε την αίσθηση της εξοχής, τον πατούσα με μανία, και έτσι προκαλούσα τον πόνο στα κόκκαλα, επίτηδες. Βασικά, μόνο αυτή την αίσθηση θυμάμαι, ο εγκλεισμός στο σπίτι εδώ και ένα μήνα, είχε σβήσει τις αντοχές μου για αποθήκευση πληροφοριών. Ζούσα εντελώς παροντικά. Α, θυμάμαι και τον εκνευρισμό μου με τον Θωμά το προηγούμενο βράδυ στο τηλέφωνο, τον Θωμά που παντρεύτηκα το ίδιο καλοκαίρι, χωρίς καλεσμένους. Όχι σε παραλία, όχι με μακρύ αρχαιοελληνικό φόρεμα, χωρίς φωτογράφο και μπουφέ, αλλά σε μία εκκλησία στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, απόγευμα Παρασκευής, από εκεί είμαι, με ένα λευκό φόρεμα, απλό, τιμή στον χώρο και στον Θωμά.

Λοιπόν, ο δρόμος ήταν νωπός και πονούσαν τα κόκκαλά μου. Επιστρέφοντας, σταμάτησα να πάρω νερά και καφέ για το σπίτι. Η πόλη ήταν άδεια, έτσι και το μπακάλικο, ήσυχο. Χαιρέτησα με περισσή ήρεμη ησυχία, παρότι πονούσαν τα κόκκαλά μου, τον Γιάννη, που είχε το μπακάλικο. Πήρα τον δρόμο για το σπίτι, στην είσοδο, φορτωμένη, ιδρωμένη, και ενώ πονούσαν τα κόκκαλά μου, συνάντησα τον Νίκο. Γείτονας, από το πάνω διαμέρισμα. Όμορφος, αλλά τραχύς. Τον χαιρέτησα γρήγορα, φοβούμενη μήπως με κολλήσει τον ιό. Αυτός, αδιαφορώντας για τον εμφανή φόβο μου, με σταμάτησε, κρατώντας μου με φοβερό θράσος το χέρι.

Ζωή, πως τα πας με τον εγκλεισμό; Εγώ δουλεύω κανονικά, μου τη σπάει αλλά δεν έχω επιλογή… Τα σούπερ μάρκετ, ξέρεις, είναι κανονικά ανοιχτά. Να μιλάμε ρε Ζωή, νιώθω μόνος μου.

Δεν ήξερα ότι δουλεύει σε σούπερ μάρκετ, βασικά τίποτα δεν ήξερα γι’ αυτόν, το μόνο που ήξερα ότι παρότι δούλευε σε σούπερ μάρκετ, τόλμησε, να πιάσει το χέρι μου εν μέσω πανδημίας.

– Νίκο, είσαι στα καλά σου; Γιατί με πιάνεις; Κοινωνική απόσταση, δεν ακούς τι λένε; Ήμουν σχεδόν πανικοβλημένη, αλλά γέλασα ξαφνικά με τον εαυτό μου, και συνέχισα, αφήνοντας το χέρι μου μέσα στο δικό του: Ναι, να μιλάμε. Έχεις messenger, WhatsApp κ.λπ.;

– Έχω ναι, έχεις τον αριθμό μου;

– Ναι, τον έχω. Θα σου στείλω τον δικό μου και πάρε με όποτε θες. Σόρυ, για πριν, αλλά έχω φοβηθεί.

– Δεν πειράζει, σε καταλαβαίνω. Είπε και χαμογέλασε, τρυφερά, ο Νίκος, ο τραχύς.

Ανέβηκα στο σπίτι. Έπλυνα τα χέρια μου. Καλά. Τα έξυσα κιόλας πλένοντάς τα. Έπλυνα τα νύχια. Τους καρπούς. Πίσω από τα δάχτυλα. Μπροστά από τα δάχτυλα. Πλάγια τα δάχτυλα. Ξέχασα ότι είναι δάχτυλα. Έστειλα το τηλέφωνό μου στον Νίκο. Τακτοποίησα τα νερά. Έβαλα τον καφέ στην καφετιέρα. Το σπίτι μύρισε. Έκανα μπάνιο και έβαλα καφέ στο φλυτζάνι. Δειλά, κάθισα να γράψω μία μελέτη προς δημοσίευση, είχε σχεδόν περάσει η προθεσμία της. Τη Wall Street Journal διάβασα, Max Richter έβαλα να παίζει. Ταυτόχρονα, χωρίς να το ξέρω, περίμενα τηλέφωνο από τον Νίκο. Τα κόκκαλά μου είχαν περάσει. Πήρα τηλέφωνο τον Θωμά, μου είχε λείψει.

Κάθε μέρα μου είχα πλέον τα ίδια ενδιαφέροντα με πριν. Σε αργό πλέον ρυθμό. Δεν είχα μπει, όπως λένε, σε slow motion. Είχα μπει απλά σε motion. Πριν από την καραντίνα, κινούμουν σε μία κρυφή, ύπουλη, χωρίς παύση, βιασύνη. Πρωινή δουλειά, γραφείου, κάποιου από τα πολλά γραφεία που διέθετε η πόλη, η χώρα, ο κόσμος. Προπονήσεις γιόγκα, με personal trainer, με κάποιον από τους πολλούς που διέθετε η πόλη, η χώρα, ο κόσμος. Βιβλία, θέατρα, σινεμά, φαγητά, κρασιά, μουσικές, γέλια και κλάματα, πόνοι, κανονισμένα, κανονισμένες επαγγελματικές συναντήσεις, κανονισμένες φιλικές συναντήσεις, κανονισμένα όλα. Οι μέρες γεμάτες, κατέληγαν σε μία αποστασιοποιημένη από το χρόνο νύχτα. Αποστασιοποιημένη από το χρόνο που πέρασε και κολλημένη στο χρόνο που έρχεται.

– Θωμά, έλα αγάπη μου. Είσαι καλά; Η κάμερά σου δεν δουλεύει.

-Έλα, μαμά. Καλά είμαι, εσείς; Να προσέχετε.

Κάθε μέρα, δούλευα, δούλευα, διάβαζα, διάβαζα, έβλεπα, έβλεπα, μιλούσα, μιλούσα, μαγείρευα, μαγείρευα δοκίμαζα, δοκίμαζα, όλα πολύ και όλα λίγο. Λίγο, απλωμένα στο χρόνο. Τα ρήματα είχαν μεταξύ τους την παύση της ανάσας μου.

– Νίκο; Ναι, ναι, καλά έκανες. Καλά έκανες και με πήρες λέω, για πες… πώς περνάς;

– Εντάξει, καλά. Ξεκουράζομαι κιόλας, τα βράδια, απλώς εντάξει, δεν έχω και πολλούς ανθρώπους να μιλάω κάθε μέρα. Με συγχωρείς ρε Ζωή, σου γίνομαι φορτικός;

– Όχι, καθόλου. Απλώς δεν θέλω κοντινή επαφή, εννοώ δε θέλω να έρθεις σπίτι, για λόγους ασφαλείας, από messenger μιλάμε όσο θέλεις.

Για τις επόμενες μέρες, μιλούσαμε κάθε μέρα, όταν ο Νίκος επέστρεφε από τη δουλειά του στο σούπερ μάρκετ. Κάναμε καλή παρέα με τον Νίκο, μου άρεζε αυτός κι αυτό που ζητούσε από μένα. Παρέα. Την παρέα της πιτζάμας, η παρέα της εποχής του Covid-19, που διαδέχτηκε την παρέα των super heroes. Η παρέα που μοιράζεται βραδύτητα και όχι κατορθώματα. Μάλλον, μοιραζόμασταν τη δική μου βραδύτητα, καθώς αυτός κάθε μέρα όχι μόνο δούλευε τρέχοντας αλλά, όπως μου είπε πολύ αληθινά, φοβόταν για την υγεία του.

-Ζωή, τι λες, πίνουμε ένα καφέ μαζί στο μπαλκόνι σου;

-Νίκο, δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα. Μήπως καλύτερα να βάλουμε έναν καφέ και να τα πούμε digitally;

-Όπως θέλεις, πάντως προσέχω. Και αν έρθω κάτω, θα προσέξω, θα κάτσω μακριά σου. Σε δύο μέτρα απόσταση. Έχει ωραίο καιρό για μπαλκόνι σήμερα.

Ήταν Απρίλιος, ήλιος λαμπερός, περισσότερο φωτεινός από άλλους Απρίληδες, και κυρίως, περισσότερο ήλιος. Δηλαδή πρόσεχες πραγματικά ότι ήταν ένας ωραίος ήλιος. Κίτρινος. Φωτεινός. Σαν εκείνους που ζωγραφίζαμε μικροί. Κιτρινισμένους με μανία.

– Άντε, έλα. Με μάσκα.

– Πώς θα πιω καφέ με μάσκα ρε Ζωή;

Γέλασε δυνατά, γέλασα κι εγώ, σε πέντε λεπτά του άνοιξα την πόρτα, μπήκε, έκατσε στο μπαλκόνι, δύο μέτρα μακριά από τη δική μου θέση, του έβαλα καφέ και αρχίσαμε να μιλάμε και να αναπνέουμε Απριλιάτικο αέρα. Με προβλημάτιζε λίγο που εισπνέαμε και εκπνέαμε σε τέτοια απόσταση, αυτός κάθε μέρα σούπερ μάρκετ, αλλά τόσο μου άρεζε ο ήλιος ο κίτρινος και ο καφές, που ξέχασα τον ιό και θυμήθηκα ότι πίνω καφέ με έναν γείτονα, δεν θέλω κάτι από αυτόν, θέλει την παρέα μου, του τη δίνω, μιλάμε, γελάμε και είναι Απρίλης.

Η κουβέντα έρρεε. Ο κίτρινος ήλιος έγινε ροζ, κόκκινος, εξαφανίστηκε κιόλας. Κρυώσαμε, αφήσαμε το μπαλκόνι. Μπήκαμε μέσα, ενώ προσπαθώντας να θυμηθώ τι έχω να κάνω αύριο, σας είπα, είχα σταματήσει το παρελθόν και το μέλλον, μόνο παροντικά υπήρχα, άκουσα τον Νίκο, μπαίνοντας από το μπαλκόνι μέσα να μου λέει:

– Ζωή, ευχαριστώ που δεν φοβήθηκες την ανάσα μου κοντά σου. Έστω στα δύο μέτρα. Πέρασα καλά, το χρειαζόμουν.

Σταμάτησα λίγο και του απάντησα πως Νίκο, εγώ το χρειαζόμουν εδώ και χρόνια αλλά δεν το ήξερα.

Κοινότοπο; Μπορεί. Αλλά αφού αυτό το κοινότοπο ένιωθα, τι να πω; Αφού ένιωθα μία συνηθισμένη νεαρή γυναίκα, που έχει χρόνο, που ανοίγει το σπίτι της σε έναν φίλο, πίνει καφέ μαζί του γιατί αυτός τη χρειάζεται, είναι σπίτι της, ασφαλής, και μοιράζεται μαζί του ιστορίες από τη δική του ανασφαλή καθημερινότητα, σε ασφαλή απόσταση μεταξύ τους μοιράζονται έναν καφέ και κίτρινο ήλιο. Αυτό χρειαζόμουν. Την αίσθηση του κοινότοπου.

Η Ζωή βγήκε από το σπίτι όταν έληξαν τα μέτρα περιορισμού. Σε δύο μέρες είχε επανέλθει η αγάπη της για δραστηριότητα, είχε μείνει η ανάγκη της για βραδύτητα, είχε προσαρμοστεί στην ανάγκη για χωρική απόσταση, είχε την φοβερή πολυτέλεια να αγκαλιάζει ακόμη γονείς, τον Θωμά, και φίλους, και, επιπλέον, είχε ακούσει και τις ιστορίες του Νίκου, έχοντας την ανάσα του σε απόσταση ασφαλείας. Σίγουρα πάντως είχε βρει τη δική της.

– Καλημέρα, Ζωή. Καλή δουλειά! Πίνουμε καφέ στο μπαλκόνι σου το απόγευμα;

– Καλημέρα, Νίκο. Τελειώνοντας από το γραφείο, θα έρθω εγώ στο δικό σου. Που είναι και μεγαλύτερο. Για απόσταση ασφαλείας.

Όλα αυτά, Θεσσαλονίκη, Αλεξάνδρου Σβώλου, 2020, πριν και στο εξής, ζωή σε διάρκεια. Ο κόσμος ξαναβρήκε την ανάσα του. Σε απόσταση.

“…Δεν υπήρχαν πια τότε προσωπικά πεπρωμένα, αλλά μια συλλογική υπόθεση που ήταν η πανούκλα και αισθήματα που τα μοιράζονταν όλοι”, Albert Camu, Η Πανούκλα.

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
Lex Artes
Lex Artes

Η Ελίνα Ασημακοπούλου είναι δικηγόρος και Διδάκτωρ Νομικής. Γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Ασχολείται συστηματικά με υποθέσεις από όλο το φάσμα του Αστικού Δικαίου και ειδικά ζητήματα Διοικητικού Δικαίου. Αποφοίτησε Κολλέγιο Ανατόλια και διατηρεί επαφή με αυτό μέσω κοινωνικών δραστηριοτήτων των αποφοίτων. Διαθέτει δύο μεταπτυχιακά διπλώματα και έχει γράψει δύο νομικά βιβλία. Όταν μέσα σε όλα αυτά έχει ελεύθερο χρόνο, διαβάζει τα πάντα, ακούει μουσική και περπατάει πολύ. Της αρέσει να γράφει για ό,τι ζει.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+