Με την COP26 να βρίσκεται σε εξέλιξη, έχουμε ήδη μια πρώτη δέσμευση από περισσότερους από 100 ηγέτες για τον τερματισμό της αποψίλωσης των δασών μέχρι το 2030. Ο στόχος αυτός καθίσταται εφικτός μέσα από την αξιοποίηση 19 δισ. δολαρίων δημόσιων και ιδιωτικών πόρων για την προστασία και αποκατάσταση των δασικών εκτάσεων.
Τι Θα Γίνει Με Το Κόστος;
Έρχομαι λοιπόν στο θέμα της ημέρας: ποιος θα επωμιστεί το κόστος της μετάβασης που καλούμαστε να κάνουμε για να αποφύγουμε τα χειρότερα; Είναι ένα ερώτημα με πολλές διαστάσεις και προεκτάσεις. Μπορεί να απαντηθεί στη βάση της ρεαλπολιτίκ, αλλά και της ηθικής.
Αφορά τις ίδιες τις χώρες στο εσωτερικό τους – ο Έλληνας πρωθυπουργός, για παράδειγμα, χθες ανέφερε από τη Γλασκώβη ότι “δεν πρέπει εν τέλει οι πολίτες να επιβαρυνθούν με το κόστος της πράσινης μετάβασης”, καθώς “το τελευταίο πράγμα που θέλουμε είναι να απογοητευτούν […] από τις πολιτικές καταπολέμησης της κλιματικής κρίσης”.
Ένας από τους λόγους που οι προσδοκίες για την COP26 είναι τόσο χαμηλές αποτελεί το γεγονός ότι δεν θα παραστούν σε αυτή ηγέτες χωρών με “βεβαρημένο ιστορικό” σε σχέση με το κλίμα.
Το κόστος λοιπόν θα το επωμιστούν οι ρυπογόνες βιομηχανίες; Θα το επωμιστεί το κράτος “δανειζόμενο” από το μέλλον; Για πόσο μεγάλο κομμάτι της μετάβασης σε έναν κόσμο όπου η άνοδος της θερμοκρασίας θα έχει περιοριστεί στον 1,5 βαθμό Κελσίου μπορούμε να βασιζόμαστε, εδώ στην Ελλάδα, σε ευρωπαϊκά χρήματα;
Το ερώτημα όμως του “ποιος πληρώνει” αφορά, ασφαλώς, τις χώρες και σε σχέση με τις ευθύνες για την κλιματική κρίση και τη συνεισφορά τους στην παγκόσμια προσπάθεια περιορισμού των ρύπων. Και εδώ είναι που τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σύνθετα.
Ρυπαντές με Προϊστορία
Ένας από τους λόγους που οι προσδοκίες για την COP26 είναι τόσο χαμηλές αποτελεί το γεγονός ότι δεν θα παραστούν σε αυτή ηγέτες χωρών με “βεβαρημένο ιστορικό” σε σχέση με το κλίμα, όπως ο Xi Jinping, ο Vladimir Putin, ο Jair Bolsonaro. Η Κίνα μάλιστα απεικονίζεται συχνά –και ορθώς– ως υπαίτια για μεγάλο μέρος της καταστροφής που έχει συντελεστεί.
Ωστόσο, ο μεγαλύτερος ρυπαντής στην ιστορία, με διαφορά, δεν είναι η Κίνα αλλά οι ΗΠΑ, με επίσης βεβαρημένο ιστορικό σε σχέση με τις κλιματικές της δεσμεύσεις. Το δε επιχείρημα των αναπτυσσόμενων χωρών είναι συχνά ότι οι αναπτυγμένες οικονομίες –όπως η Αμερική αλλά και οι ευρωπαϊκές– είχαν την ευκαιρία να αναπτυχθούν με αχαλίνωτο (από περιβαλλοντικής σκοπιάς) τρόπο επί δεκαετίες. Δεν θα πρέπει λοιπόν να πληρώσουν παραπάνω για την αποκατάσταση της ζημιάς;
Ο Τρίτος Κόσμος
Όσο για τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη, πολλές εκ των οποίων υφίστανται ήδη με σφοδρότητα τις επιπτώσεις της δικής μας ρύπανσης, έχοντας μάλιστα μηδαμινά μέσα για να αντεπεξέλθουν στις καταστροφές, η αδικία είναι τόσο κατάφωρη που τη διώχνουμε ακόμη και ως σκέψη από το μυαλό – σίγουρα δε από τους υπολογισμούς μας σε ό,τι αφορά τον επιμερισμό του κόστους αποκατάστασης της ζημιάς. Κακώς, φυσικά, όπως μας εξηγεί σε ένα mustread άρθρο ο David Wallace-Wells. Σας αφήνω με ένα απόσπασμά του ως τροφή για σκέψη:
“Σήμερα, καθώς εκατοντάδες εκατομμύρια εξακολουθούν να στερούνται ηλεκτρικής ενέργειας στον παγκόσμιο Νότο, το 80% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου παράγεται από τις χώρες του G20. Οι μισές σχεδόν εκπομπές παράγονται από το πλουσιότερο 10% του κόσμου, ενώ ένα μόνο υπερατλαντικό αεροπορικό εισιτήριο παράγει έναν τόνο CO2, περισσότερο δηλαδή από τις ετήσιες εκπομπές του μέσου κατοίκου της υποσαχάριας Αφρικής”.