Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος: «Τα Πολιτεύματα Είναι το Software, η Ιστορία ενός Κράτους Είναι το Hardware»

Υπάρχουν στιγμές που σταματά ο χρόνος. Αποκριά, Καθαρή Δευτέρα και μετά σιωπή. Ο χρόνος, ο τόπος και η συγκυρία –ως επιπρόσθετος παράγοντας– παράγουν εθνική θλίψη. Δεν είναι μόνο πόνος. Είναι παραλυσία. Και μετά αρχίζουν επικίνδυνοι συμψηφισμοί, ανόητες κορόνες και οι γνωστοί άγνωστοι που τα σπάνε, σαν να γλεντάνε το κακό που μας βρήκε. Όλοι μιλούν για δημοκρατία, αλλά πολύ περισσότερο όλοι αυτοί που τη θέλουν νεκρή. Τι καθιστά κάποιον απειλή για τη δημοκρατία, τι στραγγαλίζει τις αξίες της και, τελικά, ποια είναι τα όριά της; Θα μου πείτε, δύσκολο θέμα… Κάτι σαν τη διαδικασία χώνεψης της «νηστείας».

Γι’ αυτό, επιτέλους αν όχι από τη «νηστεία», ας βγάλουμε τα εισαγωγικά από τη δημοκρατία. Δεν υπάρχει αρτιότερος επιστήμονας για αυτή τη φιλότιμη προσπάθεια από τον Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλο, καθηγητή Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, γραμματέα σύνταξης της «Νέας Εστίας» και αντιπρόεδρο του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Είστε έτοιμοι για σκληρές απαντήσεις;

Τι ορίζουμε ως δημοκρατία σήμερα;

Η δημοκρατία είναι ένας μηχανισμός αντιπροσώπευσης και μπορούμε να τον συναντήσουμε σε διάφορες μορφές στην ιστορία της ανθρωπότητας, κυρίως στην άμεση μορφή του, σε πολλές ηπείρους, ακόμη και σε κοινωνίες φυλετικής οργάνωσης – μάλιστα, πολύ πριν αρχίσει να εδραιώνεται στην Ευρώπη.

«Το καίριο ερώτημα ήταν πάντοτε ποιος και μέσω ποιων θεσμών θα μπορούσε να ασκήσει έλεγχο για τυχόν αυθαιρεσίες και κατάχρηση εξουσίας».

Βεβαίως, ακόμη και στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία είναι συζητήσιμος ο άμεσος χαρακτήρας, καθώς στην πράξη ήταν πολύ λιγότεροι εκείνοι που διαμόρφωναν τη δημόσια συζήτηση και συμμετείχαν στις τελικές αποφάσεις. Πάντοτε δηλαδή υπήρχε, ακόμη και στις αρχαίες κοινωνίες, η τάση μια «ελίτ της εξουσίας» –που οριζόταν ως τέτοια είτε διότι κατείχε τη σχετική τεχνογνωσία της διοίκησης ή του πολέμου, είτε διότι μπορούσε να ασκεί επιρροή μέσω του πλούτου της, είτε και μόνο χάρη στα ρητορικά της χαρίσματα και τις τεχνικές πειθούς που διέθετε– να καταφέρνει να συγκεντρώνει στα χέρια της το προνόμιο του «αποφασίζειν».

Το καίριο ερώτημα ήταν πάντοτε ποιος και μέσω ποιων θεσμών θα μπορούσε να τους ασκήσει έλεγχο για τυχόν αυθαιρεσίες και κατάχρηση εξουσίας. Αυτό έγινε ακόμη πιο επιτακτικό στον Μεσαίωνα, με την υπερσυγκέντρωση εξουσίας στα χέρια ισχυρών μοναρχών. Έτσι, τα υπόλοιπα μέλη της αριστοκρατίας, οι ισχυροί τοπικοί φεουδάρχες, καθώς και η Εκκλησία, που θεωρούσαν τον βασιλιά απλώς ως primus inter pares, επινόησαν διάφορες μορφές θεσμών που έθεταν αντίβαρα στην απόλυτη εξουσία του.

Democracy

Από αυτή την επιδίωξη είναι που προκύπτει και η κλασική διάκριση των τριών εξουσιών (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) του Montesquieu: να περιοριστεί η παντοδυναμία του Ενός. Όσο λοιπόν οι κρατικές εξουσίες αρχίζουν να αναπτύσσονται, να έχουν όλο και πιο περίπλοκες ανάγκες, καθώς και να συνειδητοποποιούν ότι τα μισθοφορικά στρατεύματα που διεξήγαν ως τότε παραδοσιακά τους πολέμους δεν ήταν πλέον αξιόπιστα, τόσο περισσότερο αρχίζουν να διαπιστώνουν την αναγκαιότητα του πολίτη-στρατιώτη, και κατ’ επέκταση της μεγαλύτερης συμμετοχής του στις διαδικασίες διοίκησης και προστασίας της πόλης.

«Αυτό που ονομάζουμε πάντως φιλελεύθερη δημοκρατία, που έχει στο επίκεντρό του ένα στιβαρό κράτος δικαίου και την κουλτούρα των ατομικών δικαιωμάτων, είναι μεταπολεμική κατάκτηση».

Κι έτσι, σε διάφορες πόλεις-κράτη της αναγεννησιακής Ιταλίας, η έννοια του πολίτη που υπηρετεί στον στρατό υπερασπιζόμενος την πατρώα γη του ταυτίζεται με την παραχώρηση περισσότερων δικαιωμάτων και μεγαλύτερης συμμετοχής, αρχικά στο εκλέγειν και μετά στο εκλέγεσθαι. Όσο διευρύνεται αυτή η συμμετοχή, συμπεριλαμβάνοντας περισσότερους, κυρίως μετά τις δύο μεγάλες δημοκρατικές επαναστάσεις, την Αμερικανική και τη Γαλλική (και ακόμη περισσότερο μετά τις φιλελεύθερες του 1848), τόσο είναι και ισχυρότερα τα αιτήματα για τη θέσπιση θεσμών που να διασφαλίζουν τρία κυρίως πράγματα: αντίβαρα στην κατάχρηση της εξουσίας, διεύρυνση του δικαιώματος συμμετοχής των πολιτών και, φυσικά, καθαρές και δίκαιες εκλογικές διαδικασίες.

Σε αυτά θα βοηθήσει πολύ και ο εκσυγχρονισμός των πολιτικών κομμάτων τον 20ό αιώνα, ιδίως των μαζικών κομμάτων. Αυτό που ονομάζουμε πάντως φιλελεύθερη δημοκρατία, που έχει στο επίκεντρό του ένα στιβαρό κράτος δικαίου και την κουλτούρα των ατομικών δικαιωμάτων, είναι μεταπολεμική κατάκτηση, δηλαδή αφορά κυρίως το δεύτερο και τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού, το οποίο σταδιακά οδήγησε στη μορφή των δυτικών δημοκρατικών καθεστώτων που γνωρίζουμε σήμερα.

Υπάρχει manual για τη δημοκρατία που ταιριάζει σε όλες «τις δημοκρατίες του κόσμου;

Το βέβαιο είναι ότι υπάρχουν οι βασικές προδιαγραφές λειτουργίας της, όπως τις περιγράψαμε προηγουμένως. Χωρίς αυτά τα βασικά προαπαιτούμενα, μιλάμε για άλλου τύπου καθεστώτα, όχι αναγκαστικά αυταρχικά, αλλά όχι και δημοκρατικά. Τα πρότυπα αυτά βεβαίως γεννήθηκαν και οικοδομήθηκαν σταδιακά στον δυτικό κόσμο της νεωτερικότητας, μέσα από αργές, αντιφατικές και επίπονες ιστορικές διαδικασίες, κατά τις οποίες μεσολάβησαν μεγάλες κοινωνικές και ιδεολογικές συγκρούσεις, πόλεμοι, εμφύλιοι κ.λπ. Αλλά μόνο μετά την πολιτισμική «επανάσταση» του 1968 μπόρεσε να παγιωθεί στην πολύ φιλελεύθερη μορφή που τη γνωρίζουμε σήμερα.

«Τα καθεστώτα και τα πολιτεύματα είναι το software. Ωστόσο, ο τρόπος που αυτά θα περάσουν στην κουλτούρα ενός κράτους έχει να κάνει με την ιστορία του και με την κοινωνική του συγκρότηση. Αυτά είναι που αποτελούν το hardware».

Όμως, το λάθος της Δύσης είναι να νομίζει ότι μπορεί να κάνει εξαγωγή προτύπων στον υπόλοιπο κόσμο και μάλιστα με εξαναγκαστικό και βίαιο τρόπο. Αυτό είδαμε ότι απέτυχε και στους πολέμους των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, που υποτίθεται ότι έγιναν υπό την παντιέρα της «εξαγωγής της δημοκρατίας».

Είναι δεδομένο ότι ένα κράτος θα υιοθετήσει κάποια δημοκρατικά πρότυπα ακολουθώντας ξένες καλές πρακτικές στη λειτουργία των θεσμών του. Τα καθεστώτα και τα πολιτεύματα, όμως, είναι το software. Ωστόσο, ο τρόπος που αυτά θα περάσουν στην κουλτούρα του έχει να κάνει με την ιστορία του και με την κοινωνική του συγκρότηση. Αυτά είναι που αποτελούν το hardware. Και για να μπορέσει να λειτουργήσει το software, πρέπει να είναι, ή να καταφέρει να γίνει με διάφορες προσαρμογές, συμβατό με το hardware.

Δείτε, για παράδειγμα, την περίπτωση της Ρωσίας ή της Κίνας, που πέρασαν από τα αυτοκρατορικά στα κομμουνιστικά συστήματα εξουσίας (και η Ρωσία εν συνεχεία στον αυταρχισμό του Putin), χωρίς να έχουν βιώσει ποτέ τη δημοκρατία και χωρίς να υπάρχουν πολύ ισχυρές πιέσεις από την κοινωνία των πολιτών για κάτι τέτοιο. Τι συνέχει αυτές τις δύο μορφές καθεστώτων;

Η μονοκρατορία του Ενός, που κυβερνά χωρίς αντίβαρα εξουσίας και χωρίς την ανάγκη της λαϊκής νομιμοποίησης, δηλαδή χωρίς εκλογές. Κι έτσι, ειδικά στην Κίνα, έχει ανατραπεί και εκείνος ο βασικός κανόνας του φιλελευθερισμού που έλεγε ότι η οικονομική πρόοδος και η δημιουργία μεσαίας τάξης οδηγεί νομοτελειακά κάποια στιγμή στον εκδημοκρατισμό. Εκεί, αντιθέτως, η οικονομική ανάπτυξη συντελείται εν μέσω αυταρχισμού και ανελευθερίας (ίσως και ολοκληρωτισμού) που πολύ λίγο έχει αμφισβητηθεί κοινωνικά – αν και ο απάνθρωπος εγκλεισμός της καραντίνας στην Κίνα οδήγησε πρόσφατα σε κάποια αμφισβήτηση του καθεστώτος.

«Το θέμα είναι όμως ότι τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη, για να μπορούν να εξασφαλίζουν τη συναίνεση των πολιτών τους, οφείλουν να διατηρούν υψηλό επίπεδο ζωής και άρα μια όσο γίνεται σταθερή οικονομική συνθήκη».

Απο πότε άρχισε η οικονομία να στραγγαλίζει, εργαλειοποιώντας την, τη δημοκρατία;

Η σύγχρονη μορφή της δημοκρατίας γεννήθηκε ουσιαστικά τον 19ο αιώνα μαζί με τον βιομηχανικό καπιταλισμό και τα εθνικά κράτη. Η συνύπαρξή τους υπήρξε εξαρχής τρομερά δύσκολη και ενίοτε συγκρουσιακή, διότι στα περισσότερα απέκλιναν παρά συνέκλιναν μεταξύ τους. Τα κράτη έχουν στον πυρήνα τους έναν καταπιεστικό χαρακτήρα, ενώ η καπιταλιστική οικονομία φιλελεύθερα χαρακτηριστικά, με τάση να υπερβαίνει τα κρατικά σύνορα.

Από την άλλη, οι εθνικές ταυτότητες είναι συνήθως πιο κλειστές, εσωστρεφείς ή και επιθετικές με τους «ξένους», οπότε ενδέχεται να γίνουν πολεμοχαρείς ή να αμφισβητήσουν το κράτος δικαίου. Το θέμα είναι όμως ότι τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη, για να μπορούν να εξασφαλίζουν τη συναίνεση των πολιτών τους, οφείλουν να διατηρούν υψηλό επίπεδο ζωής και άρα μια όσο γίνεται σταθερή οικονομική συνθήκη. Αλλιώς, τυγχάνουν αμφισβήτησης και ξυπνούν το εθνολαϊκιστικό και αντισυστημικό τέρας που είδαμε σε πολλές περιπτώσεις στον κόσμο την περασμένη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.

Έτσι, το μόνιμο ζητούμενο είναι η εξεύρεση μιας διαρκώς επισφαλούς ισορροπίας ανάμεσα στις μεγάλες προσδοκίες που γεννάει σε όλους σήμερα η εξισωτική δημοκρατία και στις απογοητεύσεις που φέρνει η διαπίστωση ότι ο ανταγωνιστικός, σκληρός και ενίοτε άδικος κόσμος της ελεύθερης οικονομίας δεν μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στο σύνολο αυτών των προσδοκιών. Αυτό το εντόπισε πρώτος ο Tocqueville και μπόρεσε να προφητεύσει ότι θα είναι το ευαίσθητο σημείο της. Είχε απόλυτο δίκιο.

Εντέλει όμως, σύγχρονη δημοκρατία και οικονομία είναι τόσο αλληλένδετες έννοιες που μπορεί να συμβεί και το αντίθετο: μια λαϊκιστική ή κρατικοδίαιτη δημοκρατία να καταπιέζει το επιχειρείν και να ελέγχει την οικονομία τόσο ασφυκτικά ή μέσω ενός άρρωστου κορπορατισμού που να φτάνει να ευνοεί κάποιες επαγγελματικές ομάδες έναντι άλλων και στο τέλος να λειτουργεί εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος. Η ελληνική περίπτωση εντάσσεται στο δεύτερο παράδειγμα.

«Δεν μπορεί ομολογουμένως να υπάρξει μαζική δημοκρατία χωρίς στοιχεία λαϊκισμού. Υπάρχουν, άλλωστε, ποικίλες μορφές του αλλά και πολλές διαβαθμίσεις του».

Είναι ο λαϊκισμός ένας κατ’ επιλογήν θάνατος της δημοκρατίας;

Δεν μπορεί ομολογουμένως να υπάρξει μαζική δημοκρατία χωρίς στοιχεία λαϊκισμού. Υπάρχουν, άλλωστε, ποικίλες μορφές του αλλά και πολλές διαβαθμίσεις του. Μια σχολή σκέψης τον περιγράφει ως «διόρθωση» της δημοκρατίας υπό την έννοια ότι μέσω αυτού ενσωματώνονται καλύτερα οι φωνές των εκτός των τειχών και των πιο αδύναμων.

Αμφιβάλλω έντονα όμως αν επιτυγχάνεται έτσι κάτι τέτοιο, διότι η εμπειρία της ανόδου των πάσης φύσεων λαϊκισμών, αριστεράς ή δεξιάς κοπής, την τελευταία δεκαετία των κρίσεων παγκοσμίως έδειξε ότι στην πραγματικότητα οι φόβοι, οι αγωνίες ή και η οργή των πιο αδύναμων είναι αδύνατον να μην εργαλειοποιηθούν από ιδιοτελείς δημαγωγούς και κατ’ επάγγελμα λαϊκιστές πολιτικούς που απλώς υπόσχονται πράγματα εντελώς ανέφικτα και ανεδαφικά, τα οποία αδυνατούν να εκπληρώσουν αν τυχόν βρεθούν στην εξουσία – όπως το τραγικό παράδειγμα του brexit, του ελληνικού δημοψηφίσματος, της τραμπικής διακυβέρνησης στις ΗΠΑ, και πολλά ακόμη.

Αν δεχτούμε συνεπώς ότι είναι μια παθογένεια της δημοκρατίας, τότε το ερώτημα είναι σε ποια μορφή και ποσότητα καθίσταται επικίνδυνη. Όπως στις ασθένειες, για τις οποίες το πόσο αντιμετωπίσιμες είναι εξαρτάται από το πόσο προχωρημένες είναι. Δεν είναι πάντως καθόλου απλή η «θεραπεία», διότι οι κρίσεις προκαλούν απειλές και φόβους και οι κοινωνικοί φόβοι δημιουργούν πολιτικές ευκαιρίες σε όσους αντισυστημικούς επιδιώκουν να αμφισβητήσουν τα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας, είτε αυτό αφορά τους νατιβιστές της δεξιάς, που βρίσκουν στους μετανάστες το τέλειο εξιλαστήριο θύμα, είτε τους νεοκομμουνιστές της αριστεράς, που θεωρούν τις ελεύθερες αγορές την καταγωγική αιτία του κακού.

Ανεξαρτήτως ιδεολογικής προέλευσης όμως, οι λαϊκιστές έχουν πάντα το ίδιο πρόβλημα: ξέρουν τι να καταγγείλουν για να γίνουν αρεστοί στον «λαό», αλλά δεν έχουν καμία εφαρμόσιμη λύση στο πρόβλημα και αυτό έχει προφανώς ευθεία απόληξη στον τρόπο διακυβέρνησης. Είναι πάντα, χωρίς καμία εξαίρεση, κακοί κυβερνήτες. Τα έχουμε ξαναζήσει αυτά στον μεσοπόλεμο και γνωρίζουμε την τραγική κατάληξη.

Democracy

Υπάρχει δημοκρατία σε συνθήκες ακραίων ανισοτήτων, φτώχειας και έλλειψης παιδείας;

Είναι δύσκολο να απαντηθεί. Η ιστορία μας λέει ότι μπορεί να υπάρξει, άλλωστε το ελληνικό παράδειγμα είναι πολύ εντυπωσιακό επ’ αυτού: η εδραίωση του κοινοβουλευτισμού και η παραχώρηση της καθολικής ψηφοφορίας από πολύ νωρίς τον ελληνικό 19ο αιώνα έλαβαν χώρα σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού και παντελούς έλλειψης παιδείας. Με άλλα λόγια, η κοινωνική υπανάπτυξη δεν έδειχνε να εμποδίζει τη σταδιακή εδραίωση ενός δημοκρατικού καθεστώτος.

«Στη Δύση είμαστε πλέον –και δικαιολογημένα– απαιτητικοί: θέλουμε δημοκρατία και μαζί συνεχή ανάπτυξη και υψηλό επίπεδο ζωής. Δεν θα ήμασταν ικανοποιημένοι με το ένα χωρίς το άλλο».

Το κλειδί ήταν εκεί το καθεστώς της εκτεταμένης μικροϊδιοκτησίας, που επέτρεψε πολύ γρήγορα και αναποτελεσματικά την ενσωμάτωση όλων στη δημοκρατία. Όσο όμως η δημοκρατία εδραιώνεται, οι κοινωνίες μαζικοποιούνται και οι κοινωνικές διεκδικήσεις οδηγούν στον εκδημοκρατισμό των επιθυμιών για καλύτερη ζωή, και κυρίως όσο αυτό το πρότυπο παγκοσμιοποιείται, τόσο πιο πολύ η ποιότητα της δημοκρατίας τείνει να συναρτάται με την οικονομική ανάπτυξη, άρα και με το δικαίωμα της εκπαίδευσης σε όλους, που είναι προϋπόθεση της κοινωνικής κινητικότητας.

Όταν κάποιο μέλος μιας φυλής στην Αφρική πρέπει να διανύσει δεκάδες χιλιόμετρα τη μέρα για να βρει καθαρό νερό, δύσκολα είναι προτεραιότητά του η δημοκρατία όπως την εννοοούμε στη Δύση. Από την άλλη όμως, υπάρχουν μορφές φυλετικής οργάνωσης που λειτουργούν αρκετά δημοκρατικά ως προς τη λήψη των αποφάσεων. Στη Δύση όμως είμαστε πλέον –και δικαιολογημένα– απαιτητικοί: θέλουμε δημοκρατία και μαζί συνεχή ανάπτυξη και υψηλό επίπεδο ζωής. Δεν θα ήμασταν ικανοποιημένοι με το ένα χωρίς το άλλο.

Αποτελεί η τεχνολογία διά των κοινωνικών δικτύων προθάλαμο αποσάθρωσης της δημοκρατίας;

Εξαρτάται από ποια οπτική κατανοείς τη δημοκρατία. Οι αντιλαϊκιστές θα πουν ότι, επειδή το μέσο είναι το μήνυμα, αυτή η μορφή ακτιβισμού των πληκτρολογίων ευνοεί κυρίως τους ακροδεξιούς ή ακροαριστερούς αγανακτισμένους, τους ψεκασμένους, τα τρολς και τους διακινητές των fake news. Καθώς και όσους επιδιώκουν, φανερά ή κρυφά, να χειραγωγήσουν την πάντα ευμετάβλητη κοινή γνώμη. Οι λαϊκιστές, από την άλλη, θα επιχειρηματολογήσουν υπέρ των κοινωνικών δικτύων ως προνομιακού μέσου έκφρασης της «λαϊκής φωνής», που αλλιώς δεν διαθέτει τρόπους να ακουστεί στα ελεγχόμενα από τις ελίτ ΜΜΕ.

Προσωπικά, πάντως, δεν διακρίνω εκεί το πρόβλημα των σόσιαλ μίντια. Εκείνο που περισσότερο με προβληματίζει είναι ότι, μέσω αυτών, έχουν θολώσει τρομερά τα όρια ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Και η διάκριση αυτή είναι θεμελιώδης για την πολιτική λειτουργία ενός κράτους: οι δημόσιες υποθέσεις πρέπει να ξεχωρίζουν με καθαρότητα από τις ιδιωτικές, αλλιώς κάποιες κρατικές ή και οικονομικές εξουσίες ενδέχεται να φλερτάρουν, αν το ευνοήσουν οι συγκυρίες, με την ιδέα του ελέγχου της ιδιωτικότητάς μας.

«Η δημοκρατία είναι από τη φύση του ένα ατελές καθεστώς ή –για να το πω ακριβέστερα– μια ρευστή συνθήκη, καθόλου δεδομένη και υπό συνεχή αμφισβήτηση και διαπραγμάτευση».

Μπορεί να σταθεί στις μέρες μας η έννοια της «απόλυτης δημοκρατίας;

Δεν νομίζω ότι σημαίνει κάτι αυτό. Η δημοκρατία είναι από τη φύση του ένα ατελές καθεστώς ή –για να το πω ακριβέστερα– μια ρευστή συνθήκη, καθόλου δεδομένη και υπό συνεχή αμφισβήτηση και διαπραγμάτευση. Επίσης, είναι πάντα ένα καθεστώς που αξιολογείται για τις ποιότητές του, με τη βοήθεια διαφόρων δεικτών, διότι κάποιοι θεσμοί του μπορεί να λειτουργούν καλύτερα και κάποιοι χειρότερα. Συνεπώς, υπόκειται συνέχεια σε αλλαγές και κίνηση, χωρίς παρεμπιπτόντως να σημαίνει ότι, αν κάτι δεν λειτουργεί σε άριστο βαθμό, τότε μιλάμε αυτόματα για «δικτατορία» ή για «καχεκτική δημοκρατία».

Οι δικτατορίες δεν αλλάζουν εύκολα, είναι αργοκίνητα και βαριά καθεστώτα. Αντίθετα, επειδή δεν μπορείς ποτέ να επαναπαυτείς σε μια δημοκρατία που για πάντα θα λειτουργεί το ίδιο καλά, αυτό την καθιστά πιο ευέλικτη και πιο προσαρμοστική στις ανάγκες κάθε ιστορικής συγκυρίας. Και η ιστορία, ιδίως του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και του Ψυχρού Πολέμου, εποχές κατά τις οποίες αντιπαρατέθηκαν οι δημοκρατίες με τους ολοκληρωτισμούς, δείχνει ότι μπορούν να τα καταφέρουν ακόμη και σε οριακές συνθήκες απέναντι σε μιλιταριστικά καθεστώτα.

«Η δημοκρατία είναι πράγματι πολύ ευαίσθητη, διότι όσο πιο φιλελεύθερη είναι τόσο και πιο ανεκτική αποδεικνύεται, ακόμη και με τους εχθρούς της. Αν αυτό είναι το μειονέκτημά της, έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα για να το εξισορροπεί: βρίσκεται υπό διαρκή αξιολόγηση».

Πιστεύω ότι το ίδιο θα συμβεί και σήμερα απέναντι στο ακραία αυταρχικό, φασίζουσας ιδεολογίας, αντιδυτικιστικό και μιλιταριστικό καθεστώς Putin. Ας θυμηθούμε ότι η αρχαία Αθήνα κατάφερε και κατατρόπωσε δύο φορές τη στρατιωτικά πολύ υπέρτερη περσική αυτοκρατορία όχι χάρη στη στρατιωτική της οργάνωση αλλά χάρη στην κοινωνική και πολιτική της ιδιοσυστασία που, ως δημοκρατική και έχοντας στο επίκεντρο τον πολίτη, ήταν σαφώς πιο αναπτυγμένη στη σκέψη, πιο σύνθετη στις λειτουργίες της και πιο ευέλικτη ιεραρχικά ώστε να αντιμετωπίσει καλύτερα όποια απειλή.

Είναι πράγματι πολύ ευαίσθητη, διότι όσο πιο φιλελεύθερη είναι τόσο και πιο ανεκτική αποδεικνύεται, ακόμη και με τους εχθρούς της. Αν αυτό είναι το μειονέκτημά της, έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα για να το εξισορροπεί: βρίσκεται υπό διαρκή αξιολόγηση και σε εγρήγορση λόγω των θεσμών που διαθέτει αλλά και της ενεργούς κοινωνίας των πολιτών, που (πρέπει να) επαγρυπνεί πάντα απέναντι σε όσους την επιβουλεύονται. Έτσι, διαθέτει την ευελιξία να εξελιχθεί και σε μαχόμενη δημοκρατία, αν χρειαστεί, όπως έγραφε ο φιλόσοφος Karl Popper κατά τον Ψυχρό Πόλεμο μιλώντας για τους εχθρούς της.

Μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θα τελειώσουμε ποτέ με όσους δυσανασχετούν με την παραχώρηση ισχύος στις «απαίδευτες και άξεστες μάζες» και οι οποίοι φαντασιώνονται την επιστροφή μιας «πεφωτισμένης δεσποτείας» και μιας αριστοκρατίας που μόνο αυτή θα κατέχει τη σοφία της διοίκησης. Είναι ίσως η πιο παλιά φαντασίωση στον κόσμο και θα επανέρχεται, ιδίως κάθε φορά που θα έχουμε κρίσεις και που αυτές θα κλονίζουν τα θέμελια της ειρηνικής μας συνύπαρξης. Γι’ αυτό η δημοκρατική επαγρύπνηση οφείλει να είναι ένα καθημερινό καθήκον και να αφορά κάθε μορφή αυταρχικής ή ολοκληρωτικής πολιτικής σκέψης. Και να είστε καχύποπτοι όταν βλέπετε να είναι μονόπαντη και επιλεκτική, διότι ο πραγματικός φιλελεύθερος δημοκράτης δεν κάνει τέτοιες διακρίσεις σε «καλά» και «κακά» ανελεύθερα καθεστώτα.

***

«Πολιτικόν ζώον» ο ανθρωπος. Βέβαια, κάποιες φορές απολύει το «πολιτικόν». Και τότε, μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατίας, ορθώνει τις δικές του αδυναμίες, αγωνίες και κυρίως μεταθέτει την αέναη διαδικασία να αλλάξει, να μάθει από τα λάθη του, να εξελιχθεί. Πρώτα για εκείνον και μετά για τους αλλους. Μεγάλη τιμωρία ο Νοτιάς. Όπως η ανοχή σε όσους δεν την αξίζουν. Άκου τώρα τι μου πέρασε από το μυαλό… Ότι η λασποβροχή ίσως να ειναι μια θεική start up που μπορεί να μας θυμίζει ότι και εμείς μπορούμε να κυλιόμαστε στη λάσπη. Τη λάσπη του εγωισμού αυτών που επιθυμούν να δείξουν τόσο παθιασμένα ότι μονόκερος και ρινόκερος είναι –μάλλον– το ίδιο.

Μικρό Πορτρέτο

Democracy

Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1972 και είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Διδάσκει στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα, “Δημόσια Διοίκηση & Τοπική Αυτοδιοίκηση” (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου) καθώς και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Εξάλλου, είναι Γραμματέας Σύνταξης του παλαιότερου ελληνικού περιοδικού ιδεών, της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ, και τακτικός αρθρογράφος εφημερίδων και εντύπων.

Προσφάτως εκλέχθηκε Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Έχει συγγράψει τις μονογραφίες, “Φάσεις και αντιφάσεις του ελληνικού κράτους στον 20ό αιώνα, 1910-2001 (εκδ. Εστία, 2019) και “Από τον Ανένδοτο στην δεξιά-αντιδεξιά. Πολιτικοί και κοινωνικοί διχασμοί στη “μακρά” δεκαετία του 1960 (εκδ. “Καθημερινή”, 2019) ενώ έχει επιμεληθεί 9 συλλογικούς τόμους μεταξύ αυτών τον αγγλόφωνο, P. Panayiotopoulos – D.P. Sotiropoulos (eds), Political and Cultural Aspects of Greek Exoticism, Palgrave-Macmillan (2019) και την πιο πρόσφατη συλλογή κειμένων του Κωστή Παπαγιώργη, “Κατάλοιπα του ’21”, (Καστανιώτης 2021).

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:

Δημήτρης Μιχόπουλος: «Οι Κρίσεις Είναι Αποτέλεσμα Λάθους Και Λάθη Γίνονται Πάντα»

Πέτρος Γκάτζιας: «Γραφιάς Είμαι και Γραφιάς θα Παραμείνω»

Χρίστος Δήμας: «Η Ελλάδα το 2040 θα είναι Πράσινη, High-Tech και Βιώσιμη»

O Γιώργος Αλοίμονος, με οικογενειακή παράδοση στον Τουρισμό, είναι έμπειρος δημοσιογράφος, στέλεχος επικοινωνίας και food lover. Έχει συνεργαστεί με πολλά ΜΜΕ σε Ελλάδα και εξωτερικό. Έχει ζήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ όπου εργάστηκε ως σύμβουλος επικοινωνίας, ανταποκριτής και σχολιαστής σε επώνυμα ΜΜΕ ( CNN, Fox, Sky, BBC). Εργάζεται ως Σύμβουλος Επικοινωνίας και Στρατηγικής και ασχολείται με τη διεθνή πολιτική ως αναλυτής.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+