Στη στήλη «Φωτογράφος του Μήνα» αναζητάμε προσωπικές ματιές. Η επιθυμία μας είναι η/ο «Φωτογράφος του Μήνα» να μοιραστεί μαζί μας αγαπημένες φωτογραφίες της/του, αλλά και να αποκαλύψει τον κόσμο πίσω από τα κλικ της μηχανής του/της. Προσκεκλημένος φωτογράφος για τον Σεπτέμβριο του 2025 είναι ο Αλέξανδρος (Alex) Παπαϊωάννου.
Ο Αλέξανδρος (Alex) Παπαϊωάννου είναι ένας φωτογράφος που κινείται διαρκώς ανάμεσα στον τόπο και στην απόσταση, στη μνήμη και στο παρόν. Γεννημένος στην Ελλάδα, έφυγε το 1974 για τη Σουηδία όπου σπούδασε και εργάστηκε ως φωτογράφος και δάσκαλος φωτογραφίας. Από τότε, η ζωή του μοιράστηκε ανάμεσα σε δύο πατρίδες, με τη φωτογραφική του ματιά να μετατρέπεται σε εργαλείο αυτογνωσίας, σε μέσο διαλόγου με τις ρίζες και τις απουσίες.
Με 17 εκθέσεις σε Ελλάδα, Σουηδία, Γαλλία, Γερμανία και Ισπανία, έχει αναπτύξει ένα ιδιαίτερο προσωπικό στιλ: εικόνες που αντλούν από το αναλογικό, το μεγάλο φορμά, τις πολαρόιντ και τις μικτές τεχνικές, συνθέτοντας ένα τοπίο όπου το εξωτερικό περιβάλλον γίνεται αντανάκλαση της εσωτερικής του αναζήτησης. Η δουλειά του αγγίζει τις υπόγειες συνδέσεις της μνήμης, τις διαθέσεις και τις αισθήσεις, διασώζοντας το «νόστιμον ἦμαρ», την επιστροφή που κουβαλάει πάντα ένας ξενιτεμένος μέσα του.
«Η φωτογραφία είναι ένας τρόπος να αντισταθούμε στη φθορά και στη λήθη».
Τα τελευταία χρόνια, ζώντας και δουλεύοντας ξανά στην Ελλάδα, ο Αλέξανδρος Παπαϊωάννου συνεχίζει να πλέκει φωτογραφικές αφηγήσεις όπου το φως και η σκιά, ο βορράς και ο νότος, η εξορία και η επιστροφή, συναντιούνται σε εικόνες που μοιάζουν ταυτόχρονα οικείες και άπιαστες.
Τι είναι αυτό που θα τραβήξει το βλέμμα και θα σας κάνει να σηκώσετε την κάμερα; Είναι ο φωτογράφος ένας καλλιτέχνης που φιλοσοφεί για μια στιγμή; Για όσο κρατάει ένα κλικ;
Ο φωτογράφος είναι καλλιτέχνης, παρατηρητής και στοχαστής. Δεν «φιλοσοφεί» απαραίτητα με λόγια, αλλά με το βλέμμα. Η φιλοσοφία του κρύβεται σε εκείνο το ανεπαίσθητο διάστημα ανάμεσα στη συνειδητοποίηση και στο «κλικ»· στη στιγμή που παγώνει τον χρόνο. Αυτό που σε κάνει να σηκώσεις την κάμερα δεν είναι πάντα κάτι «αντικειμενικά» εντυπωσιακό. Είναι κάτι που σου μιλάει, που γεννά μέσα σου ένα συναίσθημα ή μια σκέψη. Μπορεί να είναι το φως που πέφτει παράξενα πάνω σε ένα πρόσωπο ή σε έναν τοίχο, μια κίνηση στον δρόμο που μοιάζει να αφηγείται μια ιστορία, ή ακόμα και μια ασήμαντη λεπτομέρεια που για εσένα κουβαλάει νόημα.
«Η μοναδικότητα της εικόνας μπορεί να περιορίστηκε, αλλά άνοιξε μια νέα δυνατότητα: η δημοκρατία της φωτογραφίας».
Θα θέλατε μας συστήσετε τις αγαπημένες σας φωτογραφικές μηχανές;
Τα τελευταία χρόνια είμαι σχεδόν μόνιμα αγκαλιά με μια Fujifilm X100V. Ένας σταθερός φακός που βλέπει τον κόσμο όπως εγώ, χρώματα που θυμίζουν πίνακα, σώμα μικρό και με εκείνη τη retro κομψότητα που σε κάνει να νιώθεις πως κρατάς μνήμη, όχι μηχανή. Δεν την αποχωρίζομαι ποτέ. Έχει όλα όσα ζήτησα από μια φωτογραφική έπειτα από τόσα χρόνια: ευκολία, ποιότητα, φορητότητα και την ελευθερία να είμαι αυθόρμητος.
Η πρώτη μου μηχανή ήταν μια σοβιετική Lubitel από βακελίτη. Ήμουν μόλις 15 χρονών. Τα 6×6 φιλμ όμως ήταν ακριβά, κι έδιναν μόνο έξι πόζες – έξι ευκαιρίες να χωρέσω τον κόσμο μου. Λίγο αργότερα, φεύγοντας στο εξωτερικό, γνώρισα τη Nikon και τη Leica· σαν να έμπαινα σε μια νέα γλώσσα, πιο ώριμη, πιο απαιτητική. Πολλές οι αγαπημένες μηχανές μου. Τις κοιτώ σαν πατέρας που δεν ξεχωρίζει τα παιδιά του: καθεμία μοναδική, καθεμία για άλλη στιγμή και άλλο format. Κάποιες συνεχίζουν ακόμη να αναπνέουν μαζί μου: η Nikon F2as, η Leica M4, η Hasselblad 500 C/M, αλλά και οι Polaroid Land Cameras και οι SX70, μικρές μηχανές-θαύματα που χαρίζουν ακαριαία μνήμη. Κι όμως, κάπου μέσα μου λείπει ακόμη η Plaubel 9×12 cm… και το στούντιο που άφησα πίσω. Σαν μια παλιά αγάπη που δεν κλείνει ποτέ.
Από την αναλογική κάμερα στην πλήρη ψηφιοποίηση. Καθώς αλλάζει ο εξοπλισμός, αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο φωτογραφίζουμε;
Στην αναλογική φωτογραφία, κάθε καρέ ήταν μια μικρή πολυτέλεια. Το φιλμ ακριβό, οι πόζες μετρημένες. Κάθε «κλικ» είχε βάρος, σαν μια υπόσχεση που δεν έπρεπε να σπαταληθεί. Η μαγεία ολοκληρωνόταν αργότερα, μέσα στον σκοτεινό θάλαμο: το φως, η χημεία και η υπομονή ξετύλιγαν την εικόνα σαν αποκάλυψη.
Στην ψηφιακή εποχή, όλα άλλαξαν. Ο αισθητήρας και η μνήμη άνοιξαν τον δρόμο για χιλιάδες λήψεις χωρίς σκέψη για κόστος. Το αποτέλεσμα εμφανίζεται αμέσως στην οθόνη· η μάθηση έγινε πιο γρήγορη, αλλά η αναμονή, αυτή η γλυκιά αγωνία του να δεις τι «βγήκε», χάθηκε. Από τον σκοτεινό θάλαμο περάσαμε στο Photoshop και στις εφαρμογές του κινητού. Η «τελειοποίηση» έγινε προσιτή σε όλους, ίσως και υπερβολικά. Κι όμως, αυτή η μετάβαση δεν ήταν μόνο τεχνική· ήταν βαθιά ανθρώπινη. Ο φωτογράφος σήμερα μπορεί να δοκιμάσει δίχως φόβο, να πειραματιστεί χωρίς το άγχος του κόστους. Αυτό γεννά δημιουργικότητα, αλλά και μια βιασύνη· η λήψη έγινε πιο «εύκολη», πιο πρόχειρη πολλές φορές. Οι ψηφιακές μηχανές –και κυρίως τα κινητά– είναι πάντα δίπλα μας, μετατρέποντας τη φωτογραφία σε κομμάτι της καθημερινότητας, σε ένα είδος δεύτερης γλώσσας που μιλάμε συνεχώς.
«Kάθε φωτογραφία είναι μια υπενθύμιση ότι ο χρόνος πέρασε, ότι αυτό που βλέπουμε δεν υπάρχει πια με τον ίδιο τρόπο».
Η μοναδικότητα της εικόνας μπορεί να περιορίστηκε, αλλά άνοιξε μια νέα δυνατότητα: η δημοκρατία της φωτογραφίας. Σήμερα όλοι μπορούν να είναι φωτογράφοι, όλοι μπορούν να αποτυπώσουν τη στιγμή. Μόνο που η σχέση μας με την εικόνα άλλαξε ριζικά· από σπάνιο, προσεγμένο γεγονός έγινε μια καθημερινή, σχεδόν αυτόματη χειρονομία. Και κάπου ανάμεσα στην υπερβολή και την απλότητα, συνεχίζουμε να ψάχνουμε εκείνο το ένα «κλικ» που μετράει πραγματικά.
Επεξεργάζεστε τις φωτογραφίες σας; Η ψηφιακή επεξεργασία είναι απαραίτητη συνθήκη στη φωτογραφία σήμερα;
Όχι πάντα. Η δύναμη μιας φωτογραφίας μπορεί να κρύβεται στην αυθεντικότητα και την αμεσότητά της. Σε εκείνη τη στιγμή που αποτυπώνεται όπως είναι, χωρίς φίλτρα και παρεμβάσεις. Υπάρχουν φωτογράφοι που επιλέγουν συνειδητά την ελάχιστη ή και καθόλου επεξεργασία, αφήνοντας το φως, τη σκιά και το συναίσθημα να μιλήσουν από μόνα τους.
Κι όμως, στην εποχή των social media, στη διαφήμιση ή στην επαγγελματική χρήση, η επεξεργασία έχει σχεδόν καθιερωθεί ως αναγκαία συνθήκη. Η εικόνα θεωρείται «ημιτελής» αν δεν περάσει από βελτιώσεις – μια απαίτηση που φανερώνει περισσότερο τις ανάγκες του βλέμματος του θεατή παρά της ίδιας της φωτογραφίας.
Η επεξεργασία δεν είναι απαραίτητη για να υπάρξει φωτογραφία, αλλά σήμερα είναι σχεδόν αναμενόμενο στάδιο. Μπορεί να λειτουργήσει δημιουργικά, δίνοντας νέα πνοή και βάθος, ή να μείνει στην επιφάνεια, υπηρετώντας απλώς την αισθητική της εποχής. Σε κάθε περίπτωση, αντανακλά τη σχέση μας με την εικόνα και την αέναη επιθυμία μας να τη φέρουμε στα μέτρα μας – ή στα μέτρα του κοινού.
Από τον σκοτεινό θάλαμο, όπου το φως και τα χημικά διαμόρφωναν την εικόνα με μυσταγωγία, μέχρι τα σημερινά προγράμματα επεξεργασίας που βρίσκονται στο κινητό μας, η ανάγκη να «βελτιώσουμε» και να αναδείξουμε το ορατό παραμένει. Προσωπικά, πιστεύω πως η επεξεργασία δεν είναι απλώς ένα τεχνικό βήμα, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της φωτογραφικής διαδικασίας – μια δημιουργική γέφυρα ανάμεσα σε αυτό που είδαμε και σε αυτό που θέλουμε να θυμόμαστε.
Εκτυπώνετε τις φωτογραφίες σας;
Στην αναλογική εποχή, η εκτύπωση ήταν το αναπόφευκτο τελευταίο στάδιο της φωτογραφικής διαδικασίας, διότι χωρίς αυτήν, η εικόνα δεν υπήρχε πραγματικά. Το φιλμ έπρεπε να εμφανιστεί, να στεγνώσει, να περάσει από τον σκοτεινό θάλαμο για να πάρει σάρκα και οστά. Η στιγμή αποκτούσε υλικό βάρος, γινόταν αντικείμενο που μπορούσες να κρατήσεις στα χέρια σου. Σήμερα, η ψηφιακή τεχνολογία άλλαξε ριζικά αυτή τη σχέση. Οι περισσότερες φωτογραφίες μένουν φυλαγμένες σε κινητά, σκληρούς δίσκους, υπολογιστές, κοινωνικά δίκτυα ή στο αόρατο «cloud». Η εκτύπωση περιορίστηκε, έγινε σχεδόν πολυτέλεια, μια εξαίρεση στον κανόνα της ατέρμονης ροής εικόνων που ζουν μονάχα σε οθόνες.
Προσωπικά, εκτυπώνω φωτογραφίες 18×24 cm όποτε έχω τη δυνατότητα. Κάθε φορά που το κάνω, νιώθω πως σώζω μια στιγμή από τη λήθη του ψηφιακού πλήθους. Γιατί η έντυπη εικόνα έχει το δικό της κύρος. Δεν είναι απλώς μια φωτογραφία, αλλά ένα απτό κομμάτι μνήμης, ένα ίχνος συναισθήματος που αντέχει στον χρόνο. Μια υπενθύμιση ότι η φωτογραφία δεν είναι μόνο φως και pixels, αλλά και υλικό σώμα.
Σε ποιους φωτογράφους έχετε «αδυναμία»; Θέλετε να αναφέρετε τους αγαπημένους σας;
Πιστεύω ότι η φωτογραφία δεν είναι μόνο τεχνική υπόθεση, είναι κυρίως τέχνη. Ένας καθρέφτης της προσωπικής ματιάς και της ψυχοσύνθεσης του δημιουργού. Κάθε φωτογράφος κουβαλά το δικό του ύφος, τον δικό του τρόπο να βλέπει τον κόσμο και να τον αφηγείται μέσα από τις εικόνες του. Κι όλοι μας, λίγο ή πολύ, βρίσκουμε καλλιτέχνες που μας εμπνέουν και με τους οποίους νιώθουμε μια ιδιαίτερη, σχεδόν εσωτερική σύνδεση.
Για μένα, ένας τέτοιος καλλιτέχνης είναι ο Henri Cartier-Bresson, ο «πατέρας» της φωτογραφίας δρόμου. Η έννοια του «Decisive Moment» με συναρπάζει. Η πεποίθηση ότι μια απλή, καθημερινή στιγμή μπορεί να παγώσει στον χρόνο και να αποκτήσει αιώνια αξία. Εξίσου καθοριστικός είναι ο Ansel Adams, που με το ασπρόμαυρο μεγαλείο του κατάφερε να μετατρέψει τη φύση σε έπος, σε έναν ύμνο για την αέναη σχέση ανθρώπου και περιβάλλοντος.
Στους αγαπημένους μου συγκαταλέγεται και ο Christer Strömholm, που μου θύμισε ότι η φωτογραφία δεν είναι ποτέ απλή καταγραφή, αλλά ιδιαίτερος τρόπος αφήγησης, μια γλώσσα ψυχής. Και ύστερα, στο μακρινό 1984, στον Λαγκαδά, φωτογραφίζοντας τα Αναστενάρια, γνώρισα τον Κώστα Μπαλάφα, χωρίς τότε να κατανοώ το μέγεθος και τη σημασία του. Η φιλία μας τα επόμενα χρόνια υπήρξε καθοριστική. Με βοήθησε να δω τη φωτογραφία σαν προσωπική πράξη, σαν στίγμα που φέρει την αλήθεια του βλέμματος.
Αυτό ακριβώς είναι, τελικά, η φωτογραφία: ένας διάλογος ανάμεσα στον κόσμο και την ψυχή του φωτογράφου. Δύο άνθρωποι μπορούν να στέκονται μπροστά στο ίδιο τοπίο, αλλά οι εικόνες τους δεν θα είναι ποτέ ίδιες. Γιατί η επιλογή του κάδρου, του φωτός και της στιγμής φανερώνει κάτι πολύ πιο ουσιαστικό: το προσωπικό τους βλέμμα. Και γι’ αυτό καμία φωτογραφία δεν είναι ποτέ ουδέτερη· κάθε εικόνα είναι μια μεταμόρφωση της πραγματικότητας μέσα από την ευαισθησία του δημιουργού της.
«Από τον σκοτεινό θάλαμο (…) μέχρι τα σημερινά προγράμματα επεξεργασίας που βρίσκονται στο κινητό μας, η ανάγκη να «βελτιώσουμε» και να αναδείξουμε το ορατό παραμένει».
Τελικά, τι σημαίνει για εσάς η φωτογραφία; Καταγραφή και αποτύπωση της πραγματικότητας, «μεταμόρφωση» της πραγματικότητας, έκφραση, άσκηση «ύφους»;
Η φωτογραφία είναι μια γέφυρα ανάμεσα στη μνήμη, την αλήθεια, τη ζωή γύρω μας και την προσωπική ματιά. Ανεξάρτητα από το είδος ή το ύφος της, αποτελεί έναν καθρέφτη του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο και του τι επιλέγουμε να κρατήσουμε ζωντανό. Είναι ένας τρόπος να σταματήσουμε τον χρόνο, να διασώσουμε μια στιγμή, ένα πρόσωπο, μια κατάσταση που διαφορετικά θα χανόταν. Και έτσι, η φωτογραφία μετατρέπει τη μνήμη σε ορατή μορφή, γίνεται εικόνα και ταυτόχρονα ιδιοκτησία του φωτογράφου.
Η αισθητική της φωτογραφίας καθορίζεται από το ύφος που ο φωτογράφος επιλέγει να δώσει στην εικόνα του. Η Susan Sontag παρατηρεί ότι η φωτογραφία «ομορφαίνει» ακόμα και τη βία ή τη φρίκη του πολέμου, επειδή η ίδια η πράξη του καδραρίσματος της προσδίδει αισθητική μορφή. Έτσι, η εικόνα μπορεί να αποδυναμώνει το σοκ και να μετατρέπει την πραγματικότητα σε αντικείμενο κατανάλωσης. Ο John Berger, από την άλλη πλευρά, τονίζει ότι κάθε φωτογραφία «κόβει» ένα κομμάτι της πραγματικότητας, το «αποσπά» από τη συνέχεια της ζωής, και έτσι εντάσσεται πάντοτε σε ένα σύστημα εξουσίας και κατανάλωσης.
Ύστερα από τόσα χρόνια, πιστεύω βαθιά ότι η φωτογραφία είναι η προσωπική μου σχέση με την αλήθεια, αλλά μια ιδιότυπη αλήθεια. Ίσως είναι το πιο πειστικό μέσο, γιατί δείχνει «αυτό που υπήρξε εκεί» ή «αυτό που έγινε τότε». Την ίδια στιγμή, όμως, μπορεί να εξαπατήσει, να παραπλανήσει και να κατασκευάσει ψευδαισθήσεις. Έτσι, παραμένει πάντα σε μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη μαρτυρία και στη σκηνοθεσία.
«Αυτό ακριβώς είναι, τελικά, η φωτογραφία: ένας διάλογος ανάμεσα στον κόσμο και την ψυχή του φωτογράφου».
Πιστεύω πως η φωτογραφία είναι ένας τρόπος να αντισταθούμε στη φθορά και στη λήθη. Να συγκρατήσουμε στιγμές και πρόσωπα που αλλάζουν – και, φυσικά, αλλάζουμε κι εμείς μαζί τους. Όλη αυτή η διαδικασία, ωστόσο, κουβαλά μια αδιόρατη μελαγχολία: κάθε φωτογραφία είναι μια υπενθύμιση ότι ο χρόνος πέρασε, ότι αυτό που βλέπουμε δεν υπάρχει πια με τον ίδιο τρόπο.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Φωτογράφος του Μήνα | Ζηνοβία Χατζηδάκη
Φωτογράφος του Μήνα | Δάφνη Ασλανίδη
Φωτογράφος του Μήνα | Ηλίας Μπουργιώτης