Φθόνος, Ζήλια ή Απλά Κοινωνικές Συγκρίσεις;

Μια ιστορία, αγνώστου αφηγητή, μας λέει πως, μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα φίδι που κυνηγούσε μία πυγολαμπίδα. Μετά από πολύ κυνηγητό κατάφερε τελικά να την πιάσει. Όταν ήταν έτοιμο να τη φάει, αυτή του είπε: “Μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;”. “Δε συνηθίζω να απαντάω σε ερωτήσεις των θυμάτων μου, όμως σε εσένα θα το επιτρέψω”, απάντησε το φίδι. “Σου έχω κάνει τίποτε;”, ήρθε η ερώτηση της πυγολαμπίδας. “Όχι”, η απάντηση. “Ανήκω, μήπως, στη διατροφική σου αλυσίδα;” “Όχι”, απάντησε πάλι το φίδι. “Τότε, γιατί θέλεις να με φας;”, ξαναρώτησε το έντομο. Και το φίδι αποφάνθηκε: “Γιατί δεν αντέχω να σε βλέπω να λάμπεις”.

Πολλές φορές, η πυγολαμπίδα και το φίδι της παραπάνω ιστορίας αντικαθίστανται από ανθρώπινους χαρακτήρες, με τον έναν να ζηλεύει τον άλλον, επειδή έχει την εντύπωση ότι πλεονεκτεί σε μια ιδιότητα ή ένα αγαθό.

Ο κοινωνικός ψυχολόγος Leon Festinger, το 1954, υποστήριξε ότι οι άνθρωποι δεν δύνανται να ορίσουν τον εαυτό τους ανεξάρτητα από τους άλλους, κι έχουν την τάση να προβαίνουν σε συγκρίσεις, προκειμένου να αξιολογήσουν τις απόψεις και τις συμπεριφορές τους. Αναζητώντας την επικύρωση των απόψεών μας, και υπό την απουσία αντικειμενικού μέτρου, αναγκαζόμαστε να τις συγκρίνουμε με τις απόψεις των άλλων ανθρώπων.

Είναι απόλυτα λογικό να συγκρινόμαστε με άτομα με τα οποία συναναστρεφόμαστε και θεωρούμε ότι μας ομοιάζουν στους όρους της σύγκρισης.

Σίγουρα έχετε ακούσει πως στη ζωή καθενός μας υπάρχουν οι “σημαντικοί άλλοι”. Είναι τα άτομα στα οποία δίνουμε αξία, των οποίων η γνώμη μετράει για εμάς. Είναι η οικογένεια, οι φίλοι μας και οι ομάδες στις οποίες νιώθουμε ότι ανήκουμε. Θέλουμε να είμαστε σαν αυτούς, θέλουμε ίσως και να τους ξεπεράσουμε.

Όσο πιο σημαντικό θεωρούμε κάποιον, τόσο περισσότερο επιδιώκουμε να προσαρμόσουμε τις απόψεις και τις ικανότητές μας με βάση τις δικές του. Αναπόφευκτα, συγκρίνουμε τον εαυτό μας μαζί του. Είναι απόλυτα λογικό να συγκρινόμαστε με άτομα με τα οποία συναναστρεφόμαστε και θεωρούμε ότι μας ομοιάζουν στους όρους της σύγκρισης. Αξιολογώντας, ας πούμε, την ικανότητά μου να παίζω μπάσκετ, είναι πιθανότερο να συγκρίνω τον εαυτό μου με μια συναθλήτριά μου, παρά με τον Michael Jordan, επειδή γνωρίζω ότι το χάσμα μεταξύ μας είναι πολύ μεγαλύτερο (δεν μοιάζουμε) και άρα, η σύγκριση δεν είναι εφικτή.

Σαφώς, τα αποτελέσματα από μία κοινωνική σύγκριση είναι υποκειμενικά. Ωστόσο, το άτομο που μπαίνει σε αυτήν τη διαδικασία δίνει μεγάλη σημασία σε αυτά. Στην περίπτωση που η ζυγαριά γέρνει υπέρ του, όλα είναι ιδανικά. Αν, για παράδειγμα, θεωρώ ότι μαγειρεύω πιο νόστιμα από τη μικρή μου ξαδέρφη, αισθάνομαι πολύ καλά και με το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρισης έχω επιτύχει να τονώσω την αυτό-αντίληψή μου. Μόλις πραγματοποίησα μία καθοδική κοινωνική σύγκριση, έχοντας επιλέξει να συγκρίνω τον εαυτό μου με κάποιον που γνωρίζω ότι τα πηγαίνει χειρότερα από εμένα στην εν λόγω ικανότητα.

Κανείς δεν θέλει να έρχεται δεύτερος, κανείς δεν θέλει να χάνει ή να αποδεικνύεται λιγότερο άξιος. Στις περιπτώσεις αυτές, αναδύονται αισθήματα εχθρότητας και θυμού έναντι στο άλλο άτομο, που μας ξεπέρασε.

Ορισμένες φορές, όμως, αναγκαζόμαστε να προβούμε σε ανοδικές κοινωνικές συγκρίσεις, κατά τις οποίες βγαίνουμε “ζημιωμένοι”. Όταν αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε χειρότεροι από κάποιον στο χαρακτηριστικό στο οποίο συγκρινόμαστε, είναι εύλογο να αισθανόμαστε δυσάρεστα. Κανείς δεν θέλει να έρχεται δεύτερος, κανείς δεν θέλει να χάνει ή να αποδεικνύεται λιγότερο άξιος. Στις περιπτώσεις αυτές, αναδύονται αισθήματα εχθρότητας και θυμού έναντι στο άλλο άτομο, που μας ξεπέρασε. Συχνά, αισθανόμαστε ζήλια απέναντι στα άτομα που πλεονεκτούν, κατέχουν κάτι που εμείς δεν έχουμε ή επιτυγχάνουν κάτι αξιόλογο.

Έως ένα βαθμό, το αίσθημα της ζήλιας μπορεί να ωθήσει το άτομο που το αισθάνεται, ώστε να προσπαθήσει περισσότερο, με σκοπό να φτάσει τα επίπεδα επιτυχίας του ατόμου που ζηλεύει. Ωστόσο, είναι πολύ λεπτή η γραμμή που χωρίζει τη ζήλια από το συγγενές της αίσθημα, αυτό του φθόνου. Ως φθόνος χαρακτηρίζεται το αίσθημα μίσους που αισθάνεται κάποιος για τα ψυχικά ή πνευματικά προτερήματα, τα υλικά και άυλα αγαθά ή τα σωματικά πλεονεκτήματα που έχει κάποιο άλλο άτομο. Φθόνο αισθάνεται και το φίδι της αρχικής ιστορίας, έναντι στην πυγολαμπίδα.

Τις φορές που βγαίνουμε ηττημένοι από μια σύγκριση και αρνητικά συναισθήματα, όπως ο θυμός, η ζήλια και ο φθόνος φλερτάρουν μαζί μας, συνήθως προσπαθούμε σκληρά για να διατηρήσουμε την ισορροπία στα αισθήματα και τις αξιολογήσεις προς τον εαυτό μας. Ένας τρόπος είναι να προσπαθήσουμε να υποβαθμίσουμε την ομοιότητά μας με το άτομο που μας ξεπέρασε, ώστε να δείξουμε ότι η σύγκριση ήταν μη λογική. Ένας άλλος τρόπος, φαινομενικά πιο αποτελεσματικός, είναι να επιδιώξουμε να τερματίσουμε τη σχέση μας με το -κατά τη σύγκρισή μας- “ανώτερο” άτομο. Βγάζοντάς το από την ομάδα των “σημαντικών άλλων”, κατά πάσα πιθανότητα, δε θα προκύψει μαζί του νέα σύγκριση, και άρα, ούτε επόμενη ενδεχόμενη ήττα μας.

Αν αισθάνεστε ότι αποτελείτε αντικείμενο φθόνου των γύρω σας, είναι καλό να μην μπαίνετε σε διαδικασία ανταγωνισμού μαζί τους και να προσπαθείτε να μην εκθέτετε τον εαυτό σας σε καταστάσεις που μπορεί να οξύνουν το εν λόγω συναίσθημα.

Είναι, βέβαια, σημαντικό να θυμόμαστε ότι, την ίδια διαδικασία σύγκρισης ακολουθούν και οι άλλοι άνθρωποι, για τους οποίους εμείς οι ίδιοι μπορεί να είμαστε στόχος αυτής. Αν αισθάνεστε ότι αποτελείτε αντικείμενο φθόνου των γύρω σας, είναι καλό να μην μπαίνετε σε διαδικασία ανταγωνισμού μαζί τους και να προσπαθείτε να μην εκθέτετε τον εαυτό σας σε καταστάσεις που μπορεί να οξύνουν το εν λόγω συναίσθημα.

Εν τέλει, η κοινωνική σύγκριση με τους άλλους είναι μια επιθυμητή διαδικασία; Είναι καλό να πραγματοποιούμε μη αντικειμενικές συγκρίσεις, έχοντας στο μυαλό μας ήδη εξαρχής το αποτέλεσμα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα προσπαθήσουμε να αποδειχθεί, ώστε να μη διαταραχθεί ο κόσμος μας;

Η απάντηση είναι “εξαρτάται”. Εξαρτάται πάντοτε από το κίνητρο που μας ωθεί στη σύγκριση. Αν αυτή συμβαίνει για να αξιολογήσουμε τον εαυτό μας, με απώτερο σκοπό να βελτιωθούμε στα χαρακτηριστικά που μας απασχολούν, τότε η σύγκριση είναι υγιής. Προτού αποφασίσουμε να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με κάποιον, οφείλουμε να έχουμε κατανοήσει ότι εμείς οι ίδιοι ορίζουμε τη ζωή μας με τις πράξεις μας και εμείς ελέγχουμε τα όρια των δυνατοτήτων μας. Τότε, η σύγκριση δε θα μας αποδεικνύει αδίκως χειρότερους ή καλύτερους, αλλά θα μπορούμε να βλέπουμε στον καθρέφτη τον αληθινό και δυνατό εαυτό μας.

-

Η Ελευθερία-Ηλέκτρα Καραχάλιου είναι απόφοιτος του τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και αυτή την ακαδημαϊκή χρονιά παρακολουθεί στην ίδια σχολή το MSc "Εφαρμοσμένη Γνωστική και Αναπτυξιακή Ψυχολογία". Ασχολείται με το βόλευ τα τελευταία δεκαέξι έτη και το 2018 απέκτησε δίπλωμα προπονήτριας πετοσφαίρισης του Σ.Ε.Π.ΠΕ. Μιλάει 3 ξένες γλώσσες και στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με το διάβασμα και τις χειροτεχνίες.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+