Στη Βουδαπέστη ήταν μια κοπέλα που έπαιζε με τον σκύλο της καθισμένη σε ένα παρτέρι, στο Δουβλίνο ένας κύριος που κοίταζε τα σύννεφα στηριγμένος στο μπαστούνι του, στο Όσλο μια γυναίκα που απολάμβανε ξέγνοιαστη τον ήλιο: τους συνάντησα στα πιο πρόσφατα ταξίδια μου, πέρασα δίπλα τους, σχεδόν τους προσπέρασα, αλλά μόλις τους πρόσεξα κοντοστάθηκα να τους παρατηρήσω και να τους φωτογραφίσω. Θα τους δείτε κι εσείς αν βρεθείτε σε αυτές τις πόλεις, γιατί δεν μετακινούνται, είναι αγάλματα.
Στη μακρά λίστα των άνισων συνήθως συγκρίσεων ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις με τις περισσότερες ευρωπαϊκές, έρχομαι εδώ να προσθέσω μία ακόμη: τη δημόσια γλυπτική, τα αγάλματα που βρίσκονται στον δημόσιο χώρο.
Τα αγάλματα συμμετέχουν στην καθημερινότητα της πόλης και των κατοίκων της. Και αυτό γίνεται ευκολότερα όταν το επιχειρούν με αμεσότητα ή χιούμορ παρά όταν επιστρατεύεται αποκλειστικά η αυστηρότητα και η μεγαλοπρέπεια.
Επιστρέφω στο Όσλο. Περπατώντας ένα πρωί στην Karl Johans Gate, στον κεντρικότερο δρόμο της πόλης –ας πούμε στην Πανεπιστημίου–, παρατήρησα μια χάλκινη φιγούρα, το άγαλμα μιας μικρόσωμης γυναίκας, που ήταν τοποθετημένη στο πεζοδρόμιο, χωρίς βάθρο, ώστε να μοιάζει πως βαδίζει ανάμεσα στους περαστικούς. Πλησιάζοντας, συνειδητοποίησα πως η γυναίκα ήταν γυμνή από τη μέση και πάνω και πως είχε κάνει επέμβαση αφαίρεσης μαστού: είναι το άγαλμα της Cecilie, μιας υπαρκτής γυναίκας που διαγνώστηκε με μη θεραπεύσιμο καρκίνο στον μαστό. Το άγαλμά της τοποθετήθηκε εκεί το 2022.
Στάθηκα αρκετή ώρα μπροστά στο γλυπτό, παρατηρώντας τη γενναία φιγούρα, τα παιδιά που, περνώντας δίπλα της, άγγιζαν τα χέρια της, τις γυναίκες που της άφησαν ένα λουλούδι. Και έπεσα στην παγίδα της σκέψης: «Υπάρχει περίπτωση να δούμε ένα τέτοιο ή παρόμοιο γλυπτό στην Αθήνα;».
Το μοναδικό χαρακτηριστικό των αγαλμάτων, όπως και κάθε έργου τέχνης, είναι ότι διηγούνται μια ιστορία σε διαρκή επανάληψη, την κουβαλούν και την αποθέτουν στο παρόν. Πέρα από αυτό όμως, νοηματοδοτούν τον παρόντα χώρο και χρόνο, συμμετέχουν στην καθημερινότητα της πόλης και των κατοίκων της. Και αυτό γίνεται ευκολότερα όταν το επιχειρούν με αμεσότητα ή χιούμορ παρά όταν επιστρατεύεται αποκλειστικά η αυστηρότητα και η μεγαλοπρέπεια.
Λίγες μέρες μετά βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη και, κατεβαίνοντας την πλατεία Αριστοτέλους, το βλέμμα μου στάθηκε στο γλυπτό «Γυναίκα σε λεωφορείο» του Μανώλη Τζομπανάκη, που τοποθετήθηκε πριν από μερικούς μήνες στο τόξο της Εγνατίας, πέρασμα για τα μισά περίπου αστικά λεωφορεία της πόλης.
Όταν παρουσιάστηκε, η ειρωνεία στα σχόλια περίσσευε: «Να βάλουμε και μια γυναίκα να πλένει πιάτα παρακάτω» ή «Μην ξεχάσετε να βάλετε και ένα άγαλμα στον άγνωστο ταξιτζή». Πώς να χωρέσει η εικόνα της καθημερινής γυναίκας ανάμεσα στον Βενιζέλο, τον Καραμανλή, τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη;
Υποστήριξα το γλυπτό με κάθε ευκαιρία. Βρήκα καταπληκτική και την ιδέα και την υλοποίηση και τη χωροθέτησή του – ακόμη κι αν το βάθρο θα μπορούσε να λείπει, άλλωστε ποιος ανεβαίνοντας στο λεωφορείο νιώθει ότι βρίσκεται σε βάθρο;
Με αφορμή τους πρόσφατους «Περιπάτους Δημόσιας Γλυπτικής» από τον ιστορικό τέχνης και δημιουργό του project επιστήμης κοινού The Dandy, ρώτησα τη γνώμη του: «Σε πολλές πόλεις του εξωτερικού συναντάμε γλυπτά που συνομιλούν –και σε ορισμένες περιπτώσεις αλληλεπιδρούν– με τους περαστικούς, χαρίζοντας έναν διαφορετικό χαρακτήρα στο αστικό βίωμα. Η διαφοροποίηση της Ελλάδας ως προς αυτό μπορεί να προκύπτει από την αρχαιολατρία της: η ταυτότητά μας χτίστηκε στο αρχαίο μας παρελθόν κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα την προσκόλληση σε πιο συντηρητικές επιλογές. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρώ πως συναντάμε πολύ συχνά σε δρόμους και πλατείες ανδριάντες, προτομές, κλασικιστικά γλυπτά που μιμούνται τα αρχαία. Λείπει μια παιχνιδιάρικη νότα από τον αστικό ιστό».
Σαν να λέμε, παίρνουμε πάρα πολύ σοβαρά τον δημόσιο χώρο μας (φευ!), τόσο σοβαρά που ξεχνάμε πως ο δημόσιος χώρος είναι κομμάτι μας, λειτουργεί ως υπόβαθρο για τη ζωή μας, τις βόλτες μας, τους καβγάδες μας, τα γέλια μας, τις ιστορίες που ζούμε και αυτές που ονειρευόμαστε να ζήσουμε. Παίρνουμε τον δημόσιο χώρο τόσο σοβαρά που εντέλει καταλήγουμε να ζούμε απολύτως αποσυνδεδεμένοι από αυτόν, αδιάφοροι για την κατάσταση και το νόημά του.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: