O ένας, ο Σάββας στο έργο, είναι ένα υποκριτικό καθαρματάκι – «Θέλω μόνο να σκεφτείς ότι κουβαλάω 20 χρόνια υποκρισίας περισσότερα από σένα. Κι αυτά τα 20 επιπλέον χρόνια κοιτάζω κάθε πρωί τον εαυτό μου στον καθρέφτη και μου ’ναι γνώριμη η όψη του υποκριτή».
Ο άλλος, ο Κυριάκος, είναι μια καλύτερη εκδοχή άνδρα: ερωτευμένος, ζηλιάρης, ανασφαλής, αλλά μάλλον καλών προθέσεων – «Ποιες ξένες, ρε γαμώτο; Μου τη δίνει όταν μιλάς έτσι. Δεν ήταν ξένη. Ζούσε μαζί μου τρία χρόνια».
Ο τρίτος και νεότερος, ο Μαρινάκης, είναι ο πιο ανθρώπινος. Αποστρέφεται την έμφυλη βία. Θέλει να βοηθάει τις ευάλωτες γυναίκες – «Δεν είχε όμως δέλτα κατηγορίας. Ούτε απόφοιτος Λυκείου είναι. Έχει δίπλωμα μόνο στο αντριλίκι. Εκπαιδεύτηκε να ρίχνει χαστούκια στις γυναίκες».
Και ο τέταρτος, ο σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης, χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς του τύπου «ταλαντούχος», «επαγγελματικά ώριμος», «ευαίσθητος» –όλοι ξέρουμε όλους–, είναι ο άνθρωπος που –ω, μα πόσο σωστά!– έβαλε την Ιρίνα, τη βουβή, μα τόσο ομιλητική, τη μοναδική γυναίκα του έργου, να εμφανίζεται στο τέλος. Γιατί χωρίς αυτήν την τελευταία παρουσία, το έργο θα έχανε από το νόημά του και το μήνυμά του θα ήταν ανίσχυρο.
Γιατί η Ιρίνα είναι ένα πτώμα γυναίκας στο έργο. Είναι το πτώμα μιας Ουκρανής μετανάστριας, που βγάζει το ψωμί της κάνοντας στριπτίζ σε ένα λαϊκό μαγαζί. «Ιρίνες» υπάρχουν σήμερα παντού δίπλα μας. Αλλοδαπές και ημεδαπές. Ένα ακόμη θύμα έμφυλων διακρίσεων, εκμετάλλευσης, ψυχικής και σωματικής κακοποίησης, ένα «τίποτα», αλλά και «τα πάντα»: μια γυναίκα. Πόσο επίκαιρο σήμερα στην Ελλάδα που μετρά δεκάδες τέτοια θύματα μέσα σε έναν μόνο χρόνο;
Ο Σάββας δεν θυμάται καν τι χρώμα είχαν τα μάτια της. «Πήγες με χίλιους άντρες και λες όχι σε μένα;» τη ρωτάει, γιατί γι’ αυτόν η Ιρίνα είναι η όμορφη στριπτιτζού, το εύκολο θύμα, και αφού κάνει στριπτίζ οφείλει να του κάτσει. Κι ας είναι η γκόμενα του φίλου του.
Και υπάρχει και ένας πέμπτος άνδρας. Ο συγγραφέας του έργου «Αξύριστα Πηγούνια», ο Γιάννης Τσίρος.
Τρεις άνδρες πρωταγωνιστές, ένας άνδρας σκηνοθέτης, ένα άνδρας συγγραφέας, μόνο μια γυναίκα. Κι αυτή βουβή και νεκρή.
Η Ιστορία πριν από την Ιστορία
Ο Γιάννης Τσίρος έγραψε τα «Αξύριστα Πηγούνια» το 1996, δηλαδή πριν από 26 ολόκληρα χρόνια. Το 2004 το έργο αυτό τιμήθηκε με το A′ Βραβείο Νέου Συγγραφέα από το Υπουργείο Πολιτισμού. Το 2006 και για δύο σεζόν, το έργο παρουσιάστηκε στο θέατρο Πόρτα, σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου. Και τον Νοέμβριο του 2019 ανέβηκε στο Από Μηχανής Θέατρο, πάλι σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη. Του Παλούμπη («Χαρτοπόλεμος», «Εθνικός Ελληνορώσων», «170 Τετραγωνικά», «Ματωμένα Χώματα») του ταιριάζει ο Τσίρος. Είχαν συνεργαστεί και πάλι στο Εθνικό Θέατρο, το 2011, στην «Αόρατη Όλγα».
«Θέλω να ελπίζω ότι τα συμπεράσματα που βγάζει κάποιος για τον εαυτό του και για τους συνανθρώπους του μπορούν να οδηγήσουν σε προσωπική βελτίωση και συλλογικές δράσεις προς το καλύτερο».
Και η Κουβέντα…
Μιλάω με τον Γιώργο. Είναι ο Γιώργος, ενώ θα μπορούσε να είναι ο Παλούμπης. Και έχω να καταθέσω ότι είναι πολύ ωραίο και πολύ ανακουφιστικό, ένα παράθυρο αισιοδοξίας ίσως, να ακούς από έναν άνδρα –και μάλιστα με τη δύναμη ενός σκηνοθέτη– να εκφράζει οργή για τέτοια ζητήματα. Η γουλιά σου κατεβαίνει πιο εύκολα.
Τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, σεξισμός, οι σχέσεις εξουσίας, η εκμετάλλευση μεταναστών, η βία… Θέματα που παρουσιάζονται με τρόπο κυνικό μέσα από τα «Αξύριστα Πηγούνια». Αναρωτιέμαι αν το θέατρο μπορεί να συμβάλλει στην εξυγίανση μιας κοινωνίας που βυθίζεται όλο και περισσότερο στον βούρκο. Μπορεί;
Το θέατρο, θεωρώ, καλύπτει την ανάγκη των ανθρώπων να μοιράζονται ιστορίες. Όπως ο κινηματογράφος, τα βιβλία… Αυτό που οι ιστορίες μπορούν να κάνουν είναι να προβληματίσουν τον δέκτη τους, μέσα από την ψυχαγωγία, και να τον κάνουν να διαχειριστεί νοητικά κάποια θέματα (κοινωνικά, φιλοσοφικά κ.λπ.). Άλλον περισσότερο και άλλον λιγότερο. Ως εκεί μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα. Για εμάς που δουλεύουμε στο θέατρο, το να αντιληφθούμε ότι περάσαμε κάποιο νόημα ή κάποιο ερώτημα που επιθυμούμε έστω και σε έναν θεατή είναι επιτυχία. Και χαρά μεγάλη. Το να συμβάλλουμε στην εξυγίανση μιας κοινωνίας ακούγεται μάλλον μακρινό (με δεδομένο το αναλογικά μικρό ποσοστό της κοινωνίας που βλέπει θέατρο ίσως), αλλά θα αποτελεί πάντα έναν στόχο για να συνεχίζουμε αυτό που κάνουμε.
«Πιστεύω ότι ο τίτλος του έργου αναφέρεται στη συνθήκη στην οποία ζουν αυτοί οι άνδρες. Είναι άνθρωποι που έχουν κοινωνικά οδηγηθεί σε ένα υπόγειο νοσοκομείου και εκεί ζουν τη μισή ζωή τους. Η δουλειά τους είναι οι ανθρώπινοι σοροί».
Αν δεχτούμε ότι το θέατρο είναι και ένας καθρέφτης της κοινωνίας, ποια εικόνα έχεις εσύ για την κοινωνία (της Ελλάδας); Αισιοδοξείς;
Αν αισιοδοξούσα δεν νομίζω να ανέβαζα τις παραστάσεις που ανεβάζω. Δυστυχώς λοιπόν, όχι. Στα έργα αυτά βλέπει κανείς πρόσωπα που εξουσιάζουν άλλα πρόσωπα, προβληματικές οικογένειες, προβληματικές φιλίες, οικονομικές συνθήκες που διαλύουν σχέσεις… Ελπίζω όμως. Ή μάλλον, θέλω να ελπίζω. Στους ανθρώπους. Οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται επί σκηνής είναι άνθρωποι. Ούτε καλοί, ούτε κακοί. Άνθρωποι. Ακόμα και οι «χειρότεροι», όπως για παράδειγμα εκείνοι των «Αξύριστων Πηγουνιών», που έχουν αδυναμίες, ευαισθησίες, στοιχεία στα οποία μπορεί να στηρίξει κανείς τις ελπίδες του ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Θέλω να ελπίζω ότι τα συμπεράσματα που βγάζει κάποιος για τον εαυτό του και για τους συνανθρώπους του μπορούν να οδηγήσουν σε προσωπική βελτίωση και συλλογικές δράσεις προς το καλύτερο.
«Είναι ένα έργο για την αντιμετώπιση της γυναίκας από τους άνδρες και την αντιμετώπιση του “ξένου”».
Τι λέει ο τίτλος του έργου σε εσένα; Ποιο είδος άντρα έχει αξύριστο πηγούνι; Ο Κυριάκος λέει ότι τα γένια των ανδρών «σκληραίνουνε στην κούραση… στη στενοχώρια… και στην αγαμία…». Πότε αλήθεια σκληραίνουν;
Πιστεύω ότι ο τίτλος του έργου αναφέρεται στη συνθήκη στην οποία ζουν αυτοί οι άνδρες. Είναι άνθρωποι που έχουν κοινωνικά οδηγηθεί σε ένα υπόγειο νοσοκομείου και εκεί ζουν τη μισή ζωή τους. Η δουλειά τους είναι οι ανθρώπινοι σοροί. Οι ψυχικές τους αντιστάσεις στη στενοχώρια, στην κούραση, στη θέα του θανάτου, στη χαμηλή αυτοεκτίμηση, τους σκληραίνουν και τους οδηγούν στις συγκεκριμένες πράξεις που περιγράφονται στο έργο. Υπάρχουν πολλών ειδών αξύριστα πηγούνια γύρω μας, έξω στο δρόμο, μέσα από πόρτες. Παντού.
Τι σε έκανε να ανεβάσεις τα «Πηγούνια» την πρώτη φορά στο Από Μηχανής; Υπάρχει κάτι στο έργο που αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή σου ίσως;
Κατ’ αρχάς, είναι ένα εξαιρετικά δομημένο έργο που σου κρατάει το ενδιαφέρον. Έχει πολύ ωραία «κοφτερά» λόγια και ολοκληρωμένους και ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Είναι ένα έργο για την αντιμετώπιση της γυναίκας από τους άνδρες και την αντιμετώπιση του «ξένου». Αυτά είναι θέματα που πάντα με ενδιαφέρουν και φυσικά όχι μόνο στο καλλιτεχνικό επίπεδο. Στην προκειμένη περίπτωση όμως με ιντριγκάρει το πώς το έργο με παρασύρει να δω την ανθρώπινη πλευρά του θύτη και τις εσωτερικευμένες πατριαρχικές-σεξιστικές νοοτροπίες με τις οποίες ζει «κανονικά» τη ζωή του. Βλέπω στο έργο τις αξίες που υπήρχαν (και υπάρχουν) παντού γύρω μου όσο μεγάλωνα και θεωρούνταν φυσιολογικότατες και βλέπω ότι θα μπορούσα να έχω παρασυρθεί και να είμαι κι εγώ ένας τέτοιος τύπος. Γιατί δεν είμαι; Δεν το ξέρω. Μου ήταν πάντα αδιανόητη η ανισότητα σε ό,τι αφορά φύλο, εθνικότητα κ.λπ. Και πλέον μου είναι εξοργιστική.
Το 2011 σκηνοθέτησες την «Αόρατη Όλγα», πάλι του Γιάννη Τσίρου, ένα έργο που βασίζεται στην αληθινή ιστορία ενός θύματος τράφικινγκ. Ένα έργο που πραγματεύεται παρεμφερή θέματα με τα «Πηγούνια». Τι ξορκίζεις με τέτοια έργα;
Μάλλον ξορκίζω ό,τι έλεγα πριν για τις αδιανόητες νοοτροπίες που είχα πάντα γύρω μου και περνούσαν ξώφαλτσα δίπλα μου. Και η «Αόρατη Όλγα» αυτές τις νοοτροπίες στηλιτεύει, οι οποίες φτάνουν στο σημείο του καταναγκαστικού εγκλεισμού ενός κοριτσιού. Ο Γιάννης Τσίρος είναι από τους σπουδαιότερους Έλληνες συγγραφείς, μια σημαντική σύγχρονη φωνή και είμαι, θεωρώ, τυχερός που συνεργάζομαι μαζί του.
Σου ’χω μερικά τσιτάτα αν θες να σχολιάσεις: τελικά η ζωή μιμείται την τέχνη ή η τέχνη τη ζωή, ή όπως λέει ο Woody Allen «Η ζωή δεν μιμείται την τέχνη. Μιμείται την κακή τηλεόραση».
Η τέχνη παίρνει στοιχεία της ζωής και τα χρησιμοποιεί ως υλικό. Αυτό το υλικό παίρνει τη μορφή που του δίνουν οι καλλιτέχνες ανάλογα με τον στόχο που έχει κάθε έργο τέχνης. Από ’κει και πέρα η ζωή νομίζω ότι τυχαία μπορεί να μιμείται την τέχνη. Στη ζωή τα πάντα είναι πιθανά. Όσο για την κακή τηλεόραση, είναι μεγάλο θέμα συζήτησης. Δυστυχώς δίνει πολλές φορές ανόητα παραδείγματα που ακολουθούνται.
Το έργο του Τσίρου είναι γεμάτο από στερεότυπα. Λέει σε ένα σημείο του ο Σάββας: «Αν θες, κάτσε να το συζητήσουμε ψύχραιμα. Λογικά, σαν άντρες». Και σε ένα άλλο σημείο: «Μερικές φορές τις ξένες δεν τις καταλαβαίνω». Επικίνδυνα στερεότυπα. Πώς τα διαχειρίζεσαι ως σκηνοθέτης; Πώς αναδεικνύεις την επικινδυνότητά τους επί σκηνής;
Η επικινδυνότητά τους, πιστεύω, επιτυγχάνεται όταν ο ηθοποιός έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν πραγματικό άνθρωπο επί σκηνής, ο οποίος εννοεί αυτό που λέει. Αυτός ο οικείος στον θεατή χαρακτήρας φέρει έτσι τα στερεότυπα και πράττει βάσει αυτών. Στο τέλος μένει στην κρίση του θεατή να πάρει θέση σε σχέση με το εκάστοτε πρόσωπο και τα όποια στοιχεία τον χαρακτηρίζουν. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν όρια στην τέχνη σε σχέση με την παρουσίαση νοοτροπιών, στερεοτύπων, ακόμα και ειδεχθών πράξεων επί σκηνής. Αρκεί να εξυπηρετούν τον στόχο του έργου.
Ποια είναι η γνώμη σου για το #MeToo; Ως παγκόσμιο κίνημα εννοώ, δεν θέλω να μου αναφέρεις παραδείγματα, απλώς αν θεωρείς ότι συμβάλλει ουσιαστικά στον αγώνα κατά των έμφυλων ανισοτήτων.
Με μεγάλη χαρά (όσο μπορεί να χαρεί κανείς όταν ακούγονται τέτοιες πράξεις) αντιμετωπίζω τις περιπτώσεις στις οποίες θύματα βρίσκουν το θάρρος να μιλήσουν και να ξεσκεπάσουν τους θύτες τους. Μόνο ως καλό μπορώ να το δω και από την άποψη της τιμωρίας των θυτών και ως προς την αποθάρρυνση των εν δυνάμει θυτών. Τα όσα λέγονται για υπερβολές ή εκμετάλλευση του κινήματος δεν με απασχολούν καθόλου εφόσον το συνολικό καλό, ναι, είναι μεγάλο και, ναι, συμβάλλει στην ασφάλεια πολλών ανθρώπων, καθώς και στη θετική διαμόρφωση νοοτροπιών σε σχέση με τις έμφυλες ανισότητες.
Κατά τη γνώμη σου, υπάρχουν αθώοι και ένοχοι σε μια σχέση πελάτη-στριπτιζέζ; Το βλέμμα του πελάτη μπορεί να είναι το ίδιο ένοχο με ό,τι τυχόν μπορεί να προσάψει κανείς σε ένα στριπτίζ;
Πρόκειται για μια δουλειά. Εφόσον δεν υπάρχει κάποιου είδους καταναγκασμός ή καταπίεση, πρόκειται απλά για μια δουλειά στην οποία οφείλουμε τον σεβασμό που αξίζει στην κάθε δουλειά. Δεν πρέπει να υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, καμία ενοχή σε καμιά πλευρά της σχέσης πελάτη-στριπτιζέζ. Από ’κει και πέρα το θέμα μπορεί να εξεταστεί κατά περίπτωση: αν ο πελάτης ξέρει ότι το πρόσωπο μπροστά του είναι εξαναγκασμένο να κάνει ό,τι κάνει, τότε γίνεται και αυτός μέρος του εγκλήματος. Αν ο πελάτης «προδίδει» (δεν υπάρχει συναίνεση του/της συντρόφου) τον/τη σύντροφό του παρευρισκόμενος σε στριπτιζάδικο, τότε μπαίνει πάλι η ενοχή στο παιχνίδι. Αν ο/η στριπτιζέζ δεν έχει τη συναίνεση του/της συντρόφου του/της, επίσης. Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις μπορεί να υπάρξει ενοχή ή θέματα ηθικών ορίων τα οποία, άλλωστε, είναι θολά και κατά κύριο λόγο υποκειμενικά.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land – στο οποίο μπορείτε να κάνετε την εγγραφή σας εδώ:
Όταν οι Flappers Σνόμπαραν το Κατεστημένο