Στην καρδιά της Πλάκας, ένα ζεστό μεσημέρι του Ιουνίου στην Οδό Αιόλου, βρέθηκα σε μια μικρή όαση γούστου, ρομαντισμού και ελληνικότητας. Η νέα μπουτίκ “Heroes”, με προσεκτικά διαλεγμένα προϊόντα από ολόκληρη την Ελλάδα είχε ανοίξει τα φτερά της λίγες μόλις μέρες πριν, ήδη όμως ήταν φανερό ότι θα αποτελέσει “παράθυρο σε μια άλλη Ελλάδα”. Αυτό είναι άλλωστε και το όνειρο της ιδιοκτήτριας του concept store Ευγενίας Κοκκάλα-Μελά, που με άφθονο μεράκι έκανε την ιδέα αυτή πραγματικότητα.
Πώς πήρε όμως την απόφαση να κάνει στην άκρη τη δικηγορία για να ασχοληθεί με κάτι τόσο διαφορετικό; Πώς γεννήθηκε η ιδέα του Heroes; Πόσο εύκολο ήταν να μαζέψει όλα αυτά τα μικρά διαμαντάκια σε έναν χώρο και τι ανταπόκριση είχε το τουριστικό κοινό στη νέα αυτή προσπάθεια μέχρι στιγμής;
Νέα Αρχή
“Κοίταξε, όταν είσαι δικηγόρος, είσαι πάντα δικηγόρος, δεν ξεπερνιέται ποτέ. Είσαι νομικός και είναι η περηφάνια σου”, μου εξηγεί. Όμως, όπως και τόσοι άλλοι Έλληνες που σπούδασαν κάτι άλλο, εργάστηκαν σε κάτι άλλο και τώρα βλέπουν την πραγματικότητα να τους ωθεί μακριά απ’ αυτό, άρχισε να νιώθει παγιδευμένη απ’ αυτό το χώρο. “Έπρεπε μονίμως να κυνηγάω το ακατόρθωτο, ενώ σιγά σιγά άρχισε να μειώνεται και ο όγκος της δουλειάς.”
Ήθελε στο μεταξύ να κάνει κάτι δημιουργικό, της άρεσε η επαφή με τον κόσμο, την οποία έχει άλλωστε και η δικηγορία, ενώ, ως κάτοικος της Πλάκας από το 2006, εδώ και χρόνια εντόπιζε μια αναντιστοιχία μεταξύ των ανθρώπων που επισκέπτονται την Αθήνα και των μαγαζιών της περιοχής. Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα για την μπουτίκ αυτή.
Αντιλήψεις Μιας Άλλης Εποχής
Τι εννοεί όμως μ’ αυτή την “αναντιστοιχία”;
“Ενώ στο φαγητό έχουν εξελιχθεί τα πράγματα και δεν είναι όπως ήταν το ’80, που θα ερχόταν ο ξένος, θα του έδινες κατεψυγμένο μουσακά, δεν θα τον καταλάβαινε, θα τον έτρωγε και θα ήταν και πολύ ευχαριστημένος, αυτό το έχουμε αφήσει ευτυχώς πίσω μας. Τώρα, αν δώσεις στον ξένο το κατεψυγμένο ντολμαδάκι, θα σ’ το φέρει στο κεφάλι.”
Πίστευε λοιπόν, χωρίς να έχει σχέση με το εμπόριο, και πιο πολύ με βάση τη δική της κρίση, το πώς πάει η ίδια τουρίστας σε μια άλλη χώρα, ότι οι επισκέπτες ψάχνουν κάτι το αυθεντικό. Όπως το ψάχνουν στο φαγητό, έτσι το ψάχνουν και στα αντικείμενα.
“Τα μαγαζιά στην Πλάκα, παρότι τα έχουν άνθρωποι που είναι και καλοί έμποροι, και ξέρουν καλά την αγορά, είναι λίγο ‘μιας άλλης εποχής’. Γενικά, η όλη προσέγγιση του ξένου είναι μιας άλλης εποχής.” Επί πολλά χρόνια έλεγε “δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει μια μπουτίκ με καλοδιαλεγμένα πράγματα που να φτιάχνονται στην Ελλάδα από Έλληνες καλλιτέχνες, από Έλληνες designers”.
Μικροί Θησαυροί
Κοιτάζοντας γύρω μου, στο ψηλοτάβανο κατάστημα που αξιοποιεί τους 4 τοίχους του με αξιοζήλευτη επιδεξιότητα, αναρωτιέμαι πού βρήκε όλα αυτά τα ξεχωριστά αντικείμενα. “Κοίταξε, τα περισσότερα είναι πράγματα που τα έχω αγοράσει εγώ η ίδια. Ξεκίνησα λοιπόν με γνώμονα τι θα επέλεγα εγώ. Ένας Έλληνας που ταξιδεύει στην ίδια του τη χώρα ανακαλύπτει μικρά διαμαντάκια σε όλη την Ελλάδα. Η προσπάθεια είναι λοιπόν να τα φέρεις όλα σε αυτό το χώρο και να συνυπάρξουν. Από τα καλαίσθητα αντίγραφα των αρχαίων αντικειμένων, μέχρι το πιο μοντέρνο ελληνικό αντικείμενο που θα φτιαχτεί σήμερα.”
Προσπάθησε να τηρήσει μια ισορροπία μεταξύ των διαφορετικών αντικειμένων, τα οποία μοιάζουν σαν μικροί κόσμοι στις προθήκες του καταστήματος. Όταν αποφάσισε να προχωρήσει με την ιδέα, το ταβάνι ήταν στα 2μισι μόλις μέτρα. “Δεν είχα φανταστεί ότι θα έχει 5 μέτρα ύψος το μαγαζί. Οπότε είπα εντάξει, δεν πειράζει, θα είναι λίγο σαν περίπτερο, αλλά θα το κάνουμε να είναι όμορφο. Μετά, όταν άδειασε, κλότσησα με ένα σκουπόξυλο το ταβάνι και συνειδητοποίησα ότι έχει κενό από πίσω. Είπα, λες να έχει τη δυνατότητα να ψηλώσει; Μόλις γκρεμίστηκε πήρε άλλο αέρα.”
Επιλέγοντας και μαζεύοντας τα αντικείμενα στο νέο τους σπίτι, η μεγαλύτερη δυσκολία, μου αποκαλύπτει, ήταν οι χρόνοι των καλλιτεχνών. “Προέρχομαι από έναν χώρο όπου η ώρα παράδοσης είναι συγκεκριμένη, δεν μπορεί να είναι στο περίπου. Κι εδώ, επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι είναι πιο ελεύθερα πνεύματα, η δυσκολία ήταν αυτή, να φέρω τον κόσμο τον καλλιτεχνικό σε επαφή με τον εμπορικό.”
Ήταν άραγε εξοικειωμένοι οι περισσότεροι με αυτή τη διαδικασία; Διοχέτευαν τις δημιουργίες τους με κάποιο τρόπο στην αγορά; “Κάποιοι δεν τα δίνουν πουθενά και είμαι η μόνη που τα έχω. Κάποιοι έχουν δικό τους μαγαζί στην άλλη άκρη της Ελλάδας. Κάποιοι έχουν την τεχνογνωσία – όπως δηλαδή μια βιοτεχνία μεταξιού στο Σουφλί, η οποία έχει τα μηχανήματα, τις γνώσεις, τις γυναίκες που θα τρυπώσουν τα μαντίλια για να είναι το τελείωμά τους χειροποίητο, λείπει όμως αυτός ο κρίκος του παλιού με το καινούριο.” Έχουν με άλλα λόγια ανάγκη από ένα φρεσκάρισμα. Έδωσε λοιπόν κι η ίδια μια κατεύθυνση στη δημιουργία κάποιων αντικειμένων, ώστε να απευθύνονται πια στη νέα γενιά.
Παράθυρο στον Έξω Κόσμο
Οι δημιουργοί που προσέγγισε ήταν πάντως πολύ ανοιχτοί στη συνεργασία, ίσως γιατί κι εκείνοι “νιώθουν ότι κάπως έχει τερματίσει η δουλειά τους, ότι πρέπει να εξελιχθούν αν πρόκειται να κινηθούν”. Το Heroes δίνει πρόσβαση σε ένα κοινό πολυπολιτισμικό και εξελισσόμενο. “Αυτό το μαγαζί είναι ένα παράθυρο στον έξω κόσμο, γιατί από εδώ περνάνε όλες οι φυλές του πλανήτη. Μπορεί σε μία μέρα, να μου μπουν άνθρωποι από τη Λατινική Αμερική, τη Βόρεια Αμερική, την Αφρική, την Ασία.” Βεβαίως, οι Ευρωπαίοι αποτελούν μεγάλο μέρος του κοινού της, είναι και το μεγαλύτερο κομμάτι των τουριστών.
Βλέπει όμως κάθε λογής ανθρώπους να περνούν το κατώφλι του καταστήματος κι αν κάτι τους συνδέει είναι ότι έχουν όλοι αφήσει τα προβλήματά τους πίσω και έρχονται εδώ για να ξεσκάσουν. “Τι ωραία που είναι η Ελλάδα, τι όμορφο καιρό έχετε, τι μαγικά που είναι όλα!” Τους δίνει λοιπόν τη δυνατότητα να πάρουν σπίτι τους κάτι για να θυμούνται. “Το σουβενίρ μπορεί να ακούγεται ‘παλιακό’, έχει όμως έναν πολύ σημαντικό λόγο ύπαρξης. Παίρνεις μαζί σου ένα κομμάτι από το ταξίδι σου. Δεν το έχεις μόνο στο μυαλό σου, είναι χειροπιαστό.”
Οι Ιστορίες Πίσω από τα Αντικείμενα
Επιστρέφοντας σπίτι με το σουβενίρ το δείχνεις, μιλάς γι’ αυτό… Είναι μια συνέχεια της ιστορίας ενός ταξιδιού. “Επιπροσθέτως, πίσω από όλα τα αντικείμενα υπάρχει αφήγημα, δεν είναι απλά ένα αντικείμενο όμορφο. Έχει φτιαχτεί κάπου, το έχει φτιάξει κάποιος με συγκεκριμένο τρόπο, έχει μια άλλη αξία.”
Μου φέρνει το παράδειγμα κάποιων κοσμημάτων που έχει στο κατάστημα, τα οποία φτιάχνει μια φιλόλογος με χρυσοκλωστή και βελόνα. “Τα δημιουργεί από παλιά κομματάκια υφάσματος, τα οποία τα έχει μαζέψει από παραδοσιακές στολές που διαλύονται, από κομματάκια τραπεζομάντιλων παλιών που τους έχει ξαναδώσει ζωή. Πρόκειται για αντικείμενα στα οποία έχει δώσει την ψυχή της.”
Τις “ιστορίες” αυτές, οι εργαζόμενοι του καταστήματος τις μεταφέρουν στους επισκέπτες. “Εδώ δεν είναι super market, παρότι έχουμε πολύ κόσμο, πρέπει να εξηγήσεις. Αλλά ρωτάνε κιόλας, ο κόσμος θέλει να μάθει τι βρίσκεται πίσω από κάθε αντικείμενο.”
“Βλέπει παραδείγματος χάριν ένα μαρμάρινο αντικείμενο ο τουρίστας και θα σου πει: τι είναι αυτό το μάρμαρο; Είναι πεντελικό; Έχουν πάει στο μουσείο, ξέρουν τι είναι το πεντελικό μάρμαρο. Έχουν ακούσει ότι είναι εύπλαστο και άρα δουλεύεται καλύτερα και γι’ αυτό έφτιαχναν με αυτό τα αγάλματά τους οι Αρχαίοι Έλληνες. Δημιουργείται μια ολόκληρη ιστορία πίσω από το κάθε αντικείμενο, το οποίο είναι και ρομαντικό. Παρότι δικηγόρος, μ’ αρέσει πολύ ο ρομαντισμός στα πράγματα.”
Ποιοι Είναι Τελικά οι Ήρωες;
Είναι νομίζω σαφές, της λέω, ότι το Heroes είναι ένα ρομαντικό κατάστημα. Σε εμπνέει με το που μπαίνεις μέσα, όπως επίσης σε έλκει και το όνομά του. Πώς κατέληξε όμως σ’ αυτό; “Λοιπόν είναι λίγο αστείο, αλλά θα σ’ το πω!” Μου εξηγεί ότι, ως κάτοικοι της Πλάκας εδώ και πάνω από μια δεκαετία, έχουν δει την περιοχή να περνάει πολλά. “Κάποιοι μας έλεγαν χαριτολογώντας ότι είμαστε ήρωες που μένουμε εδώ”, συμπληρώνει γελώντας. “Βεβαίως δεν είμαστε ήρωες, είναι μια μαγική περιοχή.” Όμως ένα σκέλος της έμπνευσης του ονόματος προήλθε από ‘κει.
“Το άλλο είναι ότι επειδή έχει φάει πολύ ξύλο η Αθήνα τα τελευταία χρόνια, είμαστε όλοι ήρωες της Αθήνας, με κάποιον τρόπο.” Έχουν πράγματι κάτι το ηρωικό αυτοί που μένουν στην Ελλάδα και προσπαθούν να κάνουν κάτι καλύτερο. Αντί να εγκαταλείψουν, μένουν και προσπαθούν. Γιατί έχει πάρα πολλά καλά, μαζί με τα στραβά της, η χώρα μας, τα οποία βγαίνουν στην επιφάνεια σε αυτό τον χώρο.
Της λέω ότι εγώ φανταζόμουν ότι το όνομα θα συνδεόταν με τους “ήρωες” που βρίσκονται πίσω από τις δημιουργίες που φιλοξενεί. “Είναι μια ανάγνωση που δεν την είχα σκεφτεί, τώρα όμως που μου έρχονται στο μυαλό όλοι αυτοί οι άνθρωποι που φτιάχνουν αυτά τα όμορφα πράγματα, είναι στην κυριολεξία ήρωες.”
Πώς Να Διαλέξει Κανείς;
Της ζητάω να μου μιλήσει για κάποια αντικείμενα τα οποία ξεχωρίζει και διστάζει – είναι ακόμα η αρχή και νιώθει ένα ιδιαίτερο δέσιμο με όλα. Από τα υπέροχα κοσμήματα -κάποια που μου τράβηξαν το ενδιαφέρον ήταν χειροποίητα, πανάλαφρα και κεραμικά- στα αντικείμενα της TRIA ETC, που έχει ιδρύσει η πριγκίπισσα Τατιάνα. “Έχει κάτι απίθανες πουκαμίσες μεταξωτές, σουφλιωτικές, κάτι μαγικά μαντίλια.” Άλλη μια προσπάθεια να πλησιάσει κανείς την παραδοσιακή Ελλάδα με μια άλλη ματιά και να αναδείξει και τον πλούτο της και την ομορφιά της.
Μία άλλη ενδιαφέρουσα προσέγγιση είναι οι μεταφράσεις των μεγάλων ποιητών και συγγραφέων μας. Μου δείχνει μια προθήκη με προσεγμένες, όμορφες εκδόσεις μεταφρασμένου Καβάφη, Σεφέρη και Ελύτη. “Αυτός ο άνθρωπος που έφτιαξε αυτές τις εκδόσεις, τις Εκδόσεις Αιώρα, ήταν διερμηνέας στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο για πολλά χρόνια. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, άνοιξε αυτό τον εκδοτικό οίκο, ο οποίος είναι ένα διαμάντι από μόνος του. Το χαρτί, η επιλογή των εξωφύλλων, το τι τρυφερότητα, μεράκι και αγάπη έχουν. Επίσης προσέχει πάρα πολύ τις μεταφράσεις, γιατί ήταν κι η δουλειά του αυτή. Έρχονται λοιπόν οι ξένοι, και μετά από δυο μέρες, αυτοί που μένουν λίγο παραπάνω, επανέρχονται, και παίρνουν κι άλλο βιβλίο.”
Διαπιστώνει ξεκάθαρο ενδιαφέρον για μεταφράσεις, κι ας έχει τόσα πολλά αλλά πράγματα. “Στο τέλος της ημέρας οι ξένοι διψάνε για αυθεντικά, καλαίσθητα και ελληνικά πράγματα, οπότε πρέπει να προσπαθήσεις να έχεις αυτή την ισορροπία.”
Και Στο Παρασύνθημα…
Αφήνω τα του budget για το τέλος, λίγο φοβάμαι να ρωτήσω γιατί από την εμπειρία μου με ξένους φίλους που επισκέπτονται τη χώρα μας, δεν είμαστε πάντα οι πιο ανταγωνιστικοί στις τιμές που τους προσφέρουμε, ειδικά όσον αφορά αντικείμενα χειροποίητα και ελληνικά.
“Έχω για 5 ευρώ, για 6 ευρώ, για 8 ευρώ, για 10 ευρώ, για 30, 35, 40, 50… όλη τη γκάμα”, με καθησυχάζει. “Ο σκοπός είναι όποιος μπαίνει μέσα να νιώθει ότι μπορεί να πάρει κάτι. Να μην απευθύνεσαι δηλαδή το κατάστημα μόνο στους τουρίστες που είναι πολύ ευκατάστατοι, αλλά ακόμη και σε έναν φοιτητή που έχει έρθει με ένα σακίδιο στην πλάτη, έχει όμως γούστο.”
Όπως άλλωστε μου θυμίζει, “η αλήθεια είναι ότι τα καλόγουστα πράγματα δεν είναι πάντα ακριβά, πρέπει απλώς να ψάξεις για να τα βρεις.” Αυτό ακριβώς το ψάξιμο έκανε για μας η Ευγενία Κοκκάλα-Μελά, αξίζει να σας φέρει ο δρόμος σας σ’ αυτή τη μαγική γωνιά του ιστορικού κέντρου για να το διαπιστώσετε κι από μόνοι σας!