Σύμφωνα με τον Abraham Maslow και την πυραμίδα των ιεραρχημένων αναγκών, πέρα από την κάλυψη των βασικών ανθρώπινων αναγκών που είναι απαραίτητες για την επιβίωση, υπάρχουν ανάγκες που καθίστανται ολοένα και πιο σημαντικές, όπως είναι η κοινωνική αποδοχή, η ανάγκη για συντροφικότητα και συμμετοχή σε ομάδα, η αυτοεκτίμηση και η αυτοπραγμάτωση. Στο έργο της “Φυλές”, το οποίο ανεβαίνει αυτή την εποχή στο Θέατρο Σταθμός, η Nina Raine κατανοεί την ύπαρξη αυτών των αναγκών και επεξεργάζεται ευαίσθητα ζητήματα όπως τα όρια της λεκτικής επικοινωνίας, την έλλειψη της ενσυναίσθησης κι ανάμεσα στους πιο στενούς συγγενικούς δεσμούς, τον σεβασμό και την κατανόηση στη διαφορετικότητα και την ανάγκη του κάθε ατόμου να είναι μέλος μιας “φυλής”, παρά το όποιο κόστος και τα αδιέξοδα.
Tα μέλη της οικογένειας άλλοτε μέσα από τη χρήση της γλώσσας κι άλλοτε μέσα από τη σιωπή, εκφράζουν σκέψεις, επιθυμίες και συναισθήματα.
Ο Μπίλυ, που ερμηνεύει με ευσυνειδησία και μετροέπεια ο Μάνος Καρατζογιάννης, αν και εκ γενετής κωφός φαίνεται να έχει μεγαλώσει μέσα σε μια οικογένεια που τον αντιμετωπίζει κατά το δοκούν φυσιολογικά, παραβλέποντας την αντικειμενικότητα του προβλήματος. Στην προσπάθεια να αμβλύνει τις συνέπειες της διαφορετικότητάς του, η οικογένεια έχει δημιουργήσει μια δική της ισχυρή “φυλή” και η εισβολή της Σύλβια σε αυτή τη “φυλή”, ανατρέπει την ισχύουσα τάξη. Παρότι, ο Κρίστοφερ, ο πάτερ φαμίλιας, επιμένει πως “χωρίς τις λέξεις δεν μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας” τα μέλη της οικογένειας, άλλοτε μέσα από τη χρήση της γλώσσας και άλλοτε μέσα από τη σιωπή, εκφράζουν σκέψεις, επιθυμίες και συναισθήματα, με την επικοινωνία να καθίσταται εν τέλει εξαιρετικά περίπλοκη και την εύρεση ενός κοινού επικοινωνιακού κώδικα να αποτελεί επιτακτική ανάγκη.
Ο Τάκης Τζαμαργιάς κρατάει τα σκηνοθετικά ηνία και εστιάζει αφενός στην περιπλοκότητα της επικοινωνίας της έσω-ομάδα, που είναι η “φυλή” του Κρίστοφερ με την έξω-ομάδα που είναι οι “φυλές” κοινωνικού, θρησκευτικού και πολιτικού χαρακτήρα, αφετέρου εστιάζει στο γεγονός ότι τα ακούοντα μέλη της οικογένειας κωφεύουν απέναντι στις ανάγκες του πραγματικά κωφού μέλους τους και στις ατομικές και εσωτερικές τους ανάγκες. Η σκηνική επιλογή του σαλονιού ως χώρου συγκέντρωσης και σύγκρουσης των μελών της “φυλής”, συμβάλλει στην επικέντρωση στους χαρακτήρες και στις σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους, αν και κάποιες σκηνές που διαδραματίζονται στον ίδιο χώρο δεν προάγουν με σαφήνεια τη στοχοθεσία του έργου, χωρίς όμως να παρεμποδίζουν το συνολικό αποτέλεσμα.
Εκτός από τον Μάνο Καρατζογιάννη που ερμηνεύει εξαιρετικά τον ρόλο του Μπίλυ με σεβασμό στη φυσική του ιδιαιτερότητα, ο Μανώλης Μαυροματάκης αποδίδει με φυσικότητα το ρόλο του καυστικού, αυταρχικού πατέρα Κρίστοφερ, που προτιμά την εκμάθηση κινεζικών από τη νοηματική. Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης ως Ντάνιελ χάνεται ανάμεσα στην αδελφική αγάπη και στα προβλήματα του δικού του μικρόκοσμου. Στους γυναικείους ρόλους, η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη και η Ελένη Μολέσκη που ερμηνεύουν αντίστοιχα τη μάνα και την αδερφή, αγαπούν μεν το Μπίλυ, αλλά τον έχουν “διαβάσει” λαθεμένα. Η Βασιλική Τρουφάκου ως Σύλβια, όψιμα κωφή, δείχνει ότι συναισθάνεται τον Μπίλυ, ωστόσο δεν μπορεί να αντέξει τη μετάβαση στη “φυλή-ένωση” των κωφών.
Στις “Φυλές”, συγγραφικά και ερμηνευτικά, αναδεικνύεται το ζήτημα της λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας, ασχέτως ειδικών συνθηκών, που προκύπτει από την ανάγκη και το δικαίωμα του ανήκειν σε μία “φυλή”.