Η Δαιδαλώδης Διαδρομή των Φεμινιστικών Σπουδών

Γυναικείες Σπουδές

Τα πάντα –θρησκεία, νόμοι, έθιμα, οικονομικές συνθήκες, εργασία και καταμερισμός εργασίας, ιστορία κ.ά.– επηρεάζουν και διαμορφώνουν τη ζωή των γυναικών. Έτσι, τα πάντα γίνονται ζητήματα και των γυναικών. Για τα πάντα υπάρχει μια γυναικεία άποψη και οπτική, μια φεμινιστική ερμηνεία και δράση. Γι’ αυτό, εκτός από ένα κίνημα που συνδέεται με την απελευθέρωση των γυναικών, ο φεμινισμός αφορά και την αναδιοργάνωση όλης της κοινωνίας.

Οι Γυναικείες/Φεμινιστικές Σπουδές/Σπουδές Φύλου διαμορφώθηκαν και αναπτύχθηκαν ακολουθώντας πολύπλοκες και διαφορετικές σε κάθε χώρα διαδρομές. Η θεσμική συγκρότηση και η πρακτική τους λειτούργησαν σε στενή σχέση με τα φεμινιστικά κινήματα και τις γυναικείες, ευρύτερα, συλλογικότητες, με τις κρατικές πολιτικές που αφορούσαν τα δικαιώματα των γυναικών και την ανάπτυξη του κράτους-πρόνοιας, αλλά και με τις κυρίαρχες ακαδημαϊκές κουλτούρες και στρατηγικές.

Οι Κοινωνικές Επιστήμες υπό Φεμινιστική Κριτική

Αξίζει να επισημανθεί από την αρχή ότι η φεμινιστική κριτική καταλογίζει στις κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα, πως, όταν δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τις γυναίκες, συχνά είτε στρέβλωναν τη δράση τους είτε τη γελοιοποιούσαν. Κατάφερναν δε πάντοτε να εξαφανίζουν εκείνες ακριβώς τις αποδείξεις που θα φώτιζαν τη γυναικεία παρουσία στην ιστορική, κοινωνική, πολιτιστική εξέλιξη και είναι υπόλογες, υπό το πρίσμα της ανδροκεντρικής δομής και λογικής τους, για τα νέφη που εξακολουθούν να περιβάλλουν το γυναικείο παρελθόν.

Η Κοινωνική Ανθρωπολογία –όπως και η Ιστορία και η Πολιτική Επιστήμη– έχει σημαντικό μερίδιο στη διακριτική μεταχείριση των γυναικών από τις κοινωνικές επιστήμες. Για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι αυτή που καθορίζει το ιδεολογικό πλαίσιο της πατριαρχίας, καθώς ανάγει τις σχέσεις μεταξύ των φύλων στη φύση. Οι έννοιες της ασυμμετρίας, της υποταγής και της κυριαρχίας εκλαμβάνονται ως καταστάσεις «φυσιολογικές», εντός των ορίων της «φυσικής» τάξης πραγμάτων.

Η αντίληψη αυτή στηρίζεται στην κοινωνική θεωρία του βιολογικού φύλου (sex), που βρισκόταν στο κέντρο της κλασικής Ανθρωπολογίας και η οποία επιτρέπει στην ανατομία να καθορίζει την κοινωνικότητα του «κανονικού», να διαμορφώνει ρόλους, συμπεριφορές, να οριοθετεί, να αξιολογεί (υπερεκτίμηση/υποτίμηση), να ιεραρχεί.

Φεμινιστικές Σπουδές ανά τον Κόσμο

Οι διαφορετικές ονομασίες που δόθηκαν στον νέο αυτό ακαδημαϊκό κλάδο (Σπουδές Φύλου/Γυναικείες Σπουδές/Φεμινιστικές Σπουδές/Σπουδές των Ρόλων των Φύλων) αντανακλούν, μεταξύ άλλων, και τη σύνδεσή τους με διαφορετικούς φεμινισμούς, επιστημονικές προσεγγίσεις και αντικείμενα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε ευρωπαϊκές χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και οι σκανδιναβικές χώρες απέκτησαν θεσμική παρουσία στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Στην Ανατολική Ευρώπη και στον ευρωπαϊκό Νότο η πορεία από την ένταξη της οπτικής του φύλου στα παραδοσιακά επιστημονικά πεδία προς τη διαμόρφωση διαθεματικών και διεπιστημονικών πεδίων υπήρξε πιο αργή, παρόλο που οι φεμινιστικές έρευνες και η μελέτη των έμφυλων σχέσεων είχαν αρχίσει και εκεί, με τη συμβολή των πρώτων φεμινιστριών ερευνητριών και ακαδημαϊκών, όχι χωρίς αμφισβήτηση και εμπόδια.

Όσο οι συγκεκριμένες σπουδές αναπτύσσονταν, η ερευνητική διαδικασία και η διδασκαλία έδειχναν ότι το φύλο διαπερνά όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και της επιστήμης και, επομένως, διαρρηγνύει τα όρια των κυρίαρχων ακαδημαϊκών πεδίων και αντικειμένων, αναδεικνύει τόσο τη συμβατικότητά τους όσο και τις πολιτικές και τις σχέσεις εξουσίας μέσα από τις οποίες αυτά συγκροτήθηκαν.

Οι Προσδοκίες των Γυναικών

Όπως έχω ξαναπεί, οι Γυναικείες/Φεμινιστικές Σπουδές είναι αυτές που μας τροφοδότησαν και μας τροφοδοτούν με τις απαραίτητες μεθοδολογίες και τα αντίστοιχα εργαλεία που μας επιτρέπουν να μελετάμε τον κόσμο λαμβάνοντας υπόψη τη θηλυκή εμπειρία, τις ανάγκες και τις προσδοκίες των γυναικών, οι οποίες για πολλά χρόνια έμεναν στο περιθώριο εξαιτίας του φύλου τους.

Παράλληλα, αποκάλυψαν ότι αυτό που συχνά προσλαμβάνεται σαν ουδέτερο ως προς το φύλο, συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών στοιχείων ή της διάδοσης των δεδομένων που συλλέγονται για κάποιον πληθυσμό, αντικατοπτρίζει πολλές φορές στην πράξη την άγνοια των θεμάτων, των προβληματισμών και των διεκδικήσεων που συνδέονται με την έμφυλη τάξη πραγμάτων. Αλλά γιατί ακριβώς πρόκειται;

Με δυο λόγια, στη δεκαετία του ’70 και ταυτόχρονα με την ανάπτυξη των φεμινιστικών κινημάτων στα πανεπιστήμια, οι Γυναικείες/Φεμινιστικές Σπουδές, εισήγαγαν στην επιστήμη και την έρευνα τη «γυναικεία οπτική», που ως τότε ήταν άγνωστη.

Καθώς όλο και περισσότερες γυναίκες εισέρχονταν από τη δεκαετία του 1960 στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τόσο οι φοιτήτριες/ές όσο και οι λίγες καθηγήτριες της εποχής, γινόταν αντιληπτός ο ανδροκεντρικός χαρακτήρας των περισσότερων μαθημάτων και προγραμμάτων σπουδών, γεγονός που οδήγησε στη διατύπωση του θεμελιώδους ερωτήματος: «Γιατί δεν συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτά οι γυναίκες; Πού είναι οι γυναίκες;».

Ταυτόχρονα, η ίδια περίοδος (οι δεκαετίες 1960 και 1970) χαρακτηρίζεται από την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των γυναικών και τη ριζοσπαστική, πολιτιστική, κοινωνική και πολιτική αναταραχή. Συνεπώς, οι συνθήκες εμφανίζονται πρόσφορες για το αίτημα μιας πιο συστηματικής και δυνητικά μεταμορφωτικής προσέγγισης της ζωής των γυναικών από την επιστήμη. Στο πλαίσιό της γίνεται πλέον αντιληπτό πώς το φύλο δεν επηρεάζει μόνο τη δημόσια κουλτούρα και την ιδιωτική ζωή, αλλά ότι επηρεάζει και τους νόμους και τις κοινωνικές πολιτικές.

Η Κατανόηση της Γυναικείας Οπτικής

Ερευνήτριες με συνείδηση του φύλου, διεπιστημονικά, επιδίωξαν να κατανοήσουν τους ρόλους των φύλων σε προηγούμενες και σύγχρονες κοινωνίες, αλλά και το πώς διαμορφώνεται η ζωή μεμονωμένων γυναικών από ευρύτερες δομικές δυνάμεις, τόσο σε ιστορικό όσο και σε σύγχρονο πλαίσιο (για παράδειγμα, οικοδόμηση έθνους, παγκοσμιοποίηση, οικονομικές εξελίξεις, νομικό σύστημα κ.λπ.).

Έτσι, άρχισαν να διαμορφώνονται και να αναπτύσσονται οι Γυναικείες/Φεμινιστικές Σπουδές, στο πλαίσιο του φεμινισμού του δεύτερου κύματος, ως απάντηση στην κυρίαρχη ανδροκεντρική ακαδημαϊκή γνώση, που απέκλειε τις γυναίκες, θέτοντας σημαντικά και καινοτόμα για την εποχή ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η θηλυκή εαυτή, τους κύριους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς και την ίδια τη γνώση. Βασική τους επιδίωξη, μεταξύ άλλων, ήταν:

  • Να επαναπροσδιοριστούν οι γυναίκες και οι ρόλοι τους ως πολίτισσες, εργαζόμενες, καταναλώτριες, παραγωγοί κ.ά. στη διάρκεια της ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού και της ιστορίας.
  • Να γίνει κατανοητή η έννοια και η σημασία για τις γυναίκες της «κοινωνικής θέσης» ή «θέσης», που δηλώνει τη σχετική θέση ενός ατόμου στο πλαίσιο μιας δομής εξουσίας.
  • Να ασκηθεί κριτική και να επανεκτιμηθούν οι πολιτικές και πολιτιστικές παραδοχές σχετικά με το φύλο και εκείνοι οι ιδεολογικοί σχηματισμοί που υποτιμούν τις γυναίκες, θεωρώντας τες λιγότερο ανθρώπινες σε σχέση με τον τέλειο άνθρωπο, δηλαδή τον άνδρα.
  • Να διερευνηθούν τα εμπόδια που παρεμβάλλονται στην επίτευξη της έμφυλης ισότητας.

Μια Μεταβαλλόμενη Κοινωνία

Ως τομέας ακαδημαϊκής έρευνας, οι Γυναικείες/Φεμινιστικές Σπουδές παρέχουν νέο πλαίσιο, ευαίσθητο όχι μόνο σε θέματα φύλου, αλλά και φυλής, τάξης και εθνικότητας. Θέτοντας για πρώτη φορά για συζήτηση τον ισχυρό και προβληματικό αντίκτυπο των σεξουαλικών ανισοτήτων, αναθεωρούν, ταυτόχρονα, τον τρόπο θέασης του/της εαυτού/ής και του κόσμου. Tο πρώτο μάθημα Γυναικείων Σπουδών με τίτλο «Μια Μεταβαλλόμενη Πολιτική Οικονομία και η Επίδρασή της στις Γυναίκες», για να μην ξεχνάμε την ιστορία των γυναικών, φέρεται να έχει προσφερθεί από την Αμερικανίδα ιστορικό Mary Ritter Beard, το 1934.

Η απουσία γυναικών από την ιστορία της επιστήμης, ο χαμηλός αριθμός συμμετοχής τους πριν από τον 20ό αιώνα, αλλά και οι δυσκολίες λόγω φύλου, τις οποίες συνέχισαν να αντιμετωπίζουν αυτές που κατάφερναν, τελικά, να δραστηριοποιηθούν επιστημονικά (καθυστέρηση στην εξέλιξη, αποκλεισμός από υψηλές θέσεις και βαθμίδες, χαμηλότεροι μισθοί κ.λπ.), βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, στο κέντρο των Γυναικείων/Φεμινιστικών Σπουδών.

Ακολούθησε η φεμινίστρια Madge Dawson στην Αυστραλία, που από το 1956 στο Τμήμα Εκπαίδευσης Ενηλίκων του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ άρχισε να ερευνά και να διδάσκει την κοινωνική κατάσταση των γυναικών και τις συνέπειές της, στο πλαίσιο του μαθήματος «Γυναίκες σε έναν κόσμο που αλλάζει», το οποίο επικεντρώθηκε στο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό καθεστώς των γυναικών της Δυτικής Ευρώπης.

Τα πρώτα σχετικά μαθήματα κατά τη δεκαετία του 1970 προσφέρθηκαν σε σχολές με μεγάλο αριθμό φοιτητριών, όπως αυτές της Ιστορίας, της Φιλολογίας, της Φιλοσοφίας, για να ακολουθήσουν η Κοινωνική Ανθρωπολογία, η Κοινωνιολογία κ.ά. Με βάση την αντίληψη του γυναικείου κινήματος ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό», άρχισαν να διδάσκονται μαθήματα γύρω από τη σεξουαλικότητα, τους έμφυλους κοινωνικούς ρόλους, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους η προσωπική ζωή των γυναικών αντανακλά τις υφιστάμενες εξουσιαστικές δομές.

Με δυο λόγια, στη δεκαετία του ’70 και ταυτόχρονα με την ανάπτυξη των φεμινιστικών κινημάτων στα πανεπιστήμια, οι Γυναικείες/Φεμινιστικές Σπουδές εισήγαγαν στην επιστήμη και την έρευνα τη «γυναικεία οπτική», που ως τότε ήταν άγνωστη. Να σημειώσουμε πως, όπως γνωρίζουμε, παρόλο που υπήρχαν πάντα γυναίκες που ενδιαφέρονταν για την επιστημονική ερμηνεία του κόσμου, δεν ενθαρρύνθηκε η συμμετοχή τους στις επιστήμες, ενώ, όπου συμμετείχαν, το έργο τους δεν έτυχε της αναγνώρισης που του άξιζε.

Το Νερό Μπαίνει στο Αυλάκι

Η απουσία γυναικών από την ιστορία της επιστήμης, ο χαμηλός αριθμός συμμετοχής τους πριν από τον 20ό αιώνα, αλλά και οι δυσκολίες λόγω φύλου, τις οποίες συνέχισαν να αντιμετωπίζουν αυτές που κατάφερναν, τελικά, να δραστηριοποιηθούν επιστημονικά (καθυστέρηση στην εξέλιξη, αποκλεισμός από υψηλές θέσεις και βαθμίδες, χαμηλότεροι μισθοί κ.λπ.), βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, στο κέντρο των Γυναικείων/Φεμινιστικών Σπουδών.

Έτσι, έγιναν από την αρχή προσπάθειες για τη γνωστοποίηση του ρόλου των πρωτοπόρων επιστημόνων γυναικών στο παρελθόν, την αύξηση της συμμετοχής γυναικών και κοριτσιών στην επιστήμη μέσω της εκπαίδευσης, καθώς και για τον εντοπισμό εκείνων των παραγόντων που δημιουργούν εμπόδια στις γυναίκες που επιμένουν να δραστηριοποιούνται και να εξελίσσονται στο πλαίσιο των επιστημών.

Στην προσπάθειά τους αυτή οι νεοσύστατες Γυναικείες/Φεμινιστικές Σπουδές είχαν πολλές προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσουν. Βρέθηκαν, λ.χ., στην ανάγκη να αντιπαλέψουν την προβληματική, βέβαια, αλλά κυρίαρχη άποψη ότι τα κορίτσια και οι γυναίκες δεν είναι κατάλληλες για την αναζήτηση και απόκτηση επιστημονικών γνώσεων. Να αντιπαλέψουν, επίσης, και να αποκαλύψουν το γεγονός πως το πολιτιστικό περιβάλλον, εντός του οποίου κορίτσια και γυναίκες επιδίωκαν να ασκήσουν επιστήμη, αποτελούσε μόνιμη στερεοτυπική απειλή.

Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι κι από τις Γυναικείες/Φεμινιστικές Σπουδές περάσαμε ήδη στις Σπουδές Φύλου, όχι χωρίς ισχυρούς προβληματισμούς σχετικά και ενστάσεις από μερίδα φεμινιστριών, τις οποίες αξίζει να συζητήσουμε. Το βέβαιο είναι, ωστόσο, πως στο πλαίσιο των τελευταίων καταρρίπτονται πλέον μύθοι και επιθετικά στερεότυπα, με πιο χαρακτηριστικά αυτά των απόψεων περί ύπαρξης έμφυτων διαφορών στην ικανότητα και στις δεξιότητες που συνδέονται με το φύλο (λ.χ., ότι οι άνδρες έχουν συνήθως καλύτερες μαθηματικές και χωρικές δεξιότητες, οι οποίες απαιτούνται για την επιτυχία στους τομείς της Τεχνολογίας, της Μηχανικής και των Μαθηματικών-STEM), καθώς και οι απόψεις που επικεντρώνονται στις ανισότητες στον χώρο εργασίας (όχι για την υπέρβασή τους, αλλά για να επιβεβαιωθεί πως οι γυναίκες δεν έχουν ελπίδες καριέρας, π.χ. στις STEM, οι οποίες, προφανώς, ανήκουν δικαιωματικά στους άνδρες), γεγονός με σημαντικές κοινωνικές και έμφυλες επιπτώσεις.

 

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land – στο οποίο μπορείτε να κάνετε την εγγραφή σας εδώ:

Ισότητα των Φύλων. Για τι Ακριβώς Μιλάμε;

Εκείνη Μίλησε. Ακούστε!

Από την Αρχαία Φιλοσοφική Σκέψη στη Γυναικεία Ψήφο

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ

Η Μαρία Γκασούκα είναι ομότιμη καθηγήτρια Λαογραφίας και Φύλου στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Έχει γράψει δεκαοκτώ βιβλία στο πεδίο του φύλου και του πολιτισμού, της εκπαίδευσης και της απασχόλησης. Έχει δημοσιεύσει πλήθος σχετικών επιστημονικών άρθρων στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα, ενώ κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα τουρκικά και στα ισπανικά. Ακόμη, είναι η συντάκτρια του “Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Ισότητα των Φύλων 2007-2013” της Κυπριακής Δημοκρατίας και συγγραφέας των “Οδηγών Χρήσης μη Σεξιστικής Γλώσσας στα Δημόσια Έγγραφα” της Ελλάδας και της Κύπρου.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+