Εβίτα Αράπογλου: “Το Χρονικό Μιας Δυνατής και Συγκινητικής Φιλίας”

Όταν μου πρότεινε η Μαριάννα Σκυλακάκη να πάρω συνέντευξη από την Εβίτα Αράπογλου, με αφορμή τα εγκαίνια της νέας έκθεσης Γκίκας-Craxton-Leigh Fermor: Η Γοητεία της Ζωής στην Ελλάδα στο Μουσείο Μπενάκη, αρχικά δίστασα, λόγω απειρίας στις συνεντεύξεις, μετά δέχτηκα με χαρά και στη συνέχεια αγχώθηκα, νιώθοντας το βάρος της ευθύνης απέναντι σε μία γυναίκα που έχει καταξιωθεί στο χώρο της τέχνης. Ωστόσο, η ήρεμη φωνή της Εβίτας Αράπογλου, ευγενική και προσηνής ήδη από το τηλέφωνο, έδιωξε κάθε ίχνος αγωνίας και έμενε μόνο η ανυπομονησία μου να τη συναντήσω.

Η επιμελήτρια της έκθεσης με υποδέχτηκε με ένα ζεστό χαμόγελο στο δεύτερο όροφο του Μουσείου Μπενάκη, για μια συνέντευξη σχετικά με τους συντελεστές της ιστορίας. Η συζήτηση κύλησε σε ένα υπέροχα αυθόρμητο κλίμα μέσα στις αίθουσες της έκθεσης, όπου, καθώς παρατηρούσαμε τα έργα και τις προσωπικές μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, ο μεστός αφηγηματικός λόγος της με ταξίδεψε νοερά στο χώρο και στο χρόνο, εκεί όπου ξετυλίχτηκαν η ζωή, το έργο, τα συναισθήματα και οι εμπειρίες των τριών ανδρών, οι οποίοι, μαζί με τις συζύγους τους, ανέπτυξαν μια φιλία στέρεη και συγκινητική.

Σας παραθέτω εδώ λοιπόν μέρος της συνομιλίας μας, προκειμένου να κατανοήσετε κι εσείς την ιδιαίτερη αυτήν αφηγηματική ιστορία, αλλά και ως ένα ακόμη έναυσμα να επισκεφθείτε την έκθεση, η οποία θα βρίσκεται κοντά μας έως το Σεπτέμβριο, προτού φιλοξενηθεί στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.

***

Θα ήθελα να ξεκινήσω τη συνέντευξη με κάποιες ερωτήσεις σχετικά με τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Πώς προέκυψε η γνωριμία σας μαζί του και η ενασχόλησή σας με το έργο του;

Τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα τον γνώρισα το 1982, όταν ήμουν ακόμη φοιτήτρια. Συμμετείχα τότε στην οργάνωση μιας έκθεσης έργων Ελλήνων καλλιτεχνών στο Λονδίνο. Μετά από εκείνη την περίοδο, συνδέθηκα μαζί του με διάφορες αφορμές – την οργάνωση της έκθεσής του στη Royal Academy of Arts του Λονδίνου, έπειτα την επιμέλεια της έκθεσης των σχεδίων του στην Πινακοθήκη Γκίκα του Μουσείου Μπενάκη και στο ΜΙΕΤ της Θεσσαλονίκης το 1992, τη χρονιά που είχα γράψει το βιβλίο Γκίκας. Σχέδια. Πέρασα αμέτρητες ώρες κοντά του μελετώντας το έργο του και γνωρίζοντας τον ίδιο. Σταδιακά, αναπτύχθηκε μία προσωπική σχέση και φιλία έως το τέλος της ζωής του.

Στο βιβλίο σας Κριεζώτου αρ. 3 αναφέρετε πως “ο τόπος για τον Γκίκα είχε πολύ βαθύτερη σημασία από τον χρόνο”. Πόσο μεγάλη σημασία είχε η Ελλάδα για τον καλλιτέχνη; Και πόσο αφομοιωνόταν στον κάθε τόπο ξεχωριστά;

Φωτογραφία: Ανδρέας Σχοινάς

Πράγματι, οι τόποι αυτοί όπου έζησε και αγάπησε έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του, οι επιρροές των οποίων αποτυπώνονται στο ζωγραφικό του έργο αλλά και στα κείμενά του. Το Παρίσι, ο τόπος των σπουδών του και των πρώτων του εκθέσεων∙η Αθήνα, με το σπίτι της Κριεζώτου που ήταν και η βάση της ζωής του∙ το Λονδίνο, που το έζησε πρώτα με τους Βρετανούς φίλους του και κυρίως αργότερα με τη γυναίκα του την Barbara.

Αλλά ο τόπος που πιστεύω είχε χαραχθεί βαθιά στην ψυχή του ήταν η Ύδρα, με το πατρογονικό σπίτι των Γκίκα πάνω από το Καμίνι. Αυτό το επιβλητικό αρχοντικό με τη θέα στον Σαρωνικό και στην Πελοπόννησο υπήρξε ιδανικό μέρος για περισυλλογή και δημιουργικότητα, αλλά και φιλοξενία. Εκεί έμειναν ο Henri Cartier-Bresson, ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Henry Miller και, βέβαια, ο Patrick και η Joan Leigh Fermor και ο John Craxton. Η στερεομετρική επίδραση της Ύδρας με τα πολυδαίδαλα μονοπάτια και τα αμφιθεατρικά κτίσματα διακρίνεται στα έργα του για μεγάλο διάστημα της ζωής του, έως ότου αρχίσει η περίοδος της Κέρκυρας, με τη γλαφυρή λυρική έκφραση, επηρεασμένη από τη φύση του τόπου. Το κτήμα στις Σινιές στάθηκε κι αυτό καθοριστικό για την ιδιοσυγκρασία του και για τα έργα των τελευταίων δεκαετιών της ζωής του.

Σε χειρόγραφο του 1935 ο Γκίκας αναφέρει: “Με ρωτούν καμιά φορά θα κάνετε έκθεσιν φέτο; […] Δεν θα ιδούμε έργα σας; […] Τι να τους απαντήσω; Ότι τα έργα μου δεν τα καταλαβαίνουν καλά καλά στο Παρίσι; […] Ότι είναι άλλης εποχής;”. Ο Γκίκας επέλεξε να μείνει στην Αθήνα, αντί για το Παρίσι ή το Λονδίνο, όπου επικρατούσαν πιο προχωρημένες αντιλήψεις. Αυτή η επιλογή του έγκειται ξεκάθαρα σε προσωπικούς/οικογενειακούς λόγους; Ή ήταν ο ελληνικός τόπος αυτό που ταίριαζε περισσότερο στην καλλιτεχνική του ιδιοσυστασία;

Ο Γκίκας επέστρεψε από το Παρίσι στην Αθήνα με την πρώτη του γυναίκα Τίγκη, για να βρεθεί κοντά στη μητέρα του που πέθανε το 1935. Τα επόμενα χρόνια, παρ’ όλη την παρότρυνση φίλων του να γυρίσει στο Παρίσι, έμεινε στην Αθήνα όπου, παράλληλα με τη ζωγραφική του, ασχολήθηκε και με τη διάσωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής μαζί με τον Δημήτρη Πικιώνη, καθώς και με το περιοδικό “Το Τρίτο Μάτι” που παρουσίαζε σύγχρονους προβληματισμούς και ρεύματα της ευρωπαϊκής τέχνης. Τα χρόνια αυτά ήταν και η περίοδος αναβίωσης της Ύδρας. Και ύστερα ήρθε ο Πόλεμος. Αμέσως μετά το τέλος του, ο Γκίκας ταξιδεύει για πρώτη φορά στο Λονδίνο, μια πόλη που έμελλε να γίνει ένας τακτικός του προορισμός και τόπος κατοικίας έως το τέλος της ζωής του.

Τόποι παραθαλάσσιοι, τόποι με μαγευτική θέα […] Όλοι τους βρήκαν τον τόπο που τους εξέφραζε απόλυτα και μέσα από αυτόν εμπνεύστηκαν και δημιούργησαν.

Για να μεταφερθούμε τώρα στη συγκεκριμένη έκθεση, ποιο είναι το κοινό στοιχείο που έχουν οι γωνιές της Ελλάδας που διάλεξαν οι τρεις για τις κατοικίες τους;

Τόποι παραθαλάσσιοι, τόποι με μαγευτική θέα. Η Ύδρα του Γκίκα ήταν τόπος παιδικών αναμνήσεων αλλά και τόπος της ζωγραφικής εξερεύνησης του ελληνικού τοπίου. Ο Leigh Fermor ανακαλύπτει την Καρδαμύλη στις αρχές της δεκαετίας του ’60, λίγο μετά την καταστροφή της Ύδρας, και χτίζει με την Joan το πανέμορφο καταφύγιό τους πάνω στο ακρωτήρι το κατάφυτο από ελιές. Το μικρό σπίτι στα Χανιά, με το ατελιέ κρεμασμένο ψηλά για να έχει απρόσκοπτη θέα στο βενετσιάνικο λιμάνι, ήταν ο μικρός παράδεισος του Craxton. Kαι, τέλος, η Κέρκυρα της Barbara και του Γκίκα, με την ατίθαση βλάστηση και τους ειδυλλιακούς κήπους με τα γλυπτά και τις αυλές με τα βοτσαλωτά.

Όλοι τους βρήκαν τον τόπο που τους εξέφραζε απόλυτα και μέσα από αυτόν εμπνεύστηκαν και δημιούργησαν. Η φιλοξενία ανάμεσά τους στους τόπους αυτούς έδωσε αφορμές για συναρπαστικές συζητήσεις, αξέχαστες εκδρομές με συντροφιές, γοητευτικές στιγμές που περιγράφονται στην αλληλογραφία τους και σε κείμενά τους.

Τα κείμενα του Patrick Leigh Fermor χρωματίζουν με γλαφυρότητα και κομψό χιούμορ το ύφος της έκθεσης. Θεωρείτε πως η συγγραφική δουλειά του, εν γένει, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι ως προς την κατανόηση των έργων Γκίκα-Craxton;

Φωτογραφία: Ανδρέας Σχοινάς

Ο Paddy, για παράδειγμα, έγραψε ένα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου του Μάνη στο εξοχικό σπίτι του Γκίκα στην Ύδρα, όπου είχε φιλοξενηθεί για δύο χρόνια με την Joan. Έχει έναν υπέροχο τρόπο γραφής, μεταφέροντας τη μαγεία του ελληνικού κόσμου με ευαισθησία και συγκίνηση. Αξίζει κανείς να διαβάσει τα βιβλία του, γιατί προβάλλουν την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον και την αγάπη για τον τόπο∙ την ατμόσφαιρα που αναμφίβολα επηρέασε και τη ματιά της δημιουργίας των δυο ζωγράφων.

Στην έκθεση και στην έκδοση υπάρχουν πολλά αποσπάσματα από κείμενα του Leigh Fermor, πολλά μεταφρασμένα για την έκθεση με θαυμαστό τρόπο από τη Μαίρη Βοσταντζή, η οποία υπήρξε φίλη και μεταφράστρια του συγγραφέα.

Το έργο Τοπίο της Ύδρας, 1960-61 του John Craxton μοιάζει εκ πρώτης όψεως με τοπίο του Γκίκα. Πιστεύετε πως επηρεάστηκε πολύ ο Βρετανός καλλιτέχνης από τον Γκίκα;

Ο John Craxton ήταν αρκετά μικρότερος στην ηλικία από τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Είχε δει και θαυμάσει το έργο του Γκίκα πριν ακόμη γνωρίσει τον ίδιο. Στα διαστήματα που έμενε στο αρχοντικό της Ύδρας σχεδίαζε, όπως ο Γκίκας, πολλές απόψεις του νησιού. Είναι ενδιαφέρον όμως ότι αυτά τα έργα ο Craxton τα ολοκλήρωνε όταν βρισκόταν στο εργαστήρι του στην Κρήτη. Πρόκειται για εξαιρετικές πανοραμικές συνθέσεις, χαρακτηριστικές για τα ολοφώτεινα χρωματικά στοιχεία τους. Ο Craxton επηρεάζεται από τον Γκίκα κυρίως στην αρχιτεκτονική δομή των τοπίων του, ωστόσο αυτό που θα τον ενέπνεε ίσως περισσότερο στα ζωγραφικά θέματά του ήταν οι ανθρώπινες μορφές.

Ο Craxton βρήκε στα Χανιά αυτό που πάντα έψαχνε.
Η Κρήτη είναι και το θέμα της επόμενής μου ερώτησης. Στο τμήμα που αφορά τα Χανιά βλέπουμε κυρίως έργα του John Craxton. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ασκητική Κρήτη ταίριαζε κυρίως στο χαρακτήρα του Craxton και λιγότερο στους υπόλοιπους φίλους;

Ο Craxton βρήκε στα Χανιά αυτό που πάντα έψαχνε. Οι αυθεντικοί άνθρωποι της Κρήτης, ο τρόπος ζωής τους ήταν αυτά που αναζητούσε και που τον ενέπνευσαν στη ζωγραφική του. Ήταν ένας άνθρωπος με πάθος για τη ζωή. Με την ίδια άνεση συναναστρεφόταν με χωρικούς, βοσκούς, καλλιτέχνες και συγγραφείς, πολιτικούς, διπλωμάτες, μέλη της βρετανικής αριστοκρατίας. Και βέβαια λάτρευε την άγρια φύση του νησιού με τα βράχια και τα φαράγγια της που τα αποτυπώνει στα έργα του με έντονα περιγράμματα και δυναμική γραφή. Του άρεσε επίσης να ζωγραφίζει τις κατσίκες που τις θαύμαζε για την ανεξαρτησία, την αντοχή τους.
Ο Γκίκας δε θέλησε ποτέ να αντικρίσει τα ερείπια του κατεστραμμένου σπιτιού της Ύδρας έως το τέλος της ζωής του.

Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο για τον τελευταίο σταθμό της έκθεσης. Ο Γκίκας αγαπούσε πολύ το πατρικό του σπίτι στην Ύδρα και εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από το τοπίο του νησιού. Ωστόσο, σημαντικός αριθμός έργων αφιερώνεται από τον Γκίκα στο δεύτερο εξοχικό τόπο του, την Κέρκυρα. Το σπίτι της Κέρκυρας μπόρεσε να αναπληρώσει το κενό από το χαμένο σπίτι της Ύδρας;

Φωτογραφία: Ανδρέας Σχοινάς

Ο Γκίκας δε θέλησε ποτέ να αντικρίσει τα ερείπια του κατεστραμμένου σπιτιού της Ύδρας έως το τέλος της ζωής του. Το σπίτι της Κέρκυρας είναι αυτό που έφτιαξε στις αρχές του 1970 μαζί με την Barbara. Είναι το κοινό τους δημιούργημα, το νέο τους ησυχαστήριο, στο οποίο επίσης φιλοξένησαν πολλούς φίλους τους, ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης – τον Stephen και τη Natasha Spender, τον Michael Stewart, την Peggy Aschcroft, τους Menuhin, τον Rudolf Nureyev, τον John Craxton και, ασφαλώς, τους πιο συχνούς επισκέπτες, τους Leigh Fermor. Ο Paddy και η Joan μάλιστα συμμετείχαν στη δημιουργία του κτήματος της Κέρκυρας, με την αναστήλωση ενός παλιού ελαιοτριβείου. Για το εξοχικό αυτό της Κέρκυρας, ο Paddy θα στείλει πολυσέλιδες εικονογραφημένες σημειώσεις με προτάσεις για τη διαμόρφωση του χώρου, επηρεασμένος από τις εξέδρες της Καρδαμύλης.

Νομίζω πως το σπίτι της Ύδρας ήταν πάντοτε στην καρδιά του και η μορφολογία του νησιού επηρέασε βαθιά το έργο του. Όμως, το σπίτι της Κέρκυρας ήταν το απόσταγμα της αγάπης του για την αρχιτεκτονική, της ωριμότητας της τέχνης του, αλλά και της συντροφικότητας του ζευγαριού. Όταν πέθανε η γυναίκα του Barbara το 1989, δεν θέλησε να ξαναζήσει στις Σινιές. Το υπόλοιπο της ζωής του το πέρασε στην πολυκατοικία της οδού Κριεζώτου.

Ολοκληρώνοντας τις ερωτήσεις, θα ήθελα να μου πείτε τι κάνει αυτήν την έκθεση να ξεχωρίζει; 

Είναι η προσπάθεια εξιστόρησης του χρονικού μιας δυνατής και συγκινητικής φιλίας πενήντα σχεδόν χρόνων μεταξύ των τριών δημιουργών και των συντρόφων τους, μέσα από έργα τέχνης, αποσπάσματα από κείμενα, επιστολές και σημειώσεις, φωτογραφικά τεκμήρια, αφιερώσεις, σκίτσα, εκδόσεις και καταλόγους εκθέσεων. Οι σκέψεις τους, τα συναισθήματα και η δημιουργικότητά τους περιγράφουν την αγάπη τους για τον τόπο, ενώ παράλληλα ξαναζωντανεύουν αυτήν τη γοητευτική εποχή της ζωής τους στην Ελλάδα.

Θα προτείνατε κάποιο έργο από την έκθεση αυτή ως το αγαπημένο σας;

Είναι δύσκολο να αναφερθώ μόνο σε κάποιο – κάθε ενότητα περιλαμβάνει τα δικά της, ξεχωριστά έργα του Γκίκα και του Craxton, όπως και κείμενα του Leigh Fermor. Το καθένα είναι μαγικό και ιδιαίτερο.

***

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την Εβίτα Αράπογλου για τον πολύτιμο χρόνο που μου διέθεσε, καθώς επίσης και για την πολύ όμορφη εμπειρία και ευκαιρία που είχα να συνομιλήσω μαζί της.

Σας συνιστώ ανεπιφύλακτα να παρακολουθήσετε μια από τις ξεναγήσεις που θα πραγματοποιηθούν για το κοινό από τις επιμελήτριες της έκθεσης – το πρόγραμμα ξεναγήσεων μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Φωτογραφία: John Craxton, Νεκρή Φύση με Τρεις Ναύτες, 1980-1985.

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
pARTicle
pARTicle

Η Αγγελική Ντούρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Το 2006 ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων & Έργων Τέχνης στο ΤΕΙ Αθηνών. Το 2008 απέκτησε το μεταπτυχιακό δίπλωμα MSc Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου, με εξειδίκευση στην Εκτίμηση Έργων Τέχνης. Έχει εργαστεί ως συντηρήτρια αρχαιοτήτων και έργων τέχνης στο Υπουργείο Πολιτισμού και στο Μουσείο Μπενάκη και ως ιστορικός τέχνης στο Ίδρυμα Σύγχρονης Τέχνης ΔΕΣΤΕ. Είναι εγγεγραμμένη στον κατάλογο Πραγματογνωμόνων-Εκτιμητών Έργων Τέχνης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τακτικό μέλος του Συλλόγου Εκτιμητών Ελλάδος (Σ.ΕΚ.Ε.) και της Εταιρείας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης (Ε.Ε.Ι.Τ.). Έχει επιμεληθεί εκθέσεις τέχνης και σεμινάρια ιστορίας τέχνης και εκτίμησης έργων τέχνης στο Μουσείο Ηρακλειδών κ.α. Σήμερα εργάζεται ως Πιστοποιημένη Εκτιμήτρια Έργων Τέχνης (MRICS) και ως Σύμβουλος Τέχνης. Παρακολουθεί ανελλιπώς την αγορά τέχνης και τις εφαρμογές των επιστημών στην τέχνη, ενώ απολαμβάνει να επισκέπτεται καλλιτεχνικές εκθέσεις και να μελετάει την ιστορία και τη θεωρία της τέχνης. Μοιράζεται μαζί μας τα #MustSee του μήνα μέσα από τη στήλη της «pARTicle».

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+