Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου για τη Θεσσαλονίκη είναι ό,τι το καλοκαίρι για τα παιδιά: ημέρες γεμάτες ανεμελιά, συγκίνηση και ενθουσιασμό δίπλα στη θάλασσα.
“Το σινεμά επιστρέφει σπίτι του”, δηλαδή στη σκοτεινή αίθουσα. Εκεί όπου τα προβλήματα της καθημερινότητας δεν βρίσκουν εισιτήριο, χάνονται στον Θερμαϊκό, και δίνουν τη θέση τους σε εικόνες και ιδέες φερμένες από όλο τον κόσμο.
Στη μεγαλύτερη γιορτή του ανεξάρτητου κινηματογράφου της χώρας, η Θεσσαλονίκη μεταμορφώνεται για 10 μέρες σε πόλη που εμπνέει αισιοδοξία και πολιτισμό, στοιχεία που ανέκαθεν κατέχει, αλλά την περίοδο του φεστιβάλ απογειώνονται. Το επιβλητικό Ολύμπιον στην Πλατεία Αριστοτέλους φοράει τα “καλά” του και η διαδρομή από το σημείο αυτό μέχρι το λιμάνι γίνεται καθημερινή συνήθεια. Αισθάνομαι τυχερή που βρέθηκα για άλλη μια φορά στο φεστιβάλ, στην ιδιαίτερη και συγκινητική 62η διοργάνωσή του.
Έξω από τις Αίθουσες
Παρασκευή πρωί, μια ελαφριά ομίχλη καλύπτει σαν πέπλο τον Θερμαϊκό κόλπο και η άπνοια συνοδεύεται από γαλήνια θάλασσα, σκηνικό βγαλμένο από ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, σκέψη που μου υπενθυμίζει ότι τις μέρες του φεστιβάλ όλα γύρω μας μοιάζουν με σινεμά. Μέσα από την ομίχλη διακρίνω τη διάσημη επιγραφή που στολίζει την Προβλήτα 1, την καρδιά του φεστιβάλ.
Όσο περνάει η ώρα, στο λιμάνι καταφθάνουν σκηνοθέτες, ηθοποιοί, παραγωγοί, δημοσιογράφοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό, κάνουν διστακτικές χειραψίες και συζητούν για τις προσδοκίες τους από τις μέρες που θα ακολουθήσουν.
Στη μεγαλύτερη γιορτή του ανεξάρτητου κινηματογράφου της χώρας, η Θεσσαλονίκη μεταμορφώνεται για 10 μέρες σε πόλη που εμπνέει αισιοδοξία και πολιτισμό.
Έξω από τις αίθουσες διακρίνω από τα χαρακτηριστικά μπλουζάκια που φορούν τους εθελοντές του φεστιβάλ, απαραίτητα γρανάζια στη λειτουργία της διοργάνωσης.
“Νοέμβριος στη Θεσσαλονίκη ίσον φεστιβάλ”, μου λέει η Στέλλα Καραγιαννίδου, υπεύθυνη του Προγράμματος Εθελοντισμού. “Το φεστιβάλ επιστρέφει στον φυσικό του χώρο και μαζί μας βρίσκονται 130 εθελοντές, αισθητά λιγότεροι σε σχέση με άλλες χρονιές, λόγω υγειονομικών κανονισμών, αλλά με εξίσου μεγάλη αγάπη και ενθουσιασμό, που ήδη μας μεταδίδουν.”
Έχοντας περάσει ως εθελόντρια από την ομάδα, μπορώ με μεγάλη ευκολία να προβλέψω μεγάλο κομμάτι της εμπειρίας που θα αποκτήσουν, τις πολύτιμες γνωριμίες που θα κάνουν και τις γνώσεις που θα λάβουν για τη διοργάνωση ενός από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης.
Απόγευμα Σαββάτου και το λιμάνι γεμίζει με όλο και περισσότερους επισκέπτες. Κάποιοι κρατούν κάμερες, άλλοι καφέ, και μερικοί πιο ρομαντικοί κρατιούνται χέρι χέρι, καθώς κατευθύνονται προς τις Αποθήκες 1 ή Δ, ανάλογα με το αν πάνε στις αίθουσες “Κασσαβέτη” και “Τορνές” ή “Λιάππα” και “Μαρκετάκη” αντίστοιχα.
“Τι είδες χθες τελικά, ‘Αστέρω’ ή ‘Sick’;” “Θα έρθεις στις 10 στο ‘Benediction’;” “Σε ποιες ελληνικές θέλεις να πας;” Είναι μερικές από τις ερωτήσεις που ακούω από τους περαστικούς καθώς διασχίζω την προβλήτα.
Στην Αποθήκη Γ΄, επαγγελματίες της κινηματογραφικής βιομηχανίας συζητούν για το μέλλον της στη χώρα μας, ενώ πιο δίπλα ετοιμάζονται τα εγκαίνια της κεντρικής, πρωτότυπης έκθεσης του φεστιβάλ “Ο Κανόνας του Παιχνιδιού”, η οποία είναι εμπνευσμένη από ομώνυμη ταινία του Jean Renoir.
Ο σωστός “φεστιβαλικός” ξέρει ότι η εβδομάδα αυτή χρειάζεται οργάνωση: ποια προβολή συμπίπτει με ποια, ποιες ταινίες του διαγωνιστικού έχουν Q&A, τι ώρα ξεκινάει το masterclass του μοντάζ;
Στο τέρμα της διαδρομής συναντώ ένα ονειρικό σκηνικό στη δύση του ήλιου, ξένους καλεσμένους από το τμήμα της “Αγοράς” να σχηματίζουν πηγαδάκια και μοναχικές παρουσίες να μελετούν το πρόγραμμα. Ο σωστός “φεστιβαλικός” ξέρει ότι η εβδομάδα αυτή χρειάζεται οργάνωση: ποια προβολή συμπίπτει με ποια, ποιες ταινίες του διαγωνιστικού έχουν Q&A, τι ώρα ξεκινάει το masterclass του μοντάζ;
Αν κάτι δεν θυμίζει τις προηγούμενες διοργανώσεις είναι τα επίσημα πάρτι του φεστιβάλ, οι συνδετικοί δεσμοί μεταξύ των ημερών του δεκαημέρου, που δυστυχώς, για ευνόητους λόγους, απουσιάζουν. Ωστόσο, ακόμα και έτσι, τα σινεφίλ στέκια της πόλης μαθαίνονται γρήγορα από τους παλιούς στους νέους και τα άτυπα ραντεβού δίνονται μετά τις προβολές σε μπαρ και καφέ. Δημιουργοί και κοινό συζητούν για τη δική τους κινηματογραφική απόδραση στη Θεσσαλονίκη και τις ταινίες που ξεχώρισαν.
Μέσα στις Αίθουσες
#safetiff_first. Αυτό είναι το σλόγκαν που συνοδεύει όλες τις οδηγίες για τα μέτρα προστασίας που εξασφαλίζουν μια ασφαλή κινηματογραφική εμπειρία. Στην είσοδο οι θεατές αφού περάσουν –για πρώτη φορά– τον απαραίτητο έλεγχο, φορούν ένα γκρι βραχιολάκι που επιτρέπει την εύκολη πρόσβασή τους στις αίθουσες, χωρίς αναμονή. Η αίθουσα απολυμαίνεται, οι πόρτες ανοίγουν νωρίτερα από ό,τι συνήθως για να αποφευχθεί ο συνωστισμός, και η κινηματογραφική πτήση ξεκινάει.
Από τις αγαπημένες μου στιγμές σε κάθε φεστιβάλ είναι οι πρεμιέρες ελληνικών ταινιών. Πρώτον επειδή είναι πρεμιέρες, δεύτερον επειδή είναι ελληνικές και, τρίτον, επειδή είναι παρόντες οι συντελεστές της ταινίας για ένα ανοιχτό Q&A. Όπως αυτό που ακολούθησε μετά την πρώτη προβολή της ταινίας “Καλάβρυτα 1943” του Νικόλα Δημητρόπουλου, με κεντρικό θέμα τη σκληρή εκτέλεση των κατοίκων του χωριού. Οι έντονες συζητήσεις γύρω από τη σχέση της ιστορίας με την τέχνη και τη μυθοπλασία συνεχίστηκαν για ώρα έξω από την Αποθήκη 1.
Η ερμηνεία του πρωταγωνιστή Νικόλα Παπαγιάννη με συγκίνησε και έτσι θέλησα να τον ρωτήσω προσωπικά πώς προσέγγισε τον ρόλο του.
Καθώς τα δάκρυά μου έπεφταν πάνω στη μάσκα συνειδητοποίησα ότι η μεγαλύτερη αξία του φεστιβάλ είναι αυτό το “μαζί” απέναντι από τη μεγάλη οθόνη.
“Το σενάριο, που υπερασπιστήκαμε από την αρχή, μας έκανε να νιώθουμε πολύ σίγουροι για αυτό που κάνουμε. Με βοήθησε πολύ το γεγονός ότι ήμουν ένα φανταστικό πρόσωπο σε μια αληθινή ιστορία. Για να ταξιδέψει η ιστορία χρειάζονται οι φανταστικοί μεταφορείς της. Το πιο σημαντικό ήταν να αποφύγουμε οποιαδήποτε υποκριτική περιγραφή και να εντοπίσουμε τον πυρήνα και τα πραγματικά αδιέξοδα των ηρώων.”
Στη διάρκεια της ταινίας θυμήθηκα την πρεμιέρα της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη “Το Τελευταίο Σημείωμα” πριν από λίγα χρόνια. Τότε, όπως και τώρα, είχα πάει στην προβολή χωρίς παρέα. Τότε, όπως και τώρα, θυμάμαι ότι σχεδόν όλη η αίθουσα λύγισε και δάκρυσε στη σκληρή σκηνή της εκτέλεσης. Καθώς τα δάκρυά μου έπεφταν πάνω στη μάσκα συνειδητοποίησα ότι η μεγαλύτερη αξία του φεστιβάλ είναι αυτό το “μαζί” απέναντι από τη μεγάλη οθόνη. Το “μαζί” που συναντάμε στη ζωή και την τέχνη.
Δείτε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Τα Νέα Ήθη της Marvel στα Χέρια της Chloé Zhao