Οι ελληνικές ταινίες είναι πιο δύσκολες. Είναι στη γλώσσα μας, την ώρα που τις παρακολουθούμε έχουμε αυτό που ονομάζω «συναίσθηση της γλώσσας και των κινήσεων», ενώ πολλές φορές γνωρίζουμε τα τοπία και τις καταστάσεις. Τα «Μαγνητικά Πεδία» με… μαγνήτισαν με την ηρεμία και τη χαλαρότητα που μου προσφέρθηκαν. Με ποιο τρόπο; Σαν νερό σε διψασμένο. Έπειτα από δυο χρόνια, μάλλον εφιαλτικά, η υποχθόνια αισιοδοξία τους, η αναγκαία μελαγχολία τους, η ομορφιά της δουλειάς των συντελεστών με άγγιξαν βαθιά.
Γνώριζα τον Γιώργο Γούση από τα graphic novels και το αποτέλεσμα της δουλειάς του δεν με εξέπληξε. Ήταν αναμενόμενα πολύ καλό! Άλλωστε, η ταινία ήταν ο μεγάλος νικητής της 13ης τελετής απονομής των Βραβείων ΙΡΙΣ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Το φιλμ κέρδισε συνολικά 5 βραβεία, συμπεριλαμβανομένου αυτού της Καλύτερης Ταινίας Μεγάλου Μήκους Μυθοπλασίας για τους Γιώργο Γούση, Γιώργο Καρναβά και Κωνσταντίνο Κοντοβράκη, Α’ Γυναικείου Ρόλου για την Έλενα Τοπαλίδου, Πρωτότυπης Μουσικής για τον Λευτέρη Βολάνη, Σεναρίου για τον Γιώργο Γούση, τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο και την Έλενα Τοπαλίδου και, τέλος, Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη για τον Γιώργο Γούση.
Δύο άνθρωποι, η Έλενα και ο Αντώνης, θα συναντηθούν σε ένα φέρι. Ο τόπος δεν έχει τόση σημασία, αλλά είναι η Κεφαλλονιά. Το αυτοκίνητο του Αντώνη θα χαλάσει και αυτό θα οδηγήσει σε μια απρόσμενη φιλία.
«Θέλω να πω μερικά τραγούδια και κάποιος να με ακούει».
Το κουτί που κουβαλάει ο Αντώνης πρέπει να μείνει στον τόπο, ώστε να εκπληρωθεί μια υπόσχεση. Ως αποτέλεσμα, παρακολουθούμε ένα mini road movie και τους χαρακτήρες να αποκαλύπτονται. Η μοναξιά θα τους ενώσει όπως μόνο αυτή ξέρει.
Ο Τσιοτσιόπουλος παραπέμπει στην εικόνα που έχω για τον Νικόλα Άσιμο. Θα μάθουμε ελάχιστα γι’ αυτόν, και ίσως να αρκεί ότι «τραγουδάει και χορεύει απαίσια», ενώ δουλεύει σε μια εταιρεία, «γιατί κάτι πρέπει να κάνω». Ευγενής, ακόμα και σε δύσκολες αλλά χιουμοριστικές καταστάσεις.
Η Τοπαλίδου είναι μια σκιά, ένα εύθραυστο πλάσμα, μαυροντυμένη. Βρίσκεται εκεί για να μην είναι κάπου αλλού. Και όμως, το ταξίδι αυτό της βγάζει έναν άλλο εαυτό, που είχε χάσει. Μαθαίνουμε λεπτομέρειες για τη ζωή της, με όσα λέει να βγαίνουν τόσο αυθόρμητα και αληθινά, σαν να ακούς μια παράξενη φίλη. Τραγουδάει σε όλο το έργο, σαν ένα ραγισμένο κρίνο. Η σκηνή στο πιάνο είναι συγκλονιστική. Η Έλενα είναι όλοι οι άνθρωποι που πίσω από μια μάσκα κρύβουν χιούμορ και βαθιά ευαισθησία. Σπαρακτική η κραυγή της: «Θέλω να πω μερικά τραγούδια και κάποιος να με ακούει».
Μπορεί να μιλάμε για έναν ύμνο στη φιλία, στην απρόσμενη φιλία. Μπορεί να μιλάμε για έναν έρωτα στο ξεκίνημά του. Ό,τι και αν θέλει να μας πει η ταινία, το μόνο σίγουρο είναι ότι ηρεμεί, αφήνει ένα χαμόγελο να σχηματιστεί, ίσως και μερικά δάκρυα. Λειτουργεί ψυχωφέλιμα, όπως μου αρέσει να λέω.
Η συμμετοχή ερασιτεχνών στις λίγες σκηνές που χρειάστηκε «βγήκε» στον Γιώργο Γούση όπως «έβγαινε» στον μέγιστο Σταύρο Τσιώλη. Πράσινοι αγροί, βροχή, δυστοπικά, εγκαταλελειμμένα μέρη και δύο αυτοκίνητα φτιάχνουν έναν όμορφο μικρόκοσμο.
Ακόμα, πρέπει να πούμε ότι το backstage, όπως μάθαμε, ήταν ξεκαρδιστικό, καθώς η μετάβαση στην Κεφαλλονιά εν μέσω lockdown, οι κασέτες στις δύο miniDV ερασιτεχνικές κάμερες που χρησιμοποιήθηκαν, το κρύο και άλλα μικρά ευτράπελα οδήγησαν ηθοποιούς και τεχνικούς να φτιάξουν μια ταινία που δεν θα ξεχαστεί.
Και κάτι ακόμα… Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο πρωταγωνιστές θα αναρωτηθούν αρκετές φορές προς τα πού είναι το λιμάνι. Κυνικά, ο Νίκος Σπανίδης, που κλέβει την παράσταση ως νεκροθάφτης, θα τους χλευάσει… «Γύρω γύρω θάλασσα, κάπου θα έχει λιμάνι».
Σπεύσατε στους θερινούς με μια μπίρα!
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
«Βαγόνι Αριθμός 6»: Μια Ελεγεία για τη Μοναξιά