Σάββατο. Κοντεύει μεσάνυχτα. Είναι αλήθεια Σάββατο; Με τον εγκλεισμό έχουμε χάσει το λογαριασμό. Δε διακρίνουμε τις μέρες πια. Δεν υπάρχει Σαββατοκύριακο της ραστώνης. Δεν υπάρχει καθημερινή του τρεχάματος. Όλες οι μέρες μοιάζουν ίδιες.
Κοντεύει μεσάνυχτα. Είναι αλήθεια Σάββατο. Κι όχι ένα οποιοδήποτε Σάββατο. Το Μέγα Σάββατο της Πασχαλιάς. Πότε αλήθεια έφτασε Πάσχα; Άλλοτε τέτοιες μέρες γέμιζαν τα σπίτια μας αγκαλιές και μυρωδιές. Συγγενείς, φίλοι, βαφτιστήρια, όλοι με γέλια στην καρδιά και καλούδια στα χέρια. Ανταμώναμε να μοιραστούμε τα κουλούρια και τα τσουρέκια μας, να τσουγκρίσουμε αυγά και ποτήρια, να χορέψουμε και να τραγουδήσουμε ψήνοντας το πατροπαράδοτο αρνί.
Κοντεύει μεσάνυχτα. Πάσχα στην Αθήνα. Πολύ μου λείπει φέτος το νησί. Το λαμπρό φως του, τα αγριολούλουδα με τις ευωδιές τους, η αλμύρα με το απέραντο μπλε της, όλα έρχονται στο νου και στοιχειώνουν τις ατελείωτες μέρες της οικειοθελούς καραντίνας μας.
Φορέσαμε τα καλά μας. Το χαμόγελό μας. Την ελπίδα μας. Τι κι αν φέτος δεν έχουμε καλεσμένους. Είμαστε εδώ και είμαστε γεροί.
Κοντεύει μεσάνυχτα. Ο νους μου τρέχει στους ηλικιωμένους -ευπαθείς- γονείς μου. Πόση στενοχώρια κρύβει αυτό το ευπαθείς… Άραγε πώς θα γιορτάσουν φέτος την Ανάσταση μόνοι; Άραγε πότε θα ανταμώσουμε ξανά; Πότε θα αγκαλιαστούμε όπως πριν;
Κοντεύει μεσάνυχτα. Αντιστεκόμαστε στη θλίψη. Στο σπίτι το τραπέζι στρώθηκε γιορτινό. Τα αυγά βάφτηκαν κόκκινα. Στην κατσαρόλα σιγοβράζει η παραδοσιακή μαγειρίτσα. Το κρασί περιμένει τη σειρά του να ευφράνει καρδιές. Φορέσαμε τα καλά μας. Το χαμόγελό μας. Την ελπίδα μας. Τι κι αν φέτος δεν έχουμε καλεσμένους. Είμαστε εδώ και είμαστε γεροί.
Μεσάνυχτα. Στην τηλεόραση ηχεί το χαρμόσυνο μήνυμα. Χριστός Ανέστη. Ανταλλάσσουμε το φιλί της αγάπης. Στο σπίτι μας είμαστε ασφαλείς. Αγαπημένοι. Ένα. Μεσάνυχτα. Βγαίνουμε στη βεράντα. Θα έχει, είπαν, πυροτεχνήματα. Ο ουρανός της Αθήνας γιορτάζει. Πολύχρωμοι σχηματισμοί σκίζουν το νυχτερινή σιωπή. Το στραφτάλισμά τους και ο κρότος τους υπενθυμίζουν ότι απόψε είναι γιορτή.
Μεσάνυχτα. Όλη η γειτονιά ένα μπαλκόνι. Με αναμμένες λαμπάδες. Σε μια βουβή προσευχή. Είναι η πίστη που τους έβγαλε όλους εκεί; Είναι η ανάγκη να μοιραστούμε τη στιγμή; Είναι η αίσθηση ότι σε όλη αυτή την προσπάθεια είμαστε όλοι μαζί; Είναι η μοναξιά; Είναι η κοινή μας μοίρα; Είναι η κοινή μας προσωρινή ταλαιπωρία; Είναι ο κοινός μας στόχος; Ό,τι και να είναι, στα μπαλκόνια αυτό το βράδυ της ανοιξιάτικης δροσιάς, ζεσταίνονται καρδιές.
Περασμένα μεσάνυχτα. Τα τηλέφωνα βουίζουν ευχές. Γονείς, αδέλφια, φίλοι, κουμπάροι. Οι διαδικτυακές πλατφόρμες επικοινωνίας γεμίζουν εικόνες από τα γιορτινά μας τραπέζια. Είμαστε εδώ, είμαστε μαζί κι ας είμαστε χώρια.
Περασμένα μεσάνυχτα. Στο αναστάσιμο τραπέζι οι παλιές καλές συνήθειες παίρνουν τη θέση τους. Αυγομαχίες με χιούμορ, αναφορές στους αγαπημένους μας που είναι μακριά μας, αναμνήσεις από άλλες αναστάσιμες εποχές. Κι ευχές. Πολλές ευχές. Να επιστρέψουμε στις ζωές μας. Να δούμε ξανά τους παππούδες μας. Να γλεντήσουμε με τους φίλους μας. Να ταξιδέψουμε. Να αθληθούμε. Να διεκδικήσουμε τα όνειρά μας. Να ζήσουμε.
Περασμένα μεσάνυχτα. Ο νους τρέχει σ’ αυτούς που δε γιορτάζουν απόψε. Σ’ αυτούς που αγωνίζονται για τη ζωή τους μόνοι σε μια μονάδα εντατικής θεραπείας. Σ’ αυτούς που εργάζονται για το κοινό καλό. Στους μαχητές των νοσοκομείων, των δρόμων, της ζωής. Μια προσευχή, μια ευχή, ένα δάκρυ.
Περασμένα μεσάνυχτα. Στα πασχαλινά τραπέζια οι παππούδες διηγούνται κάθε χρονιά τις ίδιες ιστορίες. Ιστορίες πολέμου, ιστορίες εμφυλίου, ιστορίες της χούντας. Γεγονότα που σημάδεψαν, που δίδαξαν, που ωρίμασαν. Η δική μας γενιά θα θυμάται άλλου είδους πολέμους. Τον πόλεμο τον οικονομικό της δεκαετούς κρίσης. Τον πόλεμο τον υγειονομικό του κορωνοϊού. Την προσπάθεια -εθνική και ατομική- που έπεται για ανάκαμψη.
Περασμένα μεσάνυχτα. Ένα Πάσχα αλλιώτικο. Μοναχικό και συντροφικό ταυτόχρονα. Ένα Πάσχα που αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση στα χείλη κι ένα ανθρώπινο σφίξιμο στην καρδιά. Χρόνια πολλά!