H ελληνική πρόταση για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, τα “Μήλα” του Χρήστου Νίκου, θέλουν χρόνο για να τα χωνέψεις. Με ζόρισαν στην αρχή, αλλά μου άφησαν μια όμορφη γεύση από κινηματογράφο.
Μέσα στο παγωμένο βράδυ, έρχεται ένα μήνυμα ότι μπορώ να δω διαδικτυακά, για λογαριασμό της αθηΝΕΑς, τα “Μήλα” του σκηνοθέτη Χρήστου Νίκου, με τον Άρη Σερβετάλη, τη Σοφία Γεωργοβασίλη, την Άννα Καλαϊτζίδου και τον Αργύρη Μπακιρτζή. Δεν έχασα την ευκαιρία, λίγο από την πλήξη του lockdown και λίγο από διάθεση να δω κάτι φρέσκο.
Τα “Μήλα” θέλουν χρόνο για να τα χωνέψεις. Με ζόρισαν στην αρχή, αλλά μου άφησαν μια όμορφη γεύση από κινηματογράφο, ως τέχνη, ως μέσο έκφρασης, με τα μαγικά των συντελεστών, να “κρύβουν” πράγματα, να με μπερδεύουν και τελικά να μου δίνουν μια λύση να επεξεργαστώ.
Τα Μήλα Βοηθάνε στη Μνήμη
Το σκηνικό είναι στημένο σε γνώριμα σημεία της Αθήνας, κάτι που κάνει ένα κλικ πιο ενδιαφέρουσα την ταινία για το εγχώριο κοινό. Μια επιδημία προκαλεί αμνησία στους ανθρώπους. Βρισκόμαστε πίσω σε ένα αναλογικό κόσμο, παλιά λεωφορεία και αυτοκίνητα, χωρίς κινητά, με μαγνητοταινίες και polaroids.
O Άρης έχει όλα τα σημάδια της αμνησίας και ακολουθεί ένα ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης, στο οποίο φέρνει εις πέρας αποστολές. Μία polaroid αποτελεί το αποδεικτικό. Στη νέα του ζωή γνωρίζει μιαν άλλην ασθενή, την Άννα και σε ορισμένες αποστολές της, θα της κάνει παρέα.
“Τα μήλα βοηθάνε στη μνήμη”, θα πει ο μανάβης στον πρωταγωνιστή, και αυτός θα τα αφήσει για να πάρει μερικά πορτοκάλια. Ίσως, ο πρωταγωνιστής θέλει να ξεχάσει. Μπορεί ακόμα και να επιλέγει τι να ξεχάσει; Οι στίχοι ενός τραγουδιού ή το ποδήλατο ξεχνιούνται; Ξεχνιέται ο έρωτας; Ποιος ξέρει;
Όσο παρακολουθούσα τα “Μήλα”, οι ταινίες του Λάνθιμου και το “Memento” του Nolan μου έρχονταν στο μυαλό. Όχι άδικα, καθώς, όπως διάβασα, ο σκηνοθέτης έχει θητεύσει δίπλα στον πρώτο, στον “Κυνόδοντα”, και κλείνει με ωραίο τρόπο το μάτι στον δεύτερο. Αναμφίβολα, οι σκηνοθέτες έχουν επιρροές, οπότε αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, καθώς η σύνθεση του Χρήστου Νίκου έχει τη δική της ταυτότητα και μάλιστα στο ντεμπούτο του σε μεγάλου μήκους ταινία.
Ίσως όλα να συμπυκνώνονται σε αυτό που λέμε “πεθαίνει κάποιος όταν τον ξεχάσουν”. Η απώλεια, η ταυτότητα, η μνήμη είναι πράγματα που κυλούν μέσα στην ταινία και κυλούν όμορφα. Δεν είναι χαλαρή, δεν είναι και μαύρη. Είναι βαθιά ανθρώπινη.
Για τις ερμηνείες δεν μπορώ να πω πολλά. Αρκετή θεατρικότητα, με τα πρόσωπα να “σπάνε” λίγες φορές. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό, άλλωστε και στην καθημερινότητα σφιγμένα πρόσωπα βλέπω.
Στα διαδικαστικά η ταινία, με τη βοήθεια και της Cate Blanchett ως executive producer, προχωράει προς τα Όσκαρ. Όπου συμμετείχε, όπως στο Φεστιβάλ Βενετίας, πήρε πολύ καλές κριτικές. Αποτελεί συμπαραγωγή Ελλάδας, Πολωνίας και Σλοβενίας και είναι υποστηριζόμενη από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Έχει γίνει γνωστό ότι με σκοπό να φτάσει η ελληνική πρόταση στα Όσκαρ το Los Angeles Greek Film Festival και το UCLA Stavros Niarchos Foundation Center for the Study of Hellenic Culture προχώρησαν σε μια ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία. Συγκεκριμένα, την Κυριακή, 17 Ιανουαρίου, θα προβαλλόταν διαδικτυακά τα “Μήλα” με την 24ωρη διάθεση της ταινίας να είναι ελεύθερη στις ΗΠΑ, ώστε να προωθηθεί ακόμα περισσότερο στο δρόμο για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Tip: Απολαυστική η σκηνή με τον τραυματιοφορέα που ρωτάει τους ντυμένους καρναβαλιστές “Ξέρει κανείς ποιος είναι ο Batman;”, καθώς πέφτει και αυτός θύμα της επιδημίας!
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς