Ήταν ένα από τα δυνατά χαρτιά των φετινών Νυχτών Πρεμιέρας και σίγουρα δεν απογοήτευσε τους λάτρεις των μεταμεσονύκτιων προβολών του Φεστιβάλ, που κατέκλυσαν την περασμένη Παρασκευή τον κινηματογράφο Ideal.
Διαβάζοντας τους συντελεστές, κάποιοι διστάσαμε όταν το βλέμμα μας έπεσε πάνω στο όνομα του πρωταγωνιστή. Κακά τα ψέματα, όσο κι αν αγαπάς το σινεμά και την ατμόσφαιρα γύρω απ’ αυτό, δεν είναι λίγες οι φορές που προκαταλαμβάνεσαι, θετικά ή αρνητικά, ανάλογα με το ποιος παίζει σε μια ταινία.
Ο Nicolas Cage είναι για μένα μια τέτοια περίπτωση προς αποφυγή. Παρά το γεγονός ότι κάποιες από τις ταινίες του βρίσκονται στη λίστα των αγαπημένων μου, όπως το Moonstruck, The City of Angels και το Leaving Las Vegas, πάντα στο άκουσμα του ονόματός του με καταλάμβανε μια άρνηση.
Ο Cage είναι ένας ηθοποιός σταθερά ανέκφραστος και μόνιμα παγερός – καμία αποτύπωση κανενός συναισθήματος. Με δεδομένο δε ότι το πρόσωπο κάθε ηθοποιού αποτελεί και το βασικό εργαλείο δουλειάς του, δεν είναι να απορεί κανείς γι’ αυτή την… αντιπάθεια.
Όλα αυτά, μέχρι το Μandy, όπου ο Cage -μετά από μια χρονιά κακή γι’ αυτόν- φαίνεται να βρήκε επιτέλους αυτό που του ταιριάζει. Εκεί και την οργή του είδαμε, και την παράνοια, συνδυασμένες με αστείες ατάκες, και τον χαρήκαμε πραγματικά.
Η δεύτερη ταινία του Πάνου Κοσμάτου -γιου του σκηνοθέτη των δύο μεγάλων επιτυχιών του Stallone Rambo: First Blood Part II και Cobra– επικεντρώνεται στην ήρεμη κι ευτυχισμένη ζωή ενός ζευγαριού, του Red και της Mandy, πίσω στο 1983, που έχει επιλέξει την απομόνωση, ζώντας σ’ ένα σπίτι μες το δάσος. Όταν ο αρχηγός μια νοσηρής, απόκοσμης παρέας σατανιστών και τερατωδών μηχανόβιων βάζει στο μάτι τη Mandy, τότε η κατάσταση βγαίνει εκτός ελέγχου…
Ο Cage είναι ένας ηθοποιός σταθερά ανέκφραστος και μόνιμα παγερός – καμία αποτύπωση κανενός συναισθήματος. Όλα αυτά, μέχρι το Μandy, όπου ο Cage φαίνεται να βρήκε επιτέλους αυτό που του ταιριάζει. Εκεί και την οργή του είδαμε, και την παράνοια, συνδυασμένες με αστείες ατάκες, και τον χαρήκαμε πραγματικά.
Μπορεί το σενάριο να ακούγεται συνηθισμένο. Μόνο αυτό όμως δεν είναι, καθώς στην ταινία μπλέκονται μια σειρά από στοιχεία που καθιστούν δύσκολη την κατάταξή της σε ένα μόνο είδος.
Είναι σίγουρα ένα βίαιο b-movie θρίλερ εκδίκησης, με τον Cage να παίζει σχεδόν στο μισό φιλμ με το πρόσωπο βουτηγμένο στο αίμα. Είναι όμως και μια splatter ταινία τρόμου. Γιατί τα “όντα” που παρελαύνουν εδώ, οι εκπρόσωποι του Κακού, απεικονίζονται με τρόπο ανατριχιαστικό και ανά στιγμές αστείο. Εφιαλτικές φιγούρες με αλυσοπρίονα και φωνές που έρχονται από έναν άλλο κόσμο από τη μια – σατανιστική σέκτα με διεσταλμένες μαύρες κόρες από την άλλη.
Είναι, επίσης, και μια μεγάλη ιστορία αγάπης, ειπωμένη διαφορετικά, γεμάτη υπέροχες, ντελιριακές εικόνες, που ακροβατούν μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, χάρη στην ευφυή σκηνοθεσία του Κοσμάτου, που καταφέρνει να δημιουργήσει μια ασφυκτική ατμόσφαιρα, να προσφέρει θέαμα (εξαιρετική η σκηνή μάχης με τα αλυσοπρίονα) και παράλληλα γέλιο με τις εύστοχες σαρκαστικές ατάκες, διά στόματος Cage.
Last but not least, η μουσική. Ένα soundtrack επιβλητικό και σκοτεινό, που συμπληρώνει και αναδεικνύει απίθανα όλες τις κρίσιμες για την πλοκή σκηνές, υπογεγραμμένο από τον υπερταλαντούχο συνθέτη πίσω από τα μουσικά scores των Prisoners, The Theory of Everything, Sicario και Arrival, Jóhann Jóhannsson, που δυστυχώς “έφυγε” αναπάντεχα πριν από 8 μήνες.
Η Mandy είναι μια ξεχωριστή ταινία, που μέλλει να μνημονεύεται εφεξής ως σημείο αναφοράς των b-movies με pulp θεματική. Εντούτοις, δεν είναι μια ταινία για όλους. Όσοι το τολμήσουν, όμως, θα αποζημιωθούν με μια συναρπαστική εμπειρία.