Γεννημένη το 1933, μεγάλωσε σε μια εργατική γειτονιά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Αγωνίστηκε ακούραστα για την ισότητα των φύλων στο πλαίσιο του νόμου. Πολέμησε τον σεξισμό στη ζωή και την καριέρα της. Συνδύασε τη μητρότητα και τη φροντίδα του καρκινοπαθούς συζύγου της ενόσω φοιτούσε στη Νομική του Χάρβαρντ. Ως δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου, αποτέλεσε πρότυπο για το τι είναι ικανό να επιτύχει κάθε νεαρό κορίτσι (και κάθε ενήλικη γυναίκα). Στα 87 χρόνια της ζωής της άφησε ανεξίτηλο σημάδι στη νομική επιστήμη, στον φεμινισμό, αλλά και στην ποπ κουλτούρα. Στη στήλη Portrait του πρόσφατου τεύχους No Man’s Land, αυτή τη φορά ο λόγος ανήκει στη δικαστή Ruth Bader Ginsburg.
Είναι πολλά αυτά που έχει να γράψει κανείς για την RBG, όπως είναι γνωστή. Ωστόσο, διαβάζοντας το βιβλίο «My Own Words», αφιερωμένο στη ζωή και το έργο της, μία φράση μου αποτυπώθηκε στο μυαλό: «εγώ διαφωνώ» (I dissent). Παρά το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να επηρεάσει την πλειοψηφία σε ορισμένες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, η φράση αυτή αποτελεί την κληρονομιά της για τη ζωή που αμέτρητοι Αμερικανοί/ές είναι σε θέση να ζήσουν σήμερα· την παρακαταθήκη της για την επόμενη γενιά γυναικών ηγετών και ακτιβιστριών στον αγώνα προς τη δικαιοσύνη.
Από τη Γειτονιά του Μπρούκλιν στο Ανώτατο Δικαστήριο
Προερχόμενη από εβραϊκή οικογένεια, η μητέρα της –σημαντική επιρροή στη ζωή της– της δίδαξε την αξία της ανεξαρτησίας και της καλής εκπαίδευσης. Έχοντας φοιτήσει στις νομικές σχολές των πανεπιστημίων Harvard και Columbia, δίδαξε νομικά στα πανεπιστήμια του Rutgers και του Columbia, όπου έγινε η πρώτη γυναίκα μόνιμη καθηγήτρια της σχολής. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 συνέβαλε καθοριστικά στην ίδρυση του οργανισμού ACLU (American Civil Liberties Union) για τα δικαιώματα των γυναικών, ενώ η πορεία της ως συνηγόρου στο Ανώτατο Δικαστήριο για την ισότητα των φύλων άφησε το στίγμα της στην ιστορία του.
Το 1980 διορίστηκε από τον πρόεδρο Jimmy Carter στο Εφετείο της Περιφέρειας της Κολούμπια των ΗΠΑ. Υπηρέτησε εκεί 13 χρόνια, ώσπου ο πρόεδρος Bill Clinton ανακοίνωσε την επιλογή της για το Ανώτατο Δικαστήριο, το 1993 (η δεύτερη γυναίκα που κατέλαβε παρόμοιο αξίωμα, μετά τη δικαστή Sandra Day O’Connor).
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ
To αξίωμα του ανώτατου δικαστή θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα που μπορεί να πετύχει ένας δικαστής στην επαγγελματική του καριέρα – πόσο μάλλον μια γυναίκα εβραϊκής καταγωγής στην Αμερική. Για την ίδια σήμαινε ότι ο διορισμός της «συμβάλλει στο τέλος των ημερών όπου οι γυναίκες, τουλάχιστον το ήμισυ του ταλέντου της κοινωνίας μας, εμφανίζονται σε υψηλές θέσεις μόνο ως καλλιτέχνιδες της μίας φοράς».
Χρειάζεται να δίνει απαντήσεις σε ζητήματα που σπάνια είναι εύκολα – και στα οποία σπάνια μπορούν να δοθούν «σωστές» απαντήσεις.
Άλλωστε, το να έχεις τη δύναμη της γνώμης σε ένα δικαστήριο με κύρια αποστολή να επιδιορθώνει τα ρήγματα του ομοσπονδιακού δικαίου και να παρεμβαίνει όταν άλλα δικαστήρια διαφωνούν σχετικά με το τι απαιτεί ο σχετικός ομοσπονδιακός νόμος δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Χρειάζεται να δίνει απαντήσεις σε ζητήματα που σπάνια είναι εύκολα – και στα οποία σπάνια μπορούν να δοθούν «σωστές» απαντήσεις. Ωστόσο, οι απαντήσεις αυτές έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τον ρου της ιστορίας των κοινωνιών και τη ζωή των ανθρώπων που εμπλέκονται.
«Εγώ Διαφωνώ»
Για να αποφανθεί το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ χρειάζεται πλειοψηφία (δηλαδή, τη σύμφωνη γνώμη τουλάχιστον πέντε εκ των εννέα δικαστών σε ολομέλεια δικαστηρίου). Οι δικαστές που διαφωνούν (dissent) απλώς εκφράζουν τη μειοψηφούσα γνώμη (dissenting opinion). Σε αντίθεση με τις γνωμοδοτήσεις της πλειοψηφίας, οι αποκλίνουσες γνώμες δεν αποτελούν δεσμευτικό νόμο και, ως εκ τούτου, οι μελλοντικές υποθέσεις δεν υποχρεούνται να τις ακολουθούν. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο, ως μια μορφή πειστικής αυθεντίας, σε μεταγενέστερες υποθέσεις, όταν υποστηρίζεται ότι μία προηγούμενη απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να περιοριστεί ή να ανατραπεί.
Η Ruther Bader Ginsberg ήταν αυθεντία των λέξεων. Οι απόψεις της ήταν διατυπωμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν πραγματική δύναμη. Πολύ περισσότερο από την ευγλωττία της, αυτές οι δύο απλές λέξεις –εγώ διαφωνώ– είχαν απήχηση όχι μόνο στην αίθουσα του δικαστηρίου αλλά και στις γυναίκες σε όλη τη χώρα. Συμβόλιζαν κάτι περισσότερο από τη μειοψηφούσα γνώμη. Αυτές οι δύο λέξεις ενσάρκωναν τη δύναμή της, την άρνησή της να συμβιβαστεί, την αφοσίωσή της στην ισότητα και την επιθυμία της να ενδυναμώσει όλες τις γυναίκες.
«Η πραγματική αλλαγή, η διαρκής αλλαγή, γίνεται με ένα βήμα τη φορά».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η γνωστή υπόθεση Ledbetter v. Goodyear Tire & Rubber Co. (2007) σχετικά με την άνιση μεταχείριση στον χώρο εργασίας. Διαφωνώντας με τη γνώμη της πλειοψηφίας, η Ginsburg υποστήριξε ότι «το δικαστήριο δεν κατανοεί ή αδιαφορεί για τον ύπουλο τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες μπορούν να πέσουν θύματα μισθολογικών διακρίσεων», ερμηνεία που οδήγησε στην ψήφιση του νόμου Lily Ledbetter Fair Pay Act του 2009.
Για την ιστορία, πριν από την ψήφιση του νόμου, οι αγωγές για μισθολογικές διακρίσεις μπορούσαν να υποβληθούν μόνο εντός 180 ημερών από την αρχική μισθολογική διαφορά, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητα των γυναικών να μηνύσουν τους εργοδότες τους για άνιση αμοιβή. Ο νέος νόμος, ωστόσο, μηδένισε την παραγραφή των 180 ημερών για κάθε μισθό. Οι εργαζόμενοι είχαν πλέον περισσότερες ευκαιρίες να καταθέσουν αγωγές, καθιστώντας έτσι ευκολότερο για τις γυναίκες να διεκδικήσουν ίσες αμοιβές και να καλύψουν το μισθολογικό χάσμα. Η διετής μάχη μόνο για την επαναφορά της παραγραφής είναι μια υπενθύμιση ότι ο αγώνας για την ισότητα δεν είναι γραμμικός, δεν είναι εύκολος, αλλά αξίζει τον κόπο. Όπως είπε κάποτε η δικαστής RBG: «Η πραγματική αλλαγή, η διαρκής αλλαγή, γίνεται με ένα βήμα τη φορά».
Ισότητα Vs. Ατομική Ελευθερία
Η θητεία της Ruth Bader Ginsburg στο Ανώτατο Δικαστήριο χαρακτηρίστηκε συχνά ως μια σκληρή μάχη μεταξύ των αρχών της ισότητας και της ατομικής ελευθερίας. Οι συντηρητικές πλειοψηφίες είχαν την τάση να αναδεικνύουν τα δικαιώματα της ατομικής αυτονομίας έναντι της ίσης μεταχείρισης και των ίσων ευκαιριών στην πολιτική, στους χώρους εργασίας και στα σχολεία της αμερικανικής κοινωνίας. Το φιλελεύθερο μπλοκ, αντίθετα, έτεινε να αντιτίθεται σε αυτή την υπονόμευση της ισότητας και πίεσε για την ανάκτησή της ως πρωταρχικής αξίας που διέπει το συνταγματικό δίκαιο.
Η δικαστής Ginsburg βρισκόταν σε ένα δικό της στρατόπεδο. Είχε κατανοήσει από καιρό ότι αυτές οι δύο μεγάλες (πολιτικές) αρχές της αμερικανικής δημοκρατίας δεν είναι αντίθετες, αλλά μάλλον αναπόσπαστα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Αναγνώρισε ότι οι ίσες ευκαιρίες είναι ζωτικής σημασίας για τον αυτοπροσδιορισμό και ότι η προσωπική ελευθερία είναι ασφαλής μόνο στον βαθμό που η κοινωνία σέβεται τον καθένα μας ως ίσο. Εν ολίγοις, δεν έπεσε θύμα της παραπλανητικής διχοτόμησης της ισότητας και της ελευθερίας, όπως είναι δομημένο το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, αλλά εργάστηκε για την προώθηση της ίσης ελευθερίας βάσει του νόμου.
Με Όπλο τον Νόμο Ενάντια στην Ανισότητα των Δύο Φύλων
Πράγματι, με γνώμονα τις παραπάνω αρχές, ήταν πρωτοπόρος υπέρμαχος της ισότητας των φύλων, η οποία είχε αρχίσει να ενσωματώνει το όραμά της στο Σύνταγμα, όπως ότι καμία γυναίκα δεν μπορεί να απολυθεί επειδή έμεινε έγκυος. Ότι οι γυναίκες, όπως και οι άνδρες, έχουν το δικαίωμα να είναι ένορκοι. Ότι ένας χήρος πατέρας έχει το ίδιο δικαίωμα με αυτό μιας χήρας μητέρας σε κρατικές παροχές για τη φροντίδα του παιδιού του. Ότι ο νόμος δεν μπορεί να θεωρεί ότι η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι, ενώ του άνδρα όχι.
Η RBG γνώριζε τη δύναμη του παραδείγματος – ότι, αν ζεις τη ζωή σου σύμφωνα με τις αρχές σου, οι άλλοι θα σε ακολουθήσουν.
Η RBG υπερασπίστηκε με επιτυχία στο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, έναν πατέρα στον οποίο αρνήθηκαν τα επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης επιζώντων μετά τον θάνατο της συζύγου του, επειδή ο νόμος υπαγόρευε ότι οι χήρες ήταν επιλέξιμες, αλλά οι χήροι όχι· μια γυναίκα στην Πολεμική Αεροπορία, της οποίας ο σύζυγος δεν έλαβε το επίδομα συζύγου που δικαιούνταν αυτόματα οι σύζυγοι στρατιωτικών· έναν άγαμο άνδρα στον οποίο δεν αναγνωρίστηκε η έκπτωση φόρου για τα έξοδα πρόσληψης φροντιστή για την ηλικιωμένη μητέρα του, δεδομένου ότι η έκπτωση αυτή προοριζόταν για γυναίκες, διαζευγμένους άνδρες και άνδρες των οποίων η σύζυγος ήταν ανίκανη ή είχε αποβιώσει. Οι εν λόγω νόμοι δεν λάμβαναν υπόψη τους ανθρώπους σε αυτές τις περιπτώσεις – τώρα, χάρη στην Ginsburg, το κάνουν.
«We Cannot Be What We Cannot See»
Ζούμε σε μια εποχή στην οποία ο ρόλος των προτύπων είναι καθοριστικός. Που προσωπικότητες σαν την RBG –πέρα από το να απεικονίζονται σε κούπες, t-shirts, τατουάζ και πορτρέτα– μπορούν να εμπνεύσουν ανθρώπους. Να διαμορφώσουν κουλτούρες. Να αλλάξουν τον κόσμο. Άλλωστε, είναι δύσκολο να γίνουμε κάτι το οποίο δεν μπορούμε να δούμε.
Η RBG γνώριζε τη δύναμη του παραδείγματος – ότι, αν ζεις τη ζωή σου σύμφωνα με τις αρχές σου, οι άλλοι θα σε ακολουθήσουν. Το παράδειγμά της έδειξε τον δρόμο σε εκατομμύρια γυναίκες και άνδρες, απελευθερώνοντάς τους από τα τεχνητά εμπόδια που τους εμποδίζουν να ακολουθήσουν πλήρως την ταυτότητά τους, ανεξαρτήτως φύλου.
Για πολλά κορίτσια και αγόρια, πρότυπα όπως η RBG αποτελούν δύναμη που μας ωθεί να φτάσουμε πέρα από τον εαυτό μας, για να οραματιστούμε ένα καλύτερο μέλλον και να εργαστούμε ακούραστα ώστε να κάνουμε αυτό το όραμα πραγματικότητα.
Ίσως σε έναν πραγματικά ισότιμο κόσμο να μη χρειαζόμασταν τέτοιους ήρωες. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά, η περίοδος αυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τις γυναίκες. Άλλωστε, η πρόσφατη πραγματικότητα στις ΗΠΑ έχει δείξει ότι ο φόβος της ανατροπής αποφάσεων που προστατεύουν το δικαίωμα της γυναίκας στην ιδιωτική ζωή και το δικαίωμα να κυβερνά το σώμα της είναι υπαρκτός.
Για πολλά κορίτσια και αγόρια, πρότυπα όπως η RBG αποτελούν δύναμη που μας ωθεί να φτάσουμε πέρα από τον εαυτό μας, για να οραματιστούμε ένα καλύτερο μέλλον και να εργαστούμε ακούραστα ώστε να κάνουμε αυτό το όραμα πραγματικότητα. Τη δημιουργία μιας νέας εποχής στην οποία κυριαρχούν αφοσιωμένες, αποφασισμένες και ανθεκτικές γυναίκες, έτοιμες να σηκωθούν, να κοιτάξουν την ανισότητα και τις διακρίσεις κατάματα και να πουν με αυτοπεποίθηση: «εγώ διαφωνώ».
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land – στο οποίο μπορείτε να κάνετε την εγγραφή σας εδώ:
Τι Παρακαταθήκη Θα Αφήσουμε στις Μελλοντικές Γενιές;
Ο Αγώνας της Μάνιας Μπικώφ Ενάντια στη Βία Κατά των Γυναικών
Ψυχές Που Δεν Βρήκαν Καταφύγιο: Frances Farmer – Kurt Cobain