Λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα της μουσικοθεατρικής παράστασης «Σοφία» που παρουσιάζει η Ελληνική Συμφωνιέτα (Sinfonietta Hellenica), συνομίλησα με τη Σοφία Καψούρου που υπογράφει το κείμενο και τη σκηνοθεσία σε αυτό το πρωτότυπο αφιέρωμα στη θρυλική Σοφία Βέμπο. Τη μουσική διεύθυνση έχει ο Γιώργος Γαλάνης, ενώ επί σκηνής ο Άκης Σακελλαρίου συμπράττει με τη μεσόφωνο Μαρίτα Παπαρίζου.
Μας περιμένουν τη Δευτέρα 24 Οκτωβρίου και την Τρίτη 25 Οκτωβρίου στις 21:00 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Το έργο σου «Σοφία. Πώς η Σοφία έγινε Βέμπο. Πώς η Βέμπο έγινε η φωνή της Ελλάδας» ή απλά «Σοφία» συνδυάζει ηθοποιία, μουσική, τραγούδι. Πώς συνυπάρχουν οι διαφορετικές αυτές μορφές έκφρασης;
Ο Άκης Σακελλαρίου αφηγείται την ώρα που η mezzo soprano Μαρίτα Παπαρίζου συμπράττει με τη Sinfonietta Hellenica υπό τον Γιώργο Γαλάνη. Η Μαρίτα Παπαρίζου έχει προφανώς τον ρόλο της Βέμπο, με λίγη πρόζα. Έχουμε μια ιδιαίτερη συνθήκη, καθώς είμαστε μια εξωτερική παραγωγή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά και πάμε αρχικά γι’ αυτές τις δύο ημερομηνίες. Η ευχή μας είναι το έργο μετά να ταξιδέψει.
Δεν ξέρω τίποτα για τη Sinfonietta Hellenica! Θα μας την παρουσιάσεις;
Είναι μια ορχήστρα με έγχορδα, πνευστά, τύμπανα. Αποτελείται από νέους ανθρώπους, τους οποίους συντονίζει ο αρχιμουσικός τους, ο Γιώργος Γαλάνης. Είναι καταπληκτικοί και σε καλώ να τους δεις.
Θα έρθω, να είσαι βέβαιη! Πάμε σε σένα. Ασχολείσαι με τον στίχο, με την ηθοποιία, με τη συγγραφή. Δεν είναι πολλά πράγματα μαζί; Και αν θυμάμαι, έχεις τελειώσει ΜΜΕ;
Έχω τελειώσει Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας στο Καποδιστριακό και τη δραματική σχολή «Ίασμος». Αναφορικά με τα άλλα, δεν μπορείς να τα σπουδάσεις, πρέπει να το κάνεις κέφι. Το να ενσωματωθώ στον χώρο ήταν μια οδύσσεια, εργάστηκα ως ηθοποιός σε μικρά και μεγάλα σχήματα. Αποφάσισα να γράψω το πρώτο μου έργο, με τίτλο «Ερωμένες στον Καμβά», το 2010 με σκοπό να παρουσιαστεί σε φεστιβάλ νέων δημιουργών.
Μετά ακολούθησε ο «Σούμαν», που παίχτηκε στο Εθνικό για δύο χρόνια, όπου γνώρισα τον Λευτέρη Γιοβανίδη, τον καλλιτεχνικό διευθυντή σήμερα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Ήρθε στη συνέχεια «Η Σέξτον και τα Κογιότ», η «Γυνάντρα» στη συλλογική έκδοση «Αντωνούσα Καστανάκη», που παρουσιάστηκε σε φεστιβάλ το 2021. Και τέλος η «Καραϊσκάκενα», που παίζεται για δεύτερη χρονιά στο Vault.
Ετοιμάζεται πλέον να ανέβει και το πρώτο μου παιδικό έργο, με τίτλο «Ελαφονταίν, ο Αίσωπος Αλλιώς», σε σκηνοθεσία Γιώργου Σουλεϊμάν. Θα παιχτεί στην Τεχνόπολη, στο ανανεωμένο και ανακαινισμένο αμφιθέατρο. Έχω κάνει και κάποιες δραματουργικές συνθέσεις, όπως είναι η «Βέμπο», αλλά και το «Ταξίδι με το Μουσικόπτερο», που θα παρουσιαστεί στο Λουτράκι με την τοπική φιλαρμονική.
Η στιχουργική πώς μπαίνει στη ζωή σου; Έχεις συγκεκριμένες συνεργασίες;
Έχω σταθερή συνεργασία με τον Μίνω Μάτσα. Έχουμε γράψει τραγούδια για το θέατρο, το σινεμά και την τηλεόραση, αλλά και μεμονωμένα. Η πιο πρόσφατη δουλειά μας είναι το «Πες μου πού Είσαι» σε ερμηνεία Γιάννη Πάριου. Θα είναι το τραγούδι τίτλων στη σειρά της ΕΡΤ «Το Βραχιόλι της Φωτιάς», που βασίζεται στο μυθιστόρημα της Βεατρίκης Σαΐας-Μαγρίζου. Ακόμα, φτιάχνουμε τα τραγούδια για την παράσταση «Βόιτσεκ», που θα παιχτεί στο θέατρο Πόλη, σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη.
Σε όλα αυτά ποια είναι η διαδικασία της έμπνευσης για σένα; Πώς ξεκινάει και τι σε οδηγεί;
Είναι ο τρόπος για να ζω. Βιοπορίζομαι από αυτή τη δουλειά. Νιώθω ότι, αν σταματήσω να δουλεύω, θα σταματήσω να ζω. Δεν είναι μια οποιαδήποτε δουλειά. Η δυσκολία είναι ότι πρέπει να «γεννάω» συνεχώς κάτι. Εκκινώ, ας πούμε, με κάποια παραγγελία και αναλαμβάνω ένα έργο. Είναι μια συνθήκη στην οποία πιστεύω πολύ. Μακάρι να ξαναζωντάνευε, γιατί η παραγγελία εξασφαλίζει ένα εισόδημα και εσύ οφείλεις να παραδώσεις κάτι.
Μπορεί να έρθουν με μια γενική ιδέα, αλλά και με πιο συγκεκριμένες απαιτήσεις. Αυτό που ζητάω είναι να υπάρχει ελευθερία, να σέβεται όποιος παραγγέλνει κάτι ότι σε αυτό –ή μέσω αυτού– κι εγώ θα «ανθίσω», θα δώσω τη δική μου διάσταση. Και εγώ με τη σειρά μου αναλαμβάνω μια ευθύνη. Φυσικά, με ενδιαφέρει να είμαι πνευματικά και καλλιτεχνικά συγγενής με όσους συνεργάζομαι, γιατί στο θέατρο καλείσαι να «παντρεύεσαι» με κόσμο, αν προκύψει «έρωτας» είναι όμορφο, αν όχι προκύπτουν αγκάθια!
Η δεύτερη εκκίνησή μου είναι η «πηγαία». Δεν περιμένω από κανέναν τίποτα. Μου αρέσει ένα θέμα, θέλω να μιλήσω και να δράσω γι’ αυτό. Έτσι αποφασίζω να γράψω γι’ αυτό.
Η Βέμπο πώς προκύπτει; Σου αρέσουν οι ιστορικές, γυναικείες προσωπικότητες; Τις παρουσιάζεις έχοντας κατά νου κάποιο στόχο;
Δεν υπάρχει στόχος όταν γράφω, υπάρχει ανάγκη! Νομίζω ότι κάθε δημιουργός ξεκινάει από την προσωπική του μπαρουταποθήκη. Βγάζει εκείνα που είναι έτοιμα να εκραγούν ανά πάσα στιγμή, αυτά είναι τα υλικά του. Με ενδιαφέρουν οι γυναίκες γιατί είμαι γυναίκα. Υπήρξα κορίτσι, έφηβη και τώρα είμαι γυναίκα. Θα μιλήσω, λοιπόν, γι’ αυτό που με έχει στιγματίσει, γι’ αυτό που έχω επιθυμήσει, γι’ αυτό που έχω ζήσει, γι’ αυτό που μου έχουν απαγορεύσει να ζήσω και γι’ αυτό που απαγόρευσα ή επέτρεψα η ίδια στον εαυτό μου να ζήσει.
Πάντα γράφω για κάτι που με ξέρει και το ξέρω. Τα πράγματα που ξέρουμε καλά είναι αυτά ακριβώς που μας διαφεύγουν.
Πώς σχετίζονται, ως έμπνευση, η Καραϊσκάκενα με τη Βέμπο;
Είναι συνυφασμένες με εποχές κατά τις οποίες η Ελλάδα έπρεπε να παλέψει για κάτι!
Θα μας πεις για την Καραϊσκάκενα δυο λόγια;
Το 2017 ο Δημήτρης Καρατζιάς του Vault και η Χρύσα Σπηλιώτη είχαν την ιδέα για μια σειρά μονολόγων με τίτλο «Ο Γιος μου». Μου πρότεινε ο Δημήτρης να γράψω τον ένα, φυσικά δέχτηκα, και αποφάσισα να είναι για τη μάνα του Γιώργου Καραϊσκάκη. Γιατί το έκανα; Η έμπνευση είναι συντρίμμια, είναι ξερόκλαδα που ξεβράζει η θάλασσα. Το θέμα είναι πώς αυτά τα συντρίμμια μπορείς να τα κάνεις έργο, μνημείο, να τα ανασυνθέσεις. Πλέον, για την Καραϊσκάκενα μπορώ να το πω με σιγουριά ότι έγινε σωστά. Ήθελα να μιλήσω για κάτι του οποίου οι ρίζες είναι στο ελληνικό χώμα, να μιλήσω για μια γυναίκα που δεν είχε καμία σχέση με την επιστήμη και την τέχνη, παρά μόνο με το χώμα που πατούσε και τον ουρανό που έβλεπε.
Με συγκλονίζει ότι αγνοούμε τον πατέρα του Καραϊσκάκη, και τον αγνόησε και εκείνος όσο έζησε. Σκέψου ότι όλα αυτά συμβαίνουν στις αρχές του 19ου αιώνα. Γεννάει ένα παιδί εκτός γάμου, εξορίζεται, η οικογένειά της της κλείνει την πόρτα. Γνωστή σε όλους μας ως καλόγρια. Τι είδους καλόγρια ήταν η Ζωή-Διαμάντω Διμισκή; Αυτό ήθελα να ερευνήσω για να καταλάβω πώς πιστεύει μια άπιστη, ανένταχτη, βωμολόχα, αθυρόστομη, ανυπότακτη. Έτσι ήταν και ο Καραϊσκάκης, άλλωστε. Με ενδιέφερε η μήτρα του ήρωα. Απο πού ξεφυτρώνουν οι φυσιογνωμίες που αλλάζουν τις εποχές και τον κόσμο.
Αν θες, είναι ένα έργο και για τους νεκρούς μου, τους παππούδες και τις γιαγιάδες, για το χωριό που αρχίζει και χάνεται, για τις νύχτες στα χωριά. Κάτι πολύ δικό μου, κακοτράχαλο, ορεινό και δωρικό.
Και να σου πω ότι δεν θα το είχα κάνει αν δεν γινόταν ο σύνδεσμος με τον Ολυμπιακό, το γήπεδο «Καραϊσκάκη» και την καλόγρια που παρακολουθεί αγώνες στο γήπεδο. Το ποδόσφαιρο είναι πολύ κοντά τόσο στον πόλεμο όσο και στην ειρήνη.
Πάμε και στη Βέμπο;
Η Βέμπο προκύπτει έπειτα από πρόταση του Γιώργου Γαλάνη και της Μαρίτας Παπαρίζου. Ήταν η αφορμή για να φτιάξουμε όλοι μαζί ένα μουσικοθεατρικό αφιέρωμα στη Βέμπο.
Τι έχει να μας μάθει η Βέμπο και τι έχουμε να μάθουμε για τη Βέμπο; Πέθανε πριν από 44 χρόνια, ενώ πέρασαν πια 82 χρόνια από τις πρώτες νίκες στο μέτωπο της Αλβανίας.
Αν δεν έβρισκα τη σύνδεση με το σήμερα δεν θα είχα ασχοληθεί. Το ερώτημά μου είναι «ποια είναι τα παιδιά της Ελλάδας σήμερα;». Αυτό με προβληματίζει και με καίει. Ποιοι είναι οι σύγχρονοι Έλληνες και τι σημαίνει γι’ αυτούς να ακούνε στις 28 Οκτωβρίου τη φωνή της Βέμπο από τα μεγάφωνα; Ποιον πόλεμο δίνουν αυτοί οι άνθρωποι σήμερα;
Η Βέμπο πρώτα ήταν η Σοφία και μετά η Βέμπο. Ήταν ένα κορίτσι που δεν υποψιάστηκε ποτέ ότι θα βγει στο θέατρο. Βγήκε στο θέατρο «κατά λάθος» και δεν μπορούσαν να την εντάξουν κάπου, ως είδος. Ξεκίνησε το 1933 κάνοντας την τσιγγάνα, καθώς ταίριαζε το σώμα και η όψη. Είχε ανδρόγυνη μορφή. Πραγματικά, δεν ήξεραν πού να την κατατάξουν. Αυτό με συγκινεί. Συνεργάτες, κριτικοί ήθελαν να βάλουν μια ταμπέλα, να την προκαθορίσουν, να ελέγξουν ουσιαστικά, το νόημα της ζωής της. Συμβαίνει και τώρα!
Υπάρχει μια φράση στο κείμενο που λέει «τα αηδόνια δεν τα βλέπεις, μόνο τα ακούς». Είναι δύσκολο να δούμε τα μέσα των ανθρώπων! Η φωνή της δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, αλλά η θέση τη φωνής, το ηχόχρωμα ήταν θαρρείς από τον κόσμο των σιδεράδων, δεν ήταν ανάλαφρη, ενώ υπηρέτησε το ελαφρό τραγούδι. Πλέον, έρχομαι ως συγγραφέας να κοιτάξω τα σπλάχνα της, να δω ποια είναι τα δικά της παιδιά σήμερα. Ψάχνω να δω ποια είναι η πατρίδα, ποιους χωράει αυτή η πατρίδα σήμερα.
Τι να περιμένουμε από την παράσταση; Τι θα δούμε;
Θα ακούσουμε 20 τραγούδια της Βέμπο. Ενώ θα γίνουμε μάρτυρες ενός διαλόγου της με τον αφηγητή, τον Άκη Σακελλαρίου, που και αυτός έχει πολλαπλό ρόλο ως «οι άνθρωποι» που επηρέασαν τη Βέμπο. Παίρνει και τον ρόλο του σύγχρονου Έλληνα, στη σημερινή εποχή, που δίνει μάχη με τα οικονομικά του.
Ο αφηγητής είναι ο Έλληνας, είναι το σώμα, το ένοπλο σώμα, το πολύπαθο σώμα, το αχόρταγο σώμα, το προδομένο σώμα του ελληνικού λαού. Η Σοφία είναι η φωνή του λαού, η φωνή του λυγμού, η φωνή του Έλληνα. Είναι η Τραγουδίστρια της Νίκης.
Αν θες, η Βέμπο είναι σταθερή και γύρω της γυρίζουν οι Έλληνες.
Σοφία, σε ευχαριστώ πολύ. Ήταν μια ξεχωριστή συζήτηση!
Εγώ ευχαριστώ!
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
«No Exit» στο Μικρό Θέατρο Κεραμεικού
28ες «Νύχτες Πρεμιέρας»: Μαζική και Θριαμβευτική Επιστροφή στις Αίθουσες