Μετά το διαζύγιο ή τη διακοπή της συμβίωσης των γονέων, ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες είναι η επιμέλεια των παιδιών και κατά συνέπεια ο τρόπος κατανομής του χρόνου που θα περνούν τα παιδιά με κάθε έναν από τους δύο γονείς. Πολλές φορές οι πρώην σύζυγοι ή σύντροφοι καταφέρνουν να έρθουν σε συνεννόηση, όμως, άλλες φορές καταφεύγουν στη δικαιοσύνη. Τότε, αν και πρόκειται για ένα ζήτημα νομικό, απαιτείται η συνδρομή της επιστήμης της ψυχολογίας, τα ευρήματα της οποίας μπορούν να καταδείξουν ποια λύση εξυπηρετεί καλύτερα το συμφέρον των παιδιών. Η ψυχολογική έρευνα έχει δείξει, λοιπόν, ότι η συνεπιμέλεια των παιδιών είναι η ενδεδειγμένη λύση μετά τη λήξη της συμβίωσης των γονέων.
“Τα ευεργετικά αποτελέσματα της συνεπιμέλειας για τα παιδιά είναι εμφανή σε ένα ευρύ φάσμα αξιολογήσεων που αφορούν την ψυχοσωματική λειτουργία (ευημερία) των παιδιών που συμπεριλαμβάνουν (α) χαμηλότερα επίπεδα κατάθλιψης, άγχους και γενικότερα ψυχικής δυσφορίας, (β) χαμηλότερη επιθετικότητα και προβλήματα συμπεριφοράς, μειωμένη χρήση αλκοόλ και ουσιών, (γ) καλύτερη σχολική πρόοδο και καλύτερη γνωστική ανάπτυξη, (δ) καλύτερη σωματική υγεία, (ε) χαμηλότερα ποσοστά καπνίσματος και (στ) καλύτερες σχέσεις με πατέρες, μητέρες, γιαγιάδες και παππούδες”, συνοψίζει σε κείμενό του ο Κλάδος Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχολογίας της Υγείας της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας.
Αλλά και για τους γονείς -τόσο τους πατέρες όσο και τις μητέρες – φαίνεται πως η συνεπιμέλεια εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά τους. Μία μετα-ανάλυση του Robert Bauserman το 2017 πράγματι έδειξε ότι και οι ίδιοι οι γονείς είναι πιο ευχαριστημένοι όταν εφαρμόζεται η συνεπιμέλεια σε σύγκριση με την εφαρμογή αποκλειστικής επιμέλειας – με λιγότερο ευχαριστημένο τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια.
Η ψυχολογική έρευνα έχει δείξει ότι η συνεπιμέλεια των παιδιών είναι η ενδεδειγμένη λύση μετά τη λήξη της συμβίωσης των γονέων.
Μέχρι εδώ πολλοί θα συμφωνήσουν – υπό την προϋπόθεση ότι η συνεπιμέλεια είναι επιθυμητή και από τους δύο γονείς και κατά συνέπεια τα επίπεδα της γονεϊκής σύγκρουσης είναι χαμηλά. Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις που τα επίπεδα γονεϊκής σύγκρουσης είναι υψηλά; Τι μας λέει η επιστημονική έρευνα ότι είναι προς το συμφέρον των παιδιών σε αυτήν την περίπτωση;
Για πολλά χρόνια, η έρευνα υποστήριζε τη θέση ότι η συνεπιμέλεια σε καταστάσεις υψηλής σύγκρουσης ήταν επιβλαβής για τα παιδιά. Οι παλαιότερες μελέτες έδιναν έμφαση στη συχνότητα εναλλασσόμενης επαφής, διαπιστώνοντας αρνητικά αποτελέσματα για όσα παιδιά ήταν μάρτυρες καταστάσεων υψηλής σύγκρουσης κατά τη μετάβασή τους στα σπίτια των γονέων. Με άλλα λόγια, τα παιδιά που ήταν εκτεθειμένα στη σύγκρουση των γονιών τους κατά τη διάρκεια συχνών μεταβάσεων φάνηκε ότι επηρεάζονται αρνητικά. Μεταγενέστερες έρευνες έδειξαν, όμως, ότι όταν η συχνότητα των μεταβάσεων μειώνεται και οι γονείς που βρίσκονται σε υψηλή σύγκρουση αποφεύγουν την άμεση επαφή μεταξύ τους κατά τις μεταβάσεις αυτές, προστατεύουν τα παιδιά τους από τη σύγκρουσή τους και οι αρνητικές επιπτώσεις εξαφανίζονται.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει προκύψει συναίνεση σχετικά με το θέμα των υψηλών επιπέδων γονεϊκής σύγκρουσης και τις επιπτώσεις αυτής στην ενδεχόμενη συνεπιμέλεια των παιδιών. Το 2002, ο Robert Bauserman, πραγματοποίησε μετα-ανάλυση 33 μελετών που συνέκριναν τα αποτελέσματα των παιδιών σε αποκλειστική επιμέλεια και των παιδιών σε συνεπιμέλεια και δημοσίευσε τα αποτελέσματα στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Family Psychology. H μετα-ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα οφέλη της συνεπιμέλειας στην ευημερία των παιδιών διατηρούνται ανεξάρτητα από τα επίπεδα της γονεϊκής σύγκρουσης. Οι αρνητικές επιπτώσεις της γονεϊκής σύγκρουσης φάνηκε ότι πιθανώς είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι πατέρες χάνουν την επαφή με τα παιδιά τους σε καταστάσεις υψηλών γονεϊκών συγκρούσεων. Σε μία άλλη έρευνα, η Marsha Kline Pruett και οι συνεργάτες της διαπίστωσαν ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της γονεϊκής σύγκρουσης στα παιδιά εξομαλύνονται από τη συμμετοχή των πατέρων στην ανατροφή τους. Το 2007, οι William V. Fabricius και Linda J.Luecken κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η συνεπιμέλεια είναι ευεργετική για τα παιδιά σε καταστάσεις τόσο χαμηλής όσο και υψηλής σύγκρουσης, και μόλις το 2020 η Mariachiara Feresin έδειξε ότι η παρουσία του πατέρα είναι απαραίτητη και σε περιπτώσεις υψηλών επίπεδων γονεϊκής σύγκρουσης.
Οι περισσότεροι γονείς μπορούν να μάθουν με επιτυχία να ελαχιστοποιούν τις συγκρούσεις όταν έχουν κίνητρο να το κάνουν και η συνεπιμέλεια παρέχει αυτό το κίνητρο.
Συνεπώς, τα ερευνητικά δεδομένα δεν υποστηρίζουν την άποψη ότι ο χρόνος με έναν από τους δύο γονείς πρέπει να είναι περιορισμένος σε περιπτώσεις υψηλών συγκρούσεων. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι η συνεχιζόμενη, ανεπίλυτη υψηλή σύγκρουση δεν είναι επιβλαβής για τα παιδιά. Αντίθετα, αντί να αποδεχθούμε ότι η υψηλή σύγκρουση είναι αναπόφευκτη σε οικογένειες που δεν ζουν πια μαζί, στόχος μας πρέπει να είναι η μείωση της σύγκρουσης. Οι περισσότεροι γονείς μπορούν να μάθουν με επιτυχία να ελαχιστοποιούν τις συγκρούσεις, όταν έχουν κίνητρο να το κάνουν. Η συνεπιμέλεια παρέχει αυτό το κίνητρο. Έχουν άλλωστε αναπτυχθεί εξειδικευμένες παρεμβάσεις για να βοηθήσουν τους γονείς να μειώσουν τις συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένων της συμβουλευτικής διαμεσολάβησης και των προγραμμάτων εκπαίδευσης γονέων.
Τέλος, καλό είναι να θυμόμαστε ότι η πρακτική της αποκλειστικής επιμέλειας προάγει τα χειρότερα πιθανά αποτελέσματα όταν υπάρχουν δύο ικανοί γονείς που επιθυμούν να έχουν την επιμέλεια των παιδιών τους, αλλά δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο γονικής μέριμνας. Τότε αναγκάζονται να υποτιμήσουν -ή και να συκοφαντήσουν- ο ένας τον άλλον σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν απλώς τον ρόλο τους ως γονείς.
Κατά συνέπεια, τα υψηλά επίπεδα γονεϊκής σύγκρουσης δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην επαφή των παιδιών με κανέναν από τους δύο γονείς τους. Αντίθετα, η καλή ψυχοκοινωνική προσαρμογή των παιδιών στην πλειονότητα των περιπτώσεων υποστηρίζεται όταν και οι δύο γονείς συμμετέχουν ενεργά και υπεύθυνα στη ζωή των παιδιών τους, αλλά και όταν η Πολιτεία -μέσα από την κατάλληλη διαμόρφωση των κανόνων του οικογενειακού δικαίου, αλλά και από θεσμούς που προσφέρουν ψυχολογική ή και οικονομική υποστήριξη- υποστηρίζει τους γονείς στην εκπλήρωση των γονεϊκών τους καθηκόντων.