Ο Γιάννης Ξανθούλης δεν χρειάζεται συστάσεις. Εδώ και τέσσερις δεκαετίες φροντίζει με συνέπεια να αυτοσυστήνεται με τον πιο ουσιαστικό τρόπο: τα μυθιστορήματά του, τα θεατρικά του, τα κείμενά του. Ο κόσμος του είναι γεμάτος ιστορίες που πάντα θέλεις να ζήσεις. Απλώνονται μπροστά σου σελίδα σελίδα κι εσύ βουτάς…
Και αγωνιάς με τη Ραλλού και τα δίδυμα αδέλφια της («Πεθαμένο Λικέρ»). Ξεκαθαρίζεις λογαριασμούς με τον ίδιο σου τον εαυτό όπως ο Στάθης Χωραφάς («…Ύστερα Ήρθαν οι Μέλισσες»). Μελαγχολείς σαν τη μοναχική και αποκαμωμένη Μαργαρίτα («Το Τρένο με τις Φράουλες»). Χαμογελάς με τις περιηγήσεις των ηρώων του εντός και εκτός Αθηνών, ταυτίζεσαι με τους ώριμους πρωταγωνιστές του που έχουν σάρκα και οστά, καλοσύνη και κακία, σκοτάδια και φως, αφέλεια και καπατσοσύνη.
Θαυμάζεις τη σπιρτάδα της πένας του και γελάς. Ξεκαρδίζεσαι. Τουλάχιστον με το τελευταίο του μυθιστόρημα, το «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη» (εκδόσεις Διόπτρα), βυθίζεσαι στον σουρεαλιστικό κόσμο του Πέτρου Μακκαβαίου και απολαμβάνεις γοερά όλες του τις περιπέτειες. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.
Ως αναγνώστρια θα περιέγραφα το «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη» ένα απολαυστικό, σουρεαλιστικό αφήγημα κατά του καθωσπρεπισμού. Εσείς πώς θα το περιγράφατε;
Μια ανάγκη αντίστασης στην κατάθλιψη και στα ήθη των ημερών. Μπήκα στη διαδικασία να κατασκευάσω κάποια εξωπραγματικά ήθη στο μυθιστορηματικό χωριό Πετρόκαμπος. Τώρα που το σκέφτομαι, θα χαρακτήριζα την απόπειρά μου «ομοιοπαθητική».
«Είμαι όπως όλοι μας, αναγκασμένος να κολυμπώ στην κοινή πισίνα με τα επικίνδυνα βάθη και να περιγράφω τα επιτεύγματα και την τραγωδία της κολύμβησης».
Η κοινωνική υποκρισία αντιμετωπίζεται μόνο με χιούμορ και μόνο στη μυθοπλασία ή και με άλλους τρόπους στην πραγματική ζωή;
Δεν έχω ιδέα κι ούτε μπορεί κανείς να αλλάξει τίποτα. Όλα πιστεύω ότι συνηγορούν για την υποκρισία στην οποία αναφέρεστε. Ούτε εγώ είμαι κανένας κήρυκας επινοημένων κοινωνικών και πολιτικών αξιών. Είμαι όπως όλοι μας, αναγκασμένος να κολυμπώ στην κοινή πισίνα με τα επικίνδυνα βάθη και να περιγράφω τα επιτεύγματα και την τραγωδία της κολύμβησης. Έτσι τουλάχιστον αισθάνομαι…
Ο Λάκης λοιπόν της «Σανγκάης», ο γιος της μαμής από τον Πετρόκαμπο, ο οποίος κατάφερε να διαπρέψει στο εξωτερικό ως πορνοστάρ, επιστρέφει νοερά στο χωριό του και υπόσχεται, υπό όρους βεβαίως, μεγαλεία στους συγχωριανούς του παρότι, ενόσω ζούσε εκεί, τον είχαν του πεταματού. Πρόκειται για πράξη εκδίκησης, για αποκατάσταση μιας αδικίας, για μεγαλείο ψυχής, για πλάκα;
Μια ευεργεσία σε ένα πέτρινο απομονωμένο χωριό που δεν φημίζεται για τουριστικές γραφικότητες μοιάζει με μάνα εξ ουρανού. Ο ευεργέτης που έφυγε περιφρονημένος για τον βασικό εθνικό προορισμό μας, τη Γερμανία, αποκαθιστά τη μνήμη της μάνας του, αλλά και τη βασανισμένη παιδική του ηλικία με ένα πατριωτικά σατανικό σχέδιο. Από κει και πέρα καθένας βγάζει τα συμπεράσματά του. Υπάρχει δηλαδή και μεγαλείο ψυχής και εκδίκησης, αλλά και η συγκίνηση του συμβιβασμού μέσω πορνογραφίας.
«Στο συγκεκριμένο μου βιβλίο ο παπάς του χωριού, ο παπά-Τσιλιβήθρας, είναι το πλέον σώφρον άτομο. Όχι με θρησκευτικούς κώδικες, αλλά σαν σοφός πραγματιστής που ενδιαφέρεται για την κανονική ζωή».
Yπάρχει μια αφορμή που δημιούργησε τη σπίθα για το «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη»;
Αφορμή να βρω κάτι που να με κάνει να φτάσω στο τρίτο και τέταρτο χειρόγραφο. Κάτι που να με θυμώσει και να με προκαλέσει.
Σκεφτήκατε ότι θα μπορούσε να προκαλέσει αντιδράσεις από ορισμένους κύκλους, τους εκκλησιαστικούς για παράδειγμα; Σας απασχολούν τέτοιες αντιδράσεις;
Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Τα βιβλία καλά, κακά, μέτρια και υπόξινα εκδίδονται με δημοκρατική διαδικασία και με τους νόμους της ελεύθερης αγοράς. Δεν ζούμε στο Ιράν με τους «φετβάδες» του Χομεϊνί. Στο συγκεκριμένο μου βιβλίο ο παπάς του χωριού, ο παπά-Τσιλιβήθρας, είναι το πλέον σώφρον άτομο. Όχι με θρησκευτικούς κώδικες, αλλά σαν σοφός πραγματιστής που ενδιαφέρεται για την κανονική ζωή.
«Νομίζω πως οι δικές μου επαναστάσεις ήταν αφόρητα εσωτερικές, γι’ αυτό κάποια στιγμή βρήκαν διέξοδο στο χαρτί».
Όσο και αν αποδομείτε τους χαρακτήρες στα βιβλία σας γενικώς και στη «Σανγκάη» ειδικώς, μου δημιουργείτε την αίσθηση πως αγαπάτε τους ήρωές σας. Ίσως όχι όλους τόσο πολύ, αλλά σίγουρα τους περισσότερους και αρκετά. Ισχύει; Πώς τα καταφέρνετε;
Πάντα κρατώ αποστάσεις από τους ήρωές μου, ακόμη κι όταν μιλώ σε πρώτο πρόσωπο. Στη «Σανγκάη» συμμερίζομαι τη μοναχικότητα του Πέτρου Μακκαβαίου, που είναι ο τυχερός-άτυχος ηθικός αποδέκτης της προσφοράς του μακρινού συγγενούς πορνοστάρ.
Το σώμα γερνάει. Αδιαμφισβήτητο γεγονός. Το μυαλό; Αν ξεχνούσα ως διά μαγείας τον συγγραφέα της «Σανγκάης», θα υπέθετα ότι πρόκειται για έναν επαναστατημένο νέο που ωστόσο κατέχει την τέχνη της γραφής ως έμπειρος συγγραφέας…
Νομίζω πως οι δικές μου επαναστάσεις ήταν αφόρητα εσωτερικές, γι’ αυτό κάποια στιγμή βρήκαν διέξοδο στο χαρτί. Αναφέρομαι κυρίως στα βιβλία μου. Όσο για τη «νεότητά μου», την άφησα μετέωρη και μυστηριώδη για παρηγοριά.
Έχετε γράψει 28, εάν τα έχω μετρήσει σωστά, μυθιστορήματα. Σχεδόν ένα κάθε χρόνο ή χρόνο παρά χρόνο. Η έμπνευση δεν στερεύει ποτέ;
Αν αφηνόμουν στην έμπνευση, μάλλον δεν θα έγραφα τίποτα. Γι’ αυτό την «έμπνευση» την αποκαλώ «ανάγκη» και «ιδεοψυχαναγκασμό».
Τι σας θλίβει βαθύτατα;
Ότι μεγαλώνοντας χάνω φίλους, αλλάζουν πολλά απ’ όσα θεωρούσα δεδομένα και ότι πιάνω τον εαυτό μου κάποιες στιγμές –ευτυχώς λίγες– να αμπελοφιλοσοφεί ανοήτως.
Η μοναχικότητα είναι βάλσαμο ή κατάρα; Θυμάμαι τη Μαργαρίτα (σωστά;) στο «Τρένο με τις Φράουλες» που δεν τα κατάφερε τελικά…
Η μοναχικότητα, απ’ όσο κατάλαβα, είναι κάτι που γεννιέται μαζί μας και χρειάζεται ειδική μεταχείριση. Οι περισσότεροι συγγραφείς υπερασπίζονται τη μοναχικότητά τους όση κοινωνική αναγνώριση κι αν τους προσφέρεται. Αρκεί να μην εξελιχθεί σε παθογένεια ή κάτι χειρότερο, όπως αυτό που έπαθε ο Salinger του «Φύλακα της Σίκαλης» (σ.σ. Ο Αμερικανός συγγραφέας διακρίθηκε σε νεαρή ηλικία, αλλά, παρά την αναγνώριση που κέρδισε, έζησε σε απομόνωση για παραπάνω από μισό αιώνα).
Πώς συνεχίζετε τη φράση «Και μετά άρχισε πάλι να γράφει αλλά…»;
Θα προτιμούσα κάτι πιο οικείο όπως «Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες» και τέλος καλό, όλα καλά.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Book Crawl: Στα Βήματα των Δουβλινέζων