Ένα γράφημα σε πρόσφατο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ για την οικονομία αποτυπώνει τη ζοφερή πραγματικότητα του brain drain καλύτερα από κάθε μακρόσυρτη ανάλυση – δείχνει τη μεταβολή του πληθυσμού στην Ελλάδα μεταξύ του 2010 και του 2017, ανά ηλικιακή ομάδα. Μετά από μια δεκαετία διαδοχικών προγραμμάτων διάσωσης, αντί να στρέψουμε το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας προς εξωστρεφείς, ιδιωτικές δραστηριότητες, στείλαμε τους Έλληνες στην ανεργία, στη σύνταξη ή -όπως καταδεικνύουν τα εν λόγω στοιχεία- στο εξωτερικό. Οι δε Έλληνες που ανήκουν στην τελευταία αυτή κατηγορία τυχαίνει να είναι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, 20 με 34 ετών.
Οι αναφορές στο περίφημο brain drain, τη μαζική μετανάστευση των υψηλής κατάρτισης εργαζομένων από τη χώρα μας σε χώρες του εξωτερικού, αποτελεί δημογραφική εξέλιξη που αναφέρεται συχνά ως μια απ’ τις δυσμενέστερες συνέπειες της διαχείρισης της κρίσης. Στο μεταναστευτικό ισοζύγιο, το οποίο, παρά την προσφυγική κρίση είναι -εξαιτίας του brain drain- αρνητικό, προστίθεται βέβαια και το φυσικό ισοζύγιο – το γεγονός ότι οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις. Έτσι, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική της ιστορία, από το 2011 ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται.
Συνολικά, περίπου 450 χιλιάδες Έλληνες εγκατέλειψαν τη χώρα μας την περίοδο 2008-2016, σύμφωνα με μελέτη της KPMG. Κι αν το νούμερο είναι μεγάλο, δεν αντικατοπτρίζει καν στην τραγική, συνολική της διάσταση τη σημασία της διαρροής “εγκεφάλων” για το μέλλον της Ελλάδας. Το γράφημα μας την υπενθυμίζει, αποτυπώνοντας την έξοδο της πιο σημαντικής μερίδας του πληθυσμού, όσον αφορά την παραγωγή πλούτου -αυτών δηλαδή που βρίσκονται στην πιο παραγωγική φάση της εργασιακής τους ζωής- την ίδια ώρα που οι μεγαλύτεροι σε ηλικία κατευθύνονται μαζικά προς τη συνταξιοδότηση.
Μετά από μια δεκαετία διαδοχικών προγραμμάτων διάσωσης, αντί να στρέψουμε το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας προς εξωστρεφείς, ιδιωτικές δραστηριότητες, στείλαμε τους Έλληνες στην ανεργία, στη σύνταξη ή -όπως καταδεικνύουν τα εν λόγω στοιχεία- στο εξωτερικό.
Ποιος είναι ο πιο κοντινός παραλληλισμός για το τι έχει υποστεί η χώρα μας, μια αναπτυγμένη οικονομία, από δημογραφικής απόψεως; Η εικόνα μας θυμίζει αυτή μιας χώρας που έχει περάσει από πόλεμο. Δεν θέλει πολλή σκέψη για να αντιληφθεί κανείς ότι σε μια οικονομία της οποίας ο παραγωγικός ιστός έχει δεχθεί ένα τόσο σοβαρό πλήγμα σε επίπεδο ανθρώπινου κεφαλαίου θα δυσκολευθεί να συνέλθει. Ούτε θέλει πολλή σκέψη για να καταλάβει κανείς ότι η δυσκολία του να υποστηρίξει ο ολοένα συρρικνούμενος αυτός οικονομικά ενεργός πληθυσμός έναν ολοένα και πιο μεγάλο αριθμό συνταξιούχων, μέσα από ένα ασφαλιστικό σύστημα το οποίο παραμένει τρύπιο, είναι μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να σκάσει στην καρδιά της ελληνικής οικονομίας.
Ποιοι βρίσκουν διαφυγή στο εξωτερικό; Σύμφωνα με τη φετινή έρευνα της ICAP για το brain drain, τα συμπεράσματα της οποίας δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα η Καθημερινή, άτομα με πτυχία οικονομικών, διοίκησης και marketing αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των μυαλών που φεύγουν (35%), με τους μηχανικούς (19%) και τους επιστήμονες με ειδίκευση στην πληροφορική (12%) να ακολουθούν. Έχει κι αυτό τη σημασία του. Αν κάποια στιγμή έχουμε μια ανάκαμψη δυναμικότερη απ’ την ανεμική υφιστάμενη, και παρά τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, θα λείπουν οι κρίσιμοι εκείνοι επαγγελματίες που θα ήταν υπό άλλες συνθήκες πρόσωπα-κλειδιά στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Αντίο για Πάντα;
Ιστορικά, σε περιόδους πολέμου, άντρες στην παραγωγική τους ηλικία έπρεπε να καταταγούν. Πολλοί από εκείνους μάλιστα δεν γυρνούσαν ποτέ πίσω, κάτι το οποίο φαίνεται ότι μπορεί να συμβεί και με τους νέους Έλληνες που αναζήτησαν έξω μια καλύτερη ζωή. Σύμφωνα με την έρευνα της ICAP, η έξοδος μοιάζει να συντελέστηκε ανεπιστρεπτί. 36% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι δεν θα γυρίσει ποτέ στην Ελλάδα, ενώ ένα 46% εκτιμά ότι θα χρειαστεί πάνω από 3 χρόνια για να εξετάσει το ενδεχόμενο επιστροφής.
Επίσης ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας είναι το γεγονός ότι αυτοί που θα συζητούσαν την επιστροφή, θα το έκαναν μόνο αν εξασφάλιζαν ετήσιες μικτές αποδοχές άνω των 40 χιλιάδες ευρώ. Πόσο ρεαλιστικό θα έπρεπε να θεωρούμε ένα τέτοιο σενάριο, όταν στην Ελλάδα του 2018, το κατά κεφαλήν εισόδημα για το 2016 (σε τρέχουσες τιμές) δεν ξεπέρασε τις 20 χιλιάδες ευρώ;
Και τι συμβαίνει στους “τυχερούς” μισθωτούς, οι οποίοι όντως έχουν υψηλότερα -συγκριτικά- εισοδήματα; Ο συνδυασμός των εξοντωτικών εισφορών και της υπέρμετρης φορολογίας φροντίζουν τα πραγματικά τους εισοδήματα να προσαρμόζονται στη χαμηλότερη, πιο “κοινωνικά αποδεκτή” -κατά τον ΣΥΡΙΖΑ- πραγματικότητα. Τα κίνητρα για εργασία και δημιουργία παραμένουν ανύπαρκτα, αν όχι αρνητικά.
Αν κάτι πάντως επιτρέπει μια περιορισμένη αισιοδοξία είναι ο δημοφιλέστερος λόγος που επικαλέστηκαν για την απόφασή τους να εργαστούν εκτός Ελλάδας οι ερωτηθέντες. Σε ποσοστό 44% τους οδήγησε εκεί η έλλειψη αξιοκρατίας και η διαφθορά, με την οικονομική κρίση να έρχεται σε δεύτερη μοίρα, σε ποσοστό 36%. Μπορεί λοιπόν από πλευράς μισθών να μη μπορούμε άμεσα να ανταγωνιστούμε τις απολαβές που έχουν έξω, όμως μια βελτίωση των πρακτικών του πολιτικού μας συστήματος θα έκανε διαφορά στην ψυχολογία όσων αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως το μέρος όπου η αξιοσύνη πάει για να πεθάνει.
Υπό την έννοια αυτή, η βελτίωση στην κατάταξη της Ελλάδας σε δείκτες που αφορούν τη διαφάνεια, την επιχειρηματικότητα, την οικονομική ελευθερία δεν είναι ένα αίτημα ηθικοπλαστικό. Είναι ένα αίτημα επιβίωσης και το μεγάλο στοίχημα για την επόμενη κυβέρνηση.
Tο άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» την Πέμπτη 21 Ιουνίου.